ΚΑΝΕ ΠΕΤΑΛΙ ΡΕ!!!

«Κάνε πετάλι, ρε! μη σταματάς, κάνε πετάλι!»

«Κάνω, σκάσε, βγάλ’ το σκασμό! Κάνω! »

«Σκάσε συ και κάνε πετάλι κει πέρα, δεν προλαβαίνω ρε σου λέω, δεν προλαβαίνω, όλο βγάζω και μπαίνουν κι’ άλλα!»

Τι πετάλι να κάνω εδώ που μας πήρε και μας σήκωσε δηλαδή, κάνω δεν κάνω δεν αλλάζει τίποτε, στο ίδιο σημείο είμαστε. Και να μη μπορώ να τα ρίξω σε άλλον, εγώ φταίω, εγώ με τις ιδέες μου, να χέσω τα πετάλια του κόσμου όλου, τι μουρθε ρε χειμωνιάτικα…

«Κάνεις ρε, κάνεις;»

«Σκάσε ρε μήτρο, κάνω μη μου σπάς τα νεύρα!»

«Το κεφάλι θα σου σπάσω άμα φτάσουμε όπου φτάσουμε δηλαδή όταν φτάσουμε, κάνε πετάλι, κάνε μη σε πετάξω μέσα ρε!»

Θα με βρίζει έτσι μέχρι να δούμε μπροστά μας φώς. Φως, που λέει ο λόγος, ό,τι νάναι να δούμε μπροστά μας, αρκεί να στεγνώσει το κορμάκι μας και να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας με τις ιδέες μου χειμωνιάτικα, είκοσι μέρες από τα Χριστούγεννα.

«Ρε μαλάκα δεν κάνεις; Σταμάτησες;»

«Δε σταμάτησα ρε, μια ανάσα παίρνω, κάηκαν τα πόδια μου ρε!»

«Να καεί κι’ ο κώλος σου ρε! Κάνε πετάλι γιατί μας βλέπω να πηγαίνουμε άπατοι, δεν προλαβαίνω να βγάζω τα νερά σου λέω, δεν προλαβαίνω!»

Ε, ναι. Πετάλι κάνω, σε ποδήλατο μεν, αλλά σε θαλάσσιο ποδήλατο. Ή ποδήλατο θαλάσσης, όπως και να το πεις η βλακεία μου παραμένει. Δεκαπέντε ευρώ η ώρα ενοικίαση. Το καλοκαίρι αυτό, όχι ντάλα καταχείμωνο! Τι την ήθελα τη βόλτα στην παραλία; Και τι ήθελε ο άνθρωπος να έχει αφήσει αυτό το ένα ποδήλατο θαλάσσης έξω από την αποθήκη με τις καλαμένιες ομπρέλες και τις ξαπλώστρες πλάι στην ταβέρνα;

«Μας κατέστρεψες ρε μαλάκα, μας κατέστρεψες! Ρεζίλι στις ειδήσεις να μας ψάχνει το λιμενικό ρε μαλάκα, και να μας βρει σε ποδήλατο θαλάσσης; Τι θα πούμε ρε μετά στην ομάδα, τι θα πούμε ρε μου λες; Θα πάει η καζούρα σύννεφο ρεεεεεεε!»

Ε, ναι. Είμαστε και σε ποδηλατική ομάδα. Κατηγορία βετεράνων. Χέστα σου λέω, θα μας λειώσουν στο δούλεμα. Ποιος να ξαναβγεί σε μπρεβέ και σε ανάβαση και σε προπόνηση λιμανάκια… Τι μούρθε να πάμε βόλτα Κυριακή πρωί στην παραλία… Αλλά θα πεις, άμα είναι να συμβεί το κακό θα συμβεί δε πα να κρυφτείς και στο πατάρι.

«Έλα να αλλάξουμε, έχω γίνει μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο ρε παπάρα!»

Αλλάξαμε, παρ’ ολίγο να πέσω μέσα, θάχει τουλάχιστον έξι μποφόρ. Τώρα βγάζω τα νερά εγώ. Που τι νερά να βγάλεις δηλαδή, μπαίνουν από τη μία και βγαίνουν από την άλλη, δεν είναι βάρκα τούτο δω, σαν πιατελάκι από προφιτερόλ είναι, μια πλαστική φουσκάλα με ένα γρανάζι που γυρίζει ένα κατιτίς πωστολένε (φτερωτή το λένε, το βρήκα) και προχωράει. Αλλά τι να πω, δε μιλάω, βλέπω από δω κάτω ότι αυτή η πωστηλένε η φτερωτή όλο ξενερώνει δεν πιάνει καν, και τι να πιάσει δηλαδή και τι να αφήσει, κάνει ο άλλος σαν παλαβός πετάλι, στο ίδιο μέρος είμαστε. Να, εκεί απέναντι πρέπει νάναι η Τζιά, σίγουρα η Τζιά είναι, αφού το «δανειστήκαμε» από το Δασκαλειό (τι ήθελε ο άνθρωπος και τ’ άφησε έξω, τι μαλάκας επιχειρηματίας αυτός με την ταβέρνα, αφήνουν έξω την περιουσία ρε άνθρωπε να περάσει κανένας ψωνισμένος σαν και μένα και να… τέλος πάντων) και έχει βοριαδάκι, τι βοριαδάκι δηλαδή, βοριάδαρο ξεγυρισμένο, και είναι κανα τρίωρο που κάνουμε πετάλι, η Τζιά θάναι.

«Βγάζεις ρε μαλάκα, βγάζεις;»

«Βγάζω, ρε μην ανησυχείς, βγάζω, αν δεν έβγαζα θάχαμε πάει πάτο…»

Τι να σου πω ρε Θωμά, τι να σου πω, πως κάθομαι δω πίσω γονατιστός και κουνάω τα χέρια μου και σε βλέπω εσένανε να κάνεις πετάλι σαν παλαβός και η φτερωτή ούτε που το αγγίζει το νερό, τι να σου πω… Και τι να πεις και συ που σε ξεκίνησα για βολτίτσα με το ψιλόβροχο και σε κατέληξα μεσοπέλαγα. Πάει και το μπούτι στο φούρνο, πάει και το λευκό Λήμνου και τα λουκάνικα με πράσο. Και το κακό είναι πως δεν θα τα φάνε ούτε οι άλλοι. Θα έχουν καλέσει αστυνομίες και θα μας ψάχνουν στα όρη στ’ άγρια βουνά και στα σκιερά φαράγγια, που όρεξη να φάνε… Άντε να φανταστούν πως το λιμενικό θα βγάλει το φίδι από την τρύπα τελικώς απ΄ ό,τι φαίνεται…

«Τι ναι κείνο ρε μαλάκα; Τι είναι κείνες οι γιρλάντες με τα φώτα κει πέρα;»

Σταμάτησα να κουνάω τα χέρια μου και κοίταξα εκεί που έδειχνε. «Καράβι είναι Θωμά, καράβι! Σωθήκαμε, Θωμά, σωθήκαμε!»

Και πώς να μας δει το καράβι; πώς να μας δει, τι να κάνω, να ανάψω τον αναπτήρα ή να κάνω το κοριτσάκι με τα σπίρτα; «Γύρνα κατά κει Θωμά, γύρνα κι’ ό,τι γίνει, αν πέσει πάνω μας θα μας μαζέψουν κιόλας».

Γύρισε ο Θωμάς να μη στα πολυλογώ, συνέχισα να κάνω εγώ πως βγάζω τα νερά εκείνος είχε πλακωθεί κανονικά στο πετάλι και μετά, έγινε το θαύμα. Το ποδήλατο θαλάσσης άρχισε να πηγαίνει αργά αλλά σταθερά προς το μέρος του καραβιού, που απ΄ ό,τι φαίνεται δεν πήγαινε πουθενά, μάλλον άγκυρα θάχει ρίξει αρόδου, άρα στη Τζιά απόξω θάναι, σκεφτήκαμε.

Περνάει καμιά ώρα, βλέπαμε τη γιρλάντα με τα φώτα να μεγαλώνει, η γέφυρα σβηστή, δεν ήταν κανείς μέσα. Έτσι νομίσαμε. Μετά όταν φτάσαμε κοντά βρήκε το ποδήλατο σε ένα βράχο λέμε το παρατάμε και κολυμπάμε κατά κει, είχε πέσει κι’ ο αέρας με έναν τρόπο μαγικό, και κει που κολυμπάγαμε κάνουμε έτσι και πατάμε άμμο. Άμμο. «Μεσοπέλαγα άμμο, ρε μαλάκα;» λέει ο Θωμάς. Μετά ακούμε φωνές «Εδώ, εδώ ελάτε», και βλέπουμε κάτι τύπους να τσαλαβουτάνε σε κάτι ρηχά μέχρι το γόνατο και να μας πετάνε σχοινιά. Ήταν οι σερβιτόροι από το Αρμυρίκι. Την ταβέρνα που είναι στο Δασκαλειό. Ποιο καράβι και ποιο μεσοπέλαγο, τρεις ώρες κάναμε πετάλι αντί προς τα πίσω προς τα μπρος.

Και ποιος βοριάς, «Λεβάντες παλληκάρια, λεβάντες ήταν και σεις αντί να τραβάτε προς στεριά μεριά τραβάγατε πέρα, σας βλέπαμε, σας φωνάζαμε, που να ακούσετε», μας λέει ο ένας που μας μάζεψε. Οι άλλοι είχαν πάει να φέρουν κονιάκ και πετσέτες και ρούχα, γελώντας φύγανε, γελώντας γυρίσανε. Μας είχαν τυλίξει με κάτι μουσαμάδες στο μεταξύ, τουρτουρίζαμε μέχρι θανάτου εμείς. Στην σάλα της ταβέρνας είχανε ανάψει τζάκι αλλά πώς να πάμε μέχρι μέσα, θα πλημμυράγαμε τον τόπο στο νερό, μας βάλανε δίπλα στον φούρνο και ζεσταινόμασταν. Που λέει ο λόγος, γιατί εμείς έπρεπε να μπούμε στον φούρνο μέσα για να ζεσταθούμε.

«Πάντως με το πετάλι τα πάτε καλά», λέει ο ένας. Λέω μέσα μου, κοροϊδεύει, αλλά δεν έβγαλα άχνα. Συνέχισε: «Εγώ είμαι σε μια ομάδα που βγαίνουμε για ποδήλατο», δεν κορόιδευε ο άνθρωπος, «άμα θέτε κανονίζουμε να ‘ρθείτε για καμιά βόλτα εδώ στην παραλία πούχει και ποδηλατόδρομο, ωραία περνάμε, κάνουμε καμιά δεκαριά χιλιομετράκια, δεν έχουτε ανάγκη εσείς, αντέχετε, σας είδα που κάνατε τόσην ώρα πετάλι».

Μας έβλεπε δηλαδή. Και ‘μεις δεν τον βλέπαμε. Σαν εκείνη την ταινία με τον Βέγγο και τη σχεδία. Ο Θωμάς δε μίλαγε, κοίταγε κάτω και δεν έβγαζε άχνα. Τι να πει και τι να μολογήσει. Εγώ χαμογέλαγα ηλίθια, έλεγα μέσα μου να στεγνώσουμε να πα να φύγουμε να σταματήσει εδώ το ξεφτιλίκι. Και κει πάνω ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας γέροντας πανύψηλος, θεριό ολάκερο, με μια ποδιά και σκούπιζε τα χέρια του σε μια πετσέτα.

«Ένα πράμα θέλω να μου πείτε σεις οι δυό» λέει κατ’ ευθείαν και χωρίς περιστροφές, ούτε μα, ούτε μου, με τη μία. «Τι σας ήρθε να αρπάξετε το ποδήλατο και να την κάνετε κατά μέσα μεριά;» κι’ έρχεται και στέκεται από πάνω μας.

Λέω μέσα μου, Θωμά βρες καμιά μαλακία να πεις να την γλιτώσουμε, εκτός από την ξεφτίλα θα φάμε και ξύλο. Ο Θωμάς σκυμμένος κάτω δεν ανοίγει το στόμα του.

«Λέγε ρε!» κάνει ο γέροντας και μου δίνει μια σκουντιά στον ώμο παρ΄ ολίγο να μου τονε βγάλει. «Λέγε τώρα που στέγνωσες.» Α, λέω μέσα μου, γι’ αυτό μας άφησε να στεγνώσουμε για να μπορεί να μας πλακώσει στις γρήγορες μετά.

Μαζεύω που λες ό,τι θάρρος έχω και κεινη την στιγμή δεν έχω ούτε μια σκέψη στο μυαλό μου μέσα, έχει πέσει κουρτίνα, δε μπορώ να σκεφτώ μπίτι, τι να πω και τι να μολογήσω. Και μετά, φλασιά! Σηκώνομαι, πετάω το μουσαμά στην άκρη και στέκομαι κατάφατσά του. Μύτη με μύτη, χνώτο με χνώτο.

«Δική σου η επιχείρηση μάστορα;» ρωτάω κι από μέσα μου τρέμω ολόκληρος. Αλλά ένα ξύλο που είναι να το φάμε ας το φάμε, ας κάνω κάτι να μην πάμε άκλαφτοι, ας έχω πει κάτι τέλος πάντων, ας φάω κι’ άλλο ξύλο, τουλάχιστον να γλιτώσω το ξύλο από τον Θωμά μετά.

«…» Με κοιτάει, δε μιλάει. Γνέφει κάθετα ναι.

«Σου περισσεύουν;»

Αγριεύει και πετάει την πετσέτα κάτω. «Τι;;;;»

Δεν κουνάω βήμα. Πού να πάω δηλαδή; Είναι τριγύρω οι υπόλοιποι και περιμένουν αιματάκι. Λέω μέσα μου, εδώ σε έχω μπάρμπα. «Το ποδήλατο θαλάσσης δικό σου;» ρωτάω χαμηλόφωνα, όχι πως το θέλω αλλά δεν βγαίνει φωνή.

«Τι πράμα;»

«Λέω, το ποδήλατο θαλάσσης δικό σου;»

«Δικό μου».

«Και για πες μου: σου χρωστάμε τίποτε δυό περαστικοί να τρέχουμε να το μαζεύουμε απ΄το κύμα;» Εδώ κάνω παύση, αφήνω χρόνο να χωνέψει αυτό που άκουσε. «Δε χώραγε στην αποθήκη; Το καταλαβαίνω. Δέσε το όμως!» εδώ έσκυψα στη μούρη του κοντά, έκανε και λίγο πίσω. «Γιατί άμα στο πάρει ξανά το κύμα δεν θα είμαστε εδώ για να βουτήξουμε να το μαζώξουμε». Γύρισα πλάτη κι’ αυτό ήταν.

Φύγαμε φαγωμένοι, πιωμένοι, κομπλέ. Είχαμε ειδοποιήσει και στο σπίτι, χαμπάρι δεν είχαν πάρει, σου λέει αφού φύγανε με τα ποδήλατα κάπου καλά θα είναι. Ε, ναι, με τα ποδήλατα είχαμε φύγει, ξέχασα να το πω αυτό. Στο μεταξύ είχανε φάει και το μπούτι και τα λουκάνικα, λίγο κρασί είχε μείνει και κάτι πατάτες φούρνου.

Μετά μας χαιρέταγε από την πόρτα χαμογελαστός, «Να πάτε στο καλό, ευχαριστώ, να πάτε στο καλό!» έλεγε και ξανάλεγε και δώστου να κουνάει τη χερούκλα του πέρα δώθε.

Ανεβαίνουμε στα ποδήλατα, γυρνάει ο Θωμάς χαμογελαστός και μου λέει «Μαλάκα μου, το καλό που σου θέλω κάνε πετάλι γιατί άμα πάει μέχρι την αποθήκη θα δει το σχοινί κομμένο και τότε θα σου πω εγώ... Κάνε πετάλι, ρε μαλάκα, σου λένε, κάνε πετάλι!!!»

Έκανα.

 

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, πόσο ωραίως γράφεις, μου λείπουν οι λέξεις thumbs up

Να ζήσῃς give heart

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια