Ο Σαραντάκος τ' αδέσποτο...

Αφήγηση Φραγκίσκου Αρμάου, καλοκαίρι 2012.

«Λοιπόν πότε ακριβώς λές εσύ πως μεσημεριάζει; Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που να μπορείς να πεις με σιγουριά πως μεσημέριασε; Να πεις, να τώρα, πήρε και μεσημεριάζει, ας πούμε και μπορούμε να πιούμε εκείνο το ρακάκι που λέμε μεσημεριανό με το μεζεδάκι του και να μην έχουμε τύψεις πως θα μας πουν μπεκρήδες. Είναι λίγο περίεργη αυτή η ώρα.
Εγώ λέω πως είναι η στιγμή, που ο μεγάλος δείκτης του ρολογιού αρχινάει και κινείται προς τα αριστερά φεύγει από το και μισή και πάει προς το παρά είκοσι πέντε, τότε νομίζω πως τα μαστόρια στις οικοδομές λένε μεσημεριάζει, άντε μια ώρα ακόμη και θα σταματήσουμε για κολατσιό. Θα μου πεις τι θες και μες σκοτίζεις για το πότε μεσημεριάζει και το πότε ο μεγάλος δείκτης κυττάζει προς τα επάνω και με φλομώνεις με φιλοσοφίες.

Μα θέλω ν’ αρχίσω να σου λέω μιάν ιστορία και έχει σημασία να ξέρεις πότε ακριβώς είναι αυτό το σημείο το τόσο λεπτό, που μόνον ο μικρός που δούλευε στου Μαρκιά το πετύχαινε με μιαν ακρίβεια μοναδική.

Είχε που λες έναν μικρό ο Μαρκιάς στη δούλεψή του, τονε λέγανε Σαράντη και τον είχε μαζέψει απ΄ένα ταξίδι που είχε κάνει πέρα, σ’ άλλο νησί. Τ’ όνομα δεν είναι απο τα μέρη μας. Σαράντηδες εμείς δεν έχουμε, δεν το βγάζουνε το όνομα εδώ σε μας κι΄έτσι άμα έλεγες ο Σαράντης όλοι ήξεραν για ποιόνα μίλαγες. Βέβαια ο μικρός ήταν δεν ήταν δεκατριώ χρονώ και ούτε καν Σαράντη δεν τον εφωνάζανε, μα Σαραντάκο. Σαραντάκο έλα ΄δω, Σαραντάκο πιάσε ‘κείνο, Σαραντάκο τρέχα στου τάδε.

Ο Μαρκιάς καλός άνθρωπος, όπως κι΄ολο του το σόι κι ο πατέρας του που χε το καπελάδικο καλός άνθρωπος ήτανε, κι ο παππούς του ο κάλφας καλός ήτανε κι όλοι θεός σ’χωρέστους λένε για δαύτους, ο Μαρκιάς που λες, τόχε βρει ξυπόλητο κι άφαγο μια μέρα στ’ απέναντι νησί, το λυπήθηκε, έχωσε στα χέρια τού λιμενάρχη δυό χάρτινα και τον άφησε ‘κείνος να τονε πάρει έτσι χωρίς χαρτιά, χωρίς τίποτε, με μόνο το λόγο του Μαρκιά για εγγύηση και να τον φέρει στα μέρη μας.
Η γυναίκα του Μαρκιά, η Λουτσίκα, είχε πεθάνει στη δεύτερη γέννα, πούκαμε μετά τον Στέργιο τον πρωτότοκο,την Μαρία, τη δεύτερη κόρη, την καθηγήτρια πού ‘ναι τώρα κάτω στο λύκειο στην χώρα.

Τον είχε να του κάνει δουλειές, μα το λυπόταν και δεν το φόρτωνε με τίποτε βαρειές δουλειές, μόνο να πηγαίνει τις εφημερίδες, να κουβαλάει κανένα φρέσκο ψάρι της γριάς της μάνας του, να κάμει καμμιά ελαφριά αγγαρειά, να πλένει καμμιά φορά την αυλή άμα ήταν νάχουν καλεσμένους, τέτοια απλά πράγματα. Μα τον Σαραντάκο τον αγάπαγε όλο το νησί και τον εμπιστευόταν κιόλα και όλοι θέλανε να του δίνουν λογιώ-λογιώ θελήματα να τα κάνει και να παίρνει το χαρτζηλικάκι του.
Έφτασε λοιπόν, ο μικρός να βγάζει λεφτάκια που θα τα ζήλευαν αρκετοί στο νησί, που η τεμπελιά τους δεν τούς άφηνε να καζαντίσουν ούτε για ένα καλό βρακί για τις σχόλες και τις γιορτές.

Και επειδή ο Μαρκιάς το πόναγε το μικρό που ήτανε και λιγόλογο, πρέπει νάχε φάει πολύ ξύλο εκεί οπού ’ρθε, του πήρε κι΄ένα ποδήλατο σαν από ‘κείνα των τελωνειακών πούχουν για να τρέχουν από το τελωνείο στα καράβια στο μέσα λιμάνι ή στον πέρα γυαλό και ο μικρός εγύρναγε παντού με το ποδήλατο. Και λες και τόχε από φιλότιμο το μικράκι, λέω καμμιά φορά η αξιοπρέπεια δεν μαθαίνεται παρά την έχεις μέσα σου, έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάνει διπλή και τριπλή δουλειά απ΄ότι πριν.

Τόβλεπες να γυρνάνε τα ποδαράκια του, δυό καλαμάκια πάνου-κάτου τα πετάλια τσίκι-τσίκι-τσίκι, τόβλεπες να στρίβει κι έλεγες τώρα θα σωριαστεί να γίνει τρία κομμάτια μα τίποτε ο Σαραντάκος. Ένα χαμόγελο με τα μπροστινά δόντια ν’ ασπρίζουν σαν άξαχες και δώσ’ του να μην τον σταματάς με τίποτε.

Βρε τί καραμέλες, τί σοκολάτες του τάζαμε για να τονε πειρατίσουμε ν’ απαρατήσει τη δουλειά, εκείνος εκεί βράχος! Θα τέλειωνε τη δουλειά και μετά μπορεί να νιβότανε και νάβγαινε και μέχρι το λιμάνι να κάμει το σουλάτσο του σα νοικοκύρης. Που να σου πω κιόλας, καμπόσοι που κάνουν τον περίπατό τους εδώ χάμω και περνιώνται για νοικοκυραίοι είναι τέτοιοι μπαταχτσήδες, αδερφέ μου, που κι η μάνα τους ντρέπεται να τους έβρει στο σεργιάνι και να πρέπει να τους πει την καλησπέρα.

Μόλις λοιπόν, ο δείκτης του ρολογιού πήγαινε ακριβώς, μα ακριβώς στις έντεκα και τριάντα ένα, απ΄ την καμπούρα του δρόμου που τότε ήταν όλος χώμα και μόνον γύρω-γύρω στο λιμάνι ήταν ασφάλτινος, φαινόταν να σηκώνεται χώμα και από μέσα απ΄το χώμα ξεπρόβαλε ο Σαραντάκος απάνω στο ποδήλατό του να κάνει πετάλι σαν μανιασμένος , πούλεγες πως θα φέγανε τα πετάλια από τη θέση τους. Κι’ έβλεπες τότε όλα τα κεφάλια απ’ τα καφενεία, από τα μαγαζιά, από τις βάρκες, από την περατζάδα, να γυρνάνε προς το δρόμο να δούνε τον Σαραντάκο να κατεβαίνει σαν σίφουνας τον δρόμο που έβγαινε φάτσα στην προβλήτα.

Σκέψου πως τότε, ζήτημα ήταν νάχε το νησί δέκα, δεκαπέντε αυτοκίνητα και όλα, εξόν από ένα, ήταν δημοσίας, όλα για μεταφορές και κουβαλήματα άντε και για να τραβήξουν την αλωνιστική τη «ΔΗΜΗΤΡΑ» ως το λιβάδι, άντε σου λέω και για να πάνε τα μπάζα μέχρι το παληό καρνάγιο, ξέρεις, εκεί που είναι τώρα το ξενοδοχείο το πεντάστερο.
Ε, κανένα απ΄όλα τούτα δεν πήγαινε γρηγορότερα απ΄το ποδήλατο του Σαραντάκου και αυτό ήταν πούκανε θέαμα τον γαβριά με το σίδερό του. Είχε και φανατικούς οπαδούς ο Σαραντάκος.

Ο μαστρο-Παυλάκης ο αυγουλάς τον είχε για να κουρδίζει το ρολόι του. Μόλις έβλεπε τον μικρό να σκάει μύτη έβγαζε το ρολόι απ΄τη μέσα τσέπη και, ή διόρθωνε την ώρα ή κούναγε το κεφάλι με καμάρι για την συνέπεια του μικρού.
Έτρεχε ο Σαραντάκος που λες, έτρεχε μέχρι που έφτανε στην προβλήτα και σταμάταγε τσίμα-τσίμα, ένα, το πολύ δύο μέτρα από την άκρη και τότε, μόλις ακούμπαγε το πόδι κάτω και ξεκαβαλίκευε, σκάγανε όλα τα μαγαζιά σε τρανταχτά γέλια και επευφημίες και «Γειά σου ρε Σαραντάκο μάγκα». Θες ανακουφιζόνταν από την έννοια που τον είχανε τον αδέσποτο, θες χαίρονταν που κάποιος κατάφερνε κάτι που εκείνοι δεν μπορούσαν, ότι και νάταν ο Σαραντάκος δεν έδινε καμμιά σημασία σ΄όλα τούτα. Γύρναγε το κεφάλι γελώντας και μετά κάρφωνε το βλέμμα μέσα στο πέλαγος και έψαχνε με τα μάτια να βρει το καράβι της γραμμής.

Ξέρεις πού άραζε τότε το καράβι; Αμ το καράβι απ΄τον Περαία δεν έμπαινε μέσα στο λιμάνι τότε, έμενε απ΄έξω, αρόδου που λέν οι ναυτικοί και κατέβαζε τον κόσμο με σχοινένιες σκάλες στις βάρκες που περιμέναν απο κάτω και τους πηγαίναν μέχρι την προβλήτα. Πήγαιναν με τις βάρκες οι ντόπιοι, ο μαστρο-Στρατής, ο μαστρο-Κυριάκος, η Λενιώ πού’ χει το Μαράκι που γλυκοκυττάς, όλοι βάρκες είχαν και κάμανε κι’ αυτή τη δουλειά εξόν απ΄το ψάρεμα.
Ήταν ο «ΠΑΝΤΕΛΗΣ», ο Αμερικάνος που το λέγανε, μεγάλο καράβι ετούτο, μετά ήταν το «ΔΕΣΠΟΙΝΑΚΙ» με τον καπετάν-Καρμανιόλα, πούκανε έντεκα ώρες την διαδρομή που σήμερα κάνει το γρήγορο σε δυόμιση και το συμβατικό σε τέσσερεις, ήτανε και το «ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΤΟΓΙΑΣ», το «ΈΛΣΗ», που είχε δωθεί σαν πολεμική αποζημίωση και το «ΜΟΣΧΑΝΘΗ», κούκλα, πανέμορφο καράβι, αυτά ήταν τα καράβια της γραμμής, τα ποστάλια που τα λέγαν τότε κι’ ο κόσμος φορτωνότανε τα καλάθια του κι’ εταξίδευε στ’ αμπάρια μαζί με ζώα κι’ εμπορεύματα, άσε, δράμα σου λέω...

Ζούσε ο κόσμος τότε από τις βάρκες, οικογένειες ολόκληρες στήσανε σπιτικά και προικίσαν τις κοπέλες τους με τις βάρκες. Έ, κι΄άμα είχε κύμα, ωχ, άμα είχε κύμα... Εκεί σ’ ήθελα νάσαι από μια μεριά να βλέπεις… Πώς να κατέβει στη βάρκα από τη σχοινένια σκάλα η Αμαλία του Γιαννιού του λαδέμπορα, πού ‘φτανε να ζυγίζει ίσαμε τρεις προβατίνες και που ανέβαινε ταχτικά στας Αθήνας για να πάρει δαντέλες και μεσοβράκια και καπελίνα από την Ερμού που να μην τάχει καμμιά άλλη στο νησί. Τη μια έπεφτε η βαλίτσα στη θάλασσα, την άλλη ο βαρκάρης, την άλλη ο παραγιός του, κωμωδία σκέτη.

Μα ποιος γέλαγε τότε, που όλα αυτά ήταν φυσιολογικά και η απλή καθημερινότητα, που σήμερα φαντάζει δύσκολη μα τότε ήταν η ζωή μας και δεν το καταλαβαίναμε πόσα τραβάγαμε για τα απλά πράγματα, τα απαραίτητα.

Του Σαραντάκου που λες, τ’ άρεσαν τα καράβια. Ήθελε να τα βλέπει νάρχονται και να αράζουν, να κατεβάζουν κόσμο από μακρυά, να φτάνουν οι βάρκες και νάναι γεμάτες ξένους που μιλάγαν γλώσσες άγνωστες σε ‘κείνον, να κάνουν τα κορίτσια νάζια και να μη μοιάζουν με τ΄αγοροκόριτσα των ψαράδων που έφτυαν κατάχαμα σαν τους αδερφούς τους, να μυρίζουν αρώματα και να ανεμίζουν φορέματα με χίλια χρώματα κι΄όχι εκείνα τα γκρίζα και τα μπλε και τα μαύρα που βασίλευαν στο γυναικόκοσμο τότε στο νησί.
Τ’ άρεσαν που τον έβγαζαν καμμιά φορά φωτογραφίες και του γέλαγαν και με το χέρι τού ‘δειχναν να σταθεί λίγο πιο κεί να φαίνεται στην φωτογραφία και ‘κείνο που χαν εκείνοι στο μυαλό τους για Ελλάδα, τούβαναν καμμιά φορά και κανένα τάλληρο στο χέρι και τότε ποιος τον έπιανε τον Σαραντάκο. Τουρχόταν χαρά τόση πού θάλεγες θα κλάψει για να μην σκάσει.

Θα σε παω ανάποδα τώρα και θα σου πω την ιστορία τα μπρος πίσω.

Ο Σαραντάκος είναι που μένει στο σπίτι του κυρ-Μάρκου και τον φροντίζει, γιατί θα πρέπει νάναι πάνω από τα ενενήντα τώρα ο Μαρκιάς, κι’ ας έχει και την κόρη την καθηγήτρια που τον αγαπάει με την καρδιά της και τον προσέχει. Είναι σα νάχει κι΄ένα γιό αποπάνου.
Θάθελε κι’ ο Σαράντης φαίνεται έναν πατέρα και ο Θεός τους έφερε κοντά να δέσουν σαν οικογένεια. Αν και ξέρεις, λένε πως, τον συγγενή τον βρίσκεις ενώ τον φίλο τον διαλέγεις. Ε, ο Μαρκιάς διάλεξε γιό και φίλο μαζί, τυχερός μέσα στην ατυχία του, γίνονται αυτά καμμιά φορά και λες ο Θεός είναι μεγάλος.

Ο Σαράντης που λες, είναι αυτός που είδες το πρωί στο μανάβικο να ψωνίζει και να του μιλάνε όλοι με σέβας και να τον κυττούν στα μάτια σα θεό, ο λεπτός και δεμένος. Ξέρεις πόσο κόσμο έχει βοηθήσει στο νησί ο Σαράντης από τότε που γύρισε; Πάνε τώρα δέκα χρόνια που γύρισε, πενηντάρης πιά, και από τότε όλοι τον παρακαλάνε να βάλει για δήμαρχος, έστω για κοινοτάρχης και κείνος γελάει και τους πειράζει πως δεν τον αγαπάνε και του λένε τέτοιες βρισιές και θέλουνε να τον σπρώξουνε να γίνει, δηλαδή, πολιτικός.
Γίνεται στο καφενείο χαμός! Ν’ ακούσεις πειράγματα και παρόλες ο ένας στον άλλον και τα καραφάκια το ρακί να πηγαινοέρχονται με λούζα και τυράκι ξερό και να γίνεται το έλα να δεις. Ο Σαράντης το γλεντάει με τους ντόπιους, φαίνεται πως τ’ αρέσαν από πάντα οι ανθρώποι κι’ όσα δεν είπε στα μικράτα του, τα λέει τώρα.

Τι φτωχά κορίτσια έχει σπουδάσει ο Σαράντης, τι χρέη έχει σβήσει, τι δρόμους έχει δώσει για να ανοιχτούν, δεν πάει τα μυαλό σου. Το κοινοτικό ιατρείο αν δεν ήταν ο Σαράντης δεν θάχε ούτε καρέκλα για να κάτσεις, άσε που μόλις έρθει γιατρός για το αγροτικό του, ο πρώτος που θα τονε δει είναι ο Σαράντης και θα κάμει πως τάχατες έχει έναν πόνο για να δει πόσα φράγκα πιάνει το νέο γιατρουδάκι.

Πώς τάκαμε τα λεφτά ο Σαράντης, θα ρωτήσεις.
Θα ρωτήσεις ή δεν θες να σου πώ;
Να σου πω λοιπόν.

Εκεί γύρω στο εξηνταπέντε άρχισαν τα έργα στην προβλήτα. Πρώτα ήρθαν οι νομομηχανικοί από τη Σύρα, μετράγαν, γράφαν, σβήναν, ξαναγράφαν, ξανασβήναν, μετά φάνηκε ένα καράβι φορτηγό με γερανό που ξεφόρτωσε μηχανήματα στο έξω λιμάνι και τέλος, έβαλαν όλους τους βαρκάρηδες να πάρουν τις βάρκες σ’ ένα πρόχειρο μώλο που έφτιαξαν στο μεταξύ για να μπορέσει να γίνει η εκβάθυνση του λιμανιού.

Χώμα και λάσπη να δουν τα μάτια σου, νάναι μια μεγάλη φαγάνα απάνου σε μια μαούνα και να τραβάει τη λάσπη απ΄τον πάτο και να τηνε βάνει απάνω σε κάτι άλλες μαούνες δυό φορές σαν το σπίτι μου μεγάλες και ύστερα κείνες να πηγαίνουν στ’ ανοικτά με την θάλασσα να τους φτάνει ως τα χείλια, να κάνουν μιάν έτσι οι χοάνες και ν’ ανοίγουν και να αδειάζουν το χώμα στη θάλασσα και νάρχεται η μαούνα πάνω με τόση φόρα που έλεγες τώρα θα πεταχτεί να ξενερίσει τελείως. Χάζι τα παιδιά, χάζι κι οι μεγάλοι.
Μ’ ένα γλειφιτζούρι στο χέρι, το κοκοράκι που λέγαμε τότε και μαλλί της γριάς πέρναγε το απόγεμα να βλέπουν την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά, χωρίς κάν να μπορούν να φανταστούν σαν τί ακριβώς ήταν το έργο που φιαχνότανε.

Με τα πολλά, πήρε τρία χρόνια και το λιμάνι ετοιμάστηκε. Και μια μέρα, το πρώτο καράβι, το «ΑΙΓΑΙΟ», μπήκε μέσα στο λιμάνι, μέσα, καταλαβαίνεις τι θα πει μέσα; Πώς μπορείς να βάλεις στο μυαλό σου πως ήρθε κι΄έδεσε το θεριό, θεριό για τότε, γιατί για τώρα δεν θάμπαινες μέσα ούτε ως μέχρι τον Πάνορμο, πώς το βλέπαν από την προκυμαία οι ντόπιοι, πύργωναν οι κουπαστές πάνω τους απ΄τη μιά, έχασκαν τα στόματα απ΄την άλλη, λέγαν τι ‘ναι τούτο το θαύμα που πηγαίνει τον κόσμο στον Πειραιά, πόσο μεγάλο είναι από κοντά και πόσο μικρό φαινόταν μέχρι χτες στη μέση του πελάγου!

Στάσου να πιώ μια γουλιά καφέ.

Ο Σαραντάκος, που λες, έφτασε με το ποδήλατο μέχρι την πλαϊνή πόρτα του καραβιού και ‘κει απόμεινε άγαλμα. Ούτε μίλαγε, ούτε κουνιόταν. Μετά από κανένα τέταρτο, ξεφύσηξε δυνατά και τραβήχτηκε πίσω και πήγε κι΄έκατσε στο μουράγιο με τα μάτια καρφωμένα στο βαπόρι κι’ έκαμε σα να βούρκωσε.

Εδώ, λοιπόν, έμπαινε ο κόσμος και ταξίδευε και πήγαινε στα πέρα μέρη και γύρναγε μετά από χρόνια και είχε και κέρναγε όλους στον καφενέ;
Αυτές τις λαμαρίνες βάραγαν τα κύματα τα θεόρατα στη μέση του πελάγου και έκαναν τα χίλια μίρια όσα για να τις λυγίσουν, να τις σπάσουν, να τις πετάξουν στον πάτο της θάλασσας;
Αυτά τα καταστρώματα αγκάλιαζαν τα κύματα και τα πέρναγαν απ΄τη μιά στην άλλη σαρώνοντας ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους καταμεσής του πέλαγου;
Σ’ αυτωνών των κουφαριών τις μηχανές μέσα τύφλωναν τα νιάτα τους οι μηχανικοί και οι γεμιτζήδες, που φεύγαν το νησί για να κάνουν προκοπή και που πάλευαν μέσα με τις φωτιές όταν έξω η θάλασσα λύσσαγε και που γυρνάγαν φθισικοί και σκεβρωμένοι μετά είκοσι χρόνια;
Εδώ, σ’ αυτά τ’ αμπάρια κρύβονταν τα καλούδια που στόλιζαν τα ράφια των μαγαζιών της Χώρας και που κάναν έναν σωρό παράδες και μόνον οι φτασμένοι άντεχαν ν’ αγοράζουν;

Τι νάχε πάει στο φεγγάρι, τι που είδε από κοντά το παπόρο ο Σαραντάκος. Ίδια εντύπωση, μπορεί και τρανότερη ακόμα νάταν αυτή του καραβιού. Στο κάτω-κάτω το φεγγάρι μια αλάνα θάταν και ‘κείνο, θάχε τις ανηφόρες του και τις κατηφόρες του που ‘κείνος με το ποδήλατό του θα τις έφερνε βόλτα. Μα τούτο ‘δω πιά... Ολόκληρο χωριό από σίδερο και λαμαρίνα, ούτε που το χώραγε ο νους του.

Κι’ έπειτα μια μέρα, τρέξαν στον Μαρκιά με την ψυχή στο στόμα: «Τρέχα Μαρκιά τρέχα, ο Σαραντάκος το και το, έτρεξε με το ποδήλατο και μπήκε στο καράβι και πάει έφυγε! Τρέχα να προλάβεις το λιμενάρχη να στείλει σήμα να γυρίσουν πίσω το παιδί απ΄τη Σύρα!»

Ο Μαρκιάς, χωρίς μήτε να γυρίσει να τους κυττάξει, χαμογέλασε χαμόγελο πικρό και τους είπε κυττώντας πέρα πως τόξερε και πως ο μικρός ποτές του δεν θάκαμε κάτι χωρίς να του τόχει πεί και πως εκείνος ήταν σύμφωνος ν’ αφήσει το παιδί να φύγει, να πάει να βρεί την τύχη του, να δουλέψει το μυαλό του και τα χέρια του, να κάμει την δικιά του προκοπή κατά πως τον τραβάει το μέσα του κι’ όχι κατά πώς του λένε οι άλλοι.
Λίγα λόγια και κοφτά. Ούτε μά ούτε μού. Ο Μαρκιάς δεν σήκωνε κουβέντα.

Γυρίσαν οι άλλοι, τραβήξαν στις δουλειές τους και έμαθαν όλοι στη Χώρα πως ο Σαραντάκος έφυγε. Μέσα σ’ όλη τη σκοτούρα τους είχαν και μιάν έννοια ακόμη για το τί θ’ απογίνει ο μικρός, που 'μενε για δεύτερη φορά στη ζωή του αδέσποτος. Έπειτ’ από κανένα εξάμηνο είχε έρθει και μια κάρτα με δυό λέξεις για τον Μαρκιά και μάθαμε πως ο μικρός ήταν καλά, μα άλλο τίποτε. Πού δούλευε, πώς τάφερνε βόλτα, πού έμενε, τίποτε...

Κι’ ύστερα μια μέρα από κείνες τις Μαγιάτικες που ο Θεός σου λέει τη ζωή ίσα στην καρδιά, ήρθε το ΠΗΝΕΛΟΠΗ και μέσα απ΄όλον τον κόσμο φάνηκε να βγαίνει ο Σαραντάκος καβάλα πάνω σ’ ένα ποδήλατο που όμωςδεν ήταν εκείνο που ‘χε φύγει. Θάταν ωραίο να γράψεις μυθιστόρημα, μα θάταν ψέμμα και να μη στο πω πως, δηλαδή, γύρισε στο ίδιο ποδήλατο οπού ‘φυγε.
Και δεν τον αναγνώρισε κανείς, παρακαλώ. Ο Σαράντης γύριζε στο νησί με τον ίδιο τρόπο που είχε φύγει: καβάλα σε ποδήλατο μ’ ένα σακίδιο στον ώμο και τα μάτια ολάνοιχτα ν’ αγναντεύουν τα θαύματα της ζωής.

Ξέρεις, είναι μερικοί ανθρώποι που δεν γερνούν ποτέ, μόνο μεγαλώνουν. Να κυττάς τα μάτια των ανθρώπων, λεβέντη μου, εκεί κρύβεται ο γέρος και ΄κεί κρύβεται και το παιδί. Τα μάτια του Σαράντη για να καταλάβεις, ήταν και είναι ακόμα, σαν του πρωτόμαθου παιδιού, κυττάει ολόγυρα λες και μόλις βγήκε από διαστημόπλοιο, από άλλο άστρο, από άλλο σύννεφο, τα βλέπει όλα σαν καινούργια κι’ άμα μιλήσεις μαζί του θα δεις πως έτσι είναι το μυαλό του. Ολόκληρη εταιρεία έφτιαξε και μετά την πούλησε και άμα τον ρωτήσεις τη γνώμη του για κάτι θα σου πει «Απ ‘ όσο ξέρω» και μετά θα βάλει το τί νομίζει, που τις πιό πολλές φορές είναι και σωστό.

Τέλος πάντων, ο Σαράντης βγήκε στο νησί, δε μίλησε σε κανένα, δε χαιρέτησε κανένα, μόν’ έτρεξε αμέσως στου Μαρκιά, που στο μεταξύ είχε μεγαλώσει και περπάταγε με δυσκολία και καθόταν μέσα στο σαλό κι’ έγραφε και διάβαζε.
Τι διάβαζε; Γράμματα. Μάζευε τα γράμματα πού βρισκε στο χωριό που τάχαν οι άλλοι για πέταμα και τά’βαζε με τη σειρά, χρονιά τη χρονιά, μήνα το μήνα και μετά τα διάβαζε και όλο έγραφε κι’ έγραφε κ’ έγραφε.

Κει που καθόταν που λές, δίνει μιά η πόρτα και ανοίγει και βροντάει πίσω στον τοίχο με πάταγο που σκονίσαν οι σοβάδες και μπαίνει ο Σαράντης αλαφιασμένος:
«Μπαρμπα-Μάρκο! Μου κλέψαν το ποδήλατο! Μου το κλέψαν, αλήθεια σου λέω!»
«Πανάθεμά τονα, τον αθεόφοβο μέσα, μα πανάθεμά τον! Ποιος μωρέ τόκλεψε, ποιός;» τσαντίστηκε ο Μαρκιάς και σηκώθηκε πάνω σαν να μην έλειπε ο Σαραντάκος γεμάτα τριανταπέντε χρόνια, σαν να τον είχε στείλει σε δουλειά και να γύρισε μόλις.
Μα κι’ ο Σαράντης έλεγες πως ήταν ακόμη ο γαβριάς πού ‘χε σαλπάρει με το βαπόρι για τον Περαία χρόνια πριν και μέρα δεν είχε περάσει.
Τον ρώτησα μετά, «Τί του πες σαν μπήκες στο σπίτι, δεν φοβήθηκες μη και σου μεινει στα χέρια ο γέρος;» Και μούχε πει πως φοβόταν αυτό ακριβώς και το μυαλό του είχε κολλήσει σ’ αυτή τη στιγμή σ’ όλο το ταξίδι και μόνο σαν πάτησε η ρόδα την προκυμαία και έσπρωξε την πρώτη πεταλιά, ήταν σα να έφυγε ο χρόνος και να μην είχε μπει ανάμεσα παρά μια ώρα, ένα τέταρτο, ένα λεπτό. Και δε σκέφτηκε τι θα πεί, μόνο πήγε γρήγορα εκεί πού’ νιωθε σπίτι του και είπε στον Μαρκιά το παράπονό του, πως τούχαν κλέψει το ποδήλατό του! Κι’ ύστερα δεν έχει τίποτε να σου πω, δες καμμιά ταινία από ‘κείνες με τους ξενητεμούς άμα θες και κλάψε, εδώ δεν έχει δάκρυα.

Ο Σαραντάκος μας έλεγε μετά κάθε βράδυ στο καφενείο την ιστορία του κομμάτι-κομμάτι.

Άμα έφτασε στον Πειραιά, ταλαιπωρημένος όπως ήταν, έτρεξε αμέσως στα μεγάλα μαγαζιά της προκυμαίας να ζητήσει δουλειά. Φαίνεται περπάταγε όλο το πρωί, είχε ρέψει ο κακομοίρης στο πάνε κι’ έλα. Μετά έτυχε που κάποιος κάτι χρειάστηκε, πήγε κι’ ήρθε ο Σαραντάκος ώσπου να στεγνώσει η φτυσιά, σου λέει κι’ ο άλλος, βρε σάμπως νάναι καλός τούτος ΄δω, κράτα τον, δεν χάνεις και τίποτα, άμα μετά δεις πως δεν σου κάνει, ρίχτου και μια καρπαζιά στο σβέρκο και στείλ’ τον από ‘κει πού ‘ρθε.

Μα ο μικρός έδεσε στην επιχείρηση, ναυτιλιακά είχε αυτός, όλα τα ψιλολοΐδια που χρειάζεται ένα καράβι, Κόντε τον έλεγαν κι΄έπρεπε νάναι κάποιος που όλο να φεύγει για τις αποβάθρες, να πηγαίνει τα μικροπράγματα από την Ακτή Τζελέπη, την Κονδύλη, την Καλλιμασιώτη μέχρι και πέρα στο Νέο Ικόνιο. Διαδρομή μεγάλη αυτή η τελευταία για να την κάνεις με ποδήλατο, μα ο μικρός πήγαινε όπου του λέγανε σα νάτανε το πιό απλό πράγμα στον κόσμο.

Παράλληλα, να δεις δηλαδή τί σου είναι ο άνθρωπος άμα θέλει, δούλευε τις Κυριακές γκαρσόνι στο καφεζαχαροπλαστείο του Χαρίδημου στην Κοκκινιά και ΄κονόμαγε και τα φραγκάκια του κι’ από ‘κει. Θα πεις τί να βγάλει από ένα μαγαζάκι με δέκα καρέκλες και πέντε τραπέζια τ’ αφεντικό και τί ναμείνει για να δώσει και στον Σαραντάκο, μα έλα που όλο και κάτι έμενε.

Έρχεται μια ωραία πρωία που λές ο Κόντες και λέει του Σαράντη, είχανε περάσει στο μεταξύ και τα χρόνια, ο Σαράντης ήταν ολόκληρο παλλικάρι τώρα πιά, του λέει «Άκου να δεις, Σαράντη, η δουλειά μεγάλωσε και άλλαξε». Τρόμαξε ο Σαράντης, πετάρισε η καρδούλα του, σκέφτηκε, «Αυτό ήταν πάει η δουλειά, τη χάσαμε...». «Η δουλειά», του λέει ο Κόντες, «όπως έχεις δει και ΄συ, έχει τραβηχτεί έξω προς τα ναυπηγεία κι΄έχει άλλες ανάγκες, δεν μπορείς να τρέχεις εσύ καθημερινά με τη μηχανή», είχε αλλάξει στο μεταξύ και είχε μηχανή τρίτροχη με καρότσα για να τους προλαβαίνει όλους, δε γινότανε δουλειά με το ποδήλατο, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε όλη μέρα. «Θα φύγεις, λοιπόν, Σαράντη...» του λέει και με το «θα φύγεις» πάει η ψυχή του Σαράντη στην Κούλουρη, «Θα πας έξω, στο Πέραμα όπου θ΄ανοίξουμε ένα υποκατάστημα και ‘συ θα κάνεις το κουμάντο».
Βάνει τα κλάμματα ο Σαράντης, δεν κρατήθηκε, στον μήνα απάνου η αποθήκη είναι έτοιμη κι’ ο Σαράντης πίσω απ΄τον πάγκο κανονίζει τα πάντα.

Ο Κόντες, απ΄τους παληούς Πειραιώτες, ντόμπρος και μπεσαλής άνθρωπος, βάζει τον Σαράντη μισά-μισά στην επιχείρηση του Περάματος και ο Σαράντης πιάνει όλες του τις οικονομίες και τις ρίχνει στο μαγαζί.
Ε, τί θέλουν οι επιχειρήσεις, άνθρωπο κατάλληλο στο τιμόνι και κάρβουνο στη μηχανή, λεφτά δηλαδή.

Πήγε η επιχείρηση στον ουρανό. Σαρανταπέντε χιλιάδες άτομα δούλευαν τότε στα ναυπηγεία. Είχαν μεταφερθεί εκεί όλα τα καρνάγια από τον Πειραιά και μαζί όλοι οι μαστόροι, δουλειά να δουν τα μάτια σου...

Μα ‘κει πάνω που άρχισε κι’ αγρίευε η δουλειά, άλλαξαν οι άνθρωποι και χάθηκε κι’ η καλημέρα, εκεί πάνω που λές, κάνει μιά έτσι ο Σαράντης και πουλάει το μερίδιό του στον γιό του συνεταίρου, τα μαζεύει κι’ έρχεται στο νησί.

Λέει, πως όλα τα χρόνια που ήταν μακρυά, δεν είχε άλλο στο μυαλό του παρά πώς θα γίνει να γυρίσει πίσω και να μην ξαναφύγει. Άμα είδε και πως η δουλειά του ’τρωγε τη ζωή και τού ‘χε γίνει ο βρυκόλακας που του ρούφαγε το κέφι του, δεν θέλησε άλλο. Καβάλησε ένα ποδήλατο και μας ήρθε.
Ούτε αυτοκίνητο, ούτε τζιπ από ‘κείνα τα τρίπατα που ανοίγει η πόρτα και βγαίνει από μέσα ένα τοσοδούλικο ανθρωπάκι, ούτε τίποτα.
Ένα ποδήλατο και μ’ αυτό πάει παντού, χειμώνα-καλοκαίρι.

Νάναι καλά, τον χαιρόμαστε και ‘μεις και χαίρεται και ΄κείνος πού ‘ναι πάλι ανάμεσά μας. Κάθεται με όλους παρέα, δεν ξεχωρίζει κανέναν και κακό δεν θ’ ακούσεις απ΄το στόμα του γιά άνθρωπο.
Να ξέρεις, τέλειος δεν είναι κανείς μας, φτάνει το καλό του καθενού μας νάναι περισσότερο απ΄το κακό που κουβαλάει μέσα του και να μπορεί να το πλακώνει, να μην τ’ αφήνει να σηκώσει κεφάλι. Αυτό να θυμάσαι και να ξέρεις να δικαιολογείς τον άλλον και να κρατάς το καλό και να βάνεις στο πλάι την αδυναμία του. Μόνο έτσι έχει νόημα η ζωή, ειδάλλως, χέστα και φασκέλωστα...»

Αύγουστος 2012

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

Έχω συνηθισει πια κι έτσι, πριν ξεκινήσω να διαβάζω ofio, πατάω μια πεντάστερη αξιολόγηση γιατί είναι σίγουρο πως στο τέλος το ξεχνάω γιατί θα χει περάσει η ώρα και το μυαλό μου θα 'ναι γεμάτο εικόνες, χρώματα και συναισθήματα, που να σκεφτώ τα αστεράκια μετά. Χαλάλι που μαλλον δε θα προλάβω και το σούπερ μάρκετ, τουλάχιστον εξαφανίστηκαν τα συμπτώματα στέρησης που είχα εμφανίσει! Στην υγειά σου φίλε ofie!

ofios
Απών/απούσα

...Άντε, καλό φθινόπωρο...

Κατακόκκινος όφιος

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

μπράβο σου, το απόλαυσα! Αντίγραψα το κείμενό σου για να το ξαναδιαβάσω με την ησυχία μου

να ζήσεις

Sotos62
Εικόνα Sotos62
Απών/απούσα

τετράμηνος αποκλεισμός μα,άξιζε τον κόπο!
Τώρα,φουλ τις μηχανές όφιε!

Vale
Απών/απούσα

Αγαπητέ ofios να σου μιλήσω Σπαθί;
Σε μισώ ρε φίλε.
Σε μέτρησα σπιθαμή-σπιθαμή.Είσαι απίστευτος.

'...για να τονε πειρατίσουμε ν'απαρατήσει τη δουλειά,...'

'...,που κι η μάνα τους ντρέπεται να τους έβρει στο σεργιάνι και να πρέπει να τους πει την καλησπέρα.'

'...,απ΄την καμπούρα του δρόμου...'

'...η Λενιώ πού΄χει το Μαράκι που γλυκοκυττάς,...'

'Τουρχόταν χαρά τόση πού θάλεγες θα κλάψει για να μην σκάσει.'

'Ξέρεις,είναι μερικοί ανθρώποι που δεν γερνούν ποτέ,μόνο μεγαλώνουν.Να κυττάς τα μάτια των ανθρώπων,λεβέντη μου,εκεί κρύβεται ο γέρος και΄κεί κρύβεται και το παιδί.'

Σημ. Τα άλλα τα κρατώ για πάρτη μου ;)

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Δεν πρόλαβα να πω ''έχεις γράψει τίποτα καινούργιο...'' και ιδού η απολαυστική αφήγηση που με κράτησε μέχρι να την τελειώσω.Αφήγηση που κυλάει, αυτή είναι η τέχνη του πεζού λόγου .
Επιτρέπεις την ερώτηση, σε ποιό νησί ξετυλίγεται η ιστορία που μας είπες;
Εικόνες και αναφορές οικείες σε μένα, που είχα πατέρα και παππού ναυτικούς και νησιώτες.Η ''λάντζα'', που με όλους τους καιρούς μετέφερε τους επιβάτες και τις αποσκευές από το πλοίο στο μώλο, πριν την εκβάθυνση του λιμανιού, έχω ανέβει κι εγώ στη λάντζα μικρό κοριτσάκι όταν πήγαινα στο νησί τα καλοκαίρια.
Τα πλοία ''Τόγιας'' και ΄΄Μοσχάνθη'' τα ανέφεραν πατέρας και παππούς ως ''παπόρια'' άλλων καιρών...
Κι ένα τελευταίο, πάντα υπάρχει ποδήλατο στα γραπτά του Όφιου, πράγμα που με προβληματίζει.Ώρα να μπει και κανένας ποδηλάτης στις αισθηματικές ιστορίες μου.Υλικό υπάρχει...

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

Αυτό που παθαίνω με τις ιστορίες του Όφιους είναι το εξής: Ρίχνω μια ματιά στο μέγεθος του κειμένου και μου φαίνεται αρκετά μεγάλο. Όταν αρχίζω όμως να διαβάζω διαπιστώνω ότι θα ήθελα να είναι λίγο μεγαλύτερο γιατί ποτέ δεν μου φτάνει να τον διαβάζω.

Τα αστέρια σχεδόν πάντα τα ξεχνάω στο τέλος. Σίγουρα θα αρχίσω να εφαρμόζω την τεχνική του Scrabler

Καλό φθινόπωρο φίλε Όφιε. Μας έλειψες.

ofios
Απών/απούσα

Πεταλάρηδες γειά σας!

Χαίρομαι πολύ που σας άρεσε !

Οι ιστορίες δεν προγραμματίζονται, ευτυχωδυστυχώς, γι' αυτόκ αι πέρασαν τόσοι μήνες απραξίας.

Βοήθησαν και οι διακοπές, γιατί οι τελευταίοι μήνες στην δουλειά 'ηταν απερίγραπτοι...

Θα επανέλθω συντόμως γιατί έφαγα φλασιά το απόγευμα...

VAkt
Εικόνα VAkt
Απών/απούσα

Ορίστε κατάλαβες τι έκανες;
Πρόδωσες το μυστικό σου…είπες ότι θα γράψεις σύντομα γιατί έφαγες φλασιά το απόγευμα και τώρα όλοι θα ψάξουν και θα βρουν φλασιές και θα τις τρώνε για απογευματινό μήπως και γράψουν σαν εσένα !
Υ.γ….. καταπληκτικό….όπως πάντα

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

πράγματι, πολύ ωραία γράφεις! Ήθελα αρκετή ώρα να διαβάσω το κείμενό σου, μα το απόλαυσα εντελώς

να ζήσεις

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια