Η αλέα με τη δρόσο.

Η αλέα με τη δρόσο.

(Μια αδέξια αναφορά στην θαυμαστή ιστορία Περηφάνειας και Προκατάληψης της Jane Austen).

Σε μια στροφή ξεπρόβαλαν ξάφνου μια αλέα με θεόρατες κι όλάνθιστες πικροδάφνες. Φυσούσε ένα ανεπαίσθητο αγέρι, αρκετό για να διασπείρει τα πολύχρωμα άνθη παντού. Ήρθαν στο στόμα της. Κόλησαν στα χείλη της. Με την ανάστροφη του χεριού της τα πέταξε πέρα. Για δες, σκέφτηκε. Τα άνθη δεν είναι πάντα ωραία. Κι αυτό, καθώς η μύτη και οι πνεύμονές της λιγώθηκαν από την ελαφρά παλιακή, αλλά εξαιρετικά έντονη μυρωδιά των ανθών.

Ένας γάτος πετάχτηκε εμπρός της. Τρία χρώματα είχε η παράξενη γούνα του. Διάσπαρτα στο κορμάκι του σε χοντρά μπαλώματα. Κι όσο να το καταλάβει πάτησε και τα δυό της φρένα, έτσι που το κοκάλωμα την έκανε να σαλτάρει εντελώς βίαια πάνω στα δυό της πόδια, καταπάνω στο γεμάτο με μισομαραμένα άνθη χώμα.

Στο πάρκο διέσχιζε πάντα τις χωμάτινές του διαδρομές. Φοβόταν τα μάρμαρά του. Είχε πάντα την αίσθηση της γλύστρας. Ειδικά αν τα νερά του συντριβανιού είχαν υπερχειλήσει, πράγμα που συνέβαινε συχνά σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Έπειτα εκεί έπιναν νερό τα πουλιά. Κάθε λογής. Κι αυτή με τα πουλιά σιχαινόταν. Από μικρή. Δεν ήξερε τι ακριβώς σιχαινόταν. Της φαινόταν πως καθώς αυτά έπλαιναν τα φτερουδάκια τους στα λασπωμένα ρείθρα δεν είχαν καμμιά ελπίδα να καθαρίσουν στον αιώνα τον άπαντα.

Αυτό το κοκαλωμένο ποδήλατο, σαν να μην ήθελε να πορευτεί άλλο. Σαν να’ θελε εκεί να ξαποστάσει. Μεθυσμένο απ’ την μυρωδιά. Ξανάβαλε το αριστερό της πόδι στο πετάλι. Το όρθωσε και στην προσπάθειά της να το πατήσει με όλη την απαιτούμενη ισχύ ώστε να πάρει ξανά τη φόρα που είχε πριν, το πόδι γλύστρησε πάνω του, στράβωσε ο αστράγαλός της και το πόδι ξαναέσκασε στο χώμα θαρείς κι ένα ακαθόριστο βαρύδι δεν το άφηνε να κινηθεί κατά τη βούλησή του..

Τότε εμφανίστηκε μια μάνα με το αγόρι της μικρό κι ισχνό. Το βαστούσε απ’ το χέρι κι αυτό έκλαιγε και σκούπιζε τις μύξες του με το μπλουζάκι του. Το είχε ήδη καταντήσει ένα πατσαβούρι. Η μάνα απλά κρατούσε το χέρι του. Σαν να είχε διαγράψει απ’ τις αισθήσεις της το κλάμα του παιδιού. Σαν μόνο αυτή με τον πονεμένο αστράγαλό της να μπορούσε να ακούσει το κλάμα του παιδιού, ένα κλάμα δεκάκις πιο ηχηρό στα αυτιά της από ό,τι στην πραγματικότητα.

Υποτάχτηκε στη θέληση του ποδηλάτου και το άφησε να ξεκουραστεί στον ίσκιο. Πήγε στο μικρό αγόρι και γονάτισε μπρος του. Σώπα αγάπη μου, του ψιθύρισε. Αόρατη αυτή στα μάτια της μάνας, που την αγνόησε όσο και το κλάμα του παιδιού της. Το αγόρι την κοίταξε βαθιά και ίσια μέσα στις κόρες των ματιών της. Είδε τη σωστή σπίθα εκεί. Άπλωσε το κατάμαυρο απ το παιχνίδι χεράκι του και της χάϊδεψε τα μάγουλα, απαλά σαν αέρας. Μετά χάθηκε με τη μάνα του.

Μια δροσιά απλώθηκε ξαφνικά στην ηλιοκαμένη αλέα και στο βάθος της φάνηκε ένας άντρας τρισθεώρατος, μ’ ένα πρόσωπο γλυκό, αχνά όμοιο με του αγοριού, έτσι που αντίβαινε την πληθρωρική του κορμοστασιά. Τον είδε καθώς μόλις είχε αρχίσει ένας ισχυρός πόνος να κυριεύει το χτυπημένο πόδι, με αποτέλεσμα να την εμποδίζει να κινηθεί. Καμώθηκε πως τίποτα δεν ήταν λάθος σ’ εκείνη την θερμή στιγμή.

Εκείνος τη ζύγωσε. Χαμήλωσε το κορμί του για να της μιλήσει κάπως μυστικά. Ελίζαμπεθ, την προσφώνησε με έκπληξη. Μα τι έπαθες; Δεν με αναγνωρίζεις; Ο Ντάρσυ είμαι, της είπε μισοθυμωμένα για την διάθεσή της να κάνει πως δεν τον γνωρίζει. Που όμως αυτή δεν τον γνώρισε, αλλά έγειρε το κεφάλι σε έναν παλιομοδίτικο χαιρετισμό και καθώς άπλωσε το λεπτό της χέρι που φορούσε ακόμα το ποδηλατικο του γάντι, κρατώντας κάποιες επιφυλάξεις, εκείνος το ασπάστηκε, όπως η σωστή συμπεριφορά επέβαλε, αλλά και η σφοδρή του επιθυμία.

Όταν αντελήφθη ότι το πόδι της την είχε καθηλώσει στο παγκάκι, σηκώθηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη, την άρπαξε στα χέρια, τη σήκωσε σαν πούπουλο κι άρχισε να πορεύεται έξω απ’ το πάρκο, μεταφέροντας ταυτόχρονα κι αυτή τη φυσική δροσιά του, πού άμβλυζε από όλο του το σώμα. Αφήνοντας πίσω του τέτοια τεράστια αποθέματα αυτής της δροσιάς, που η αλέα ποτέ πια δεν ηλιοκάηκε όπως παλιά κι όλοι πια την έλεγαν η αλέα με τη δρόσο.

Εκεί ακριβώς στην έξοδο στέκονταν ανυπόμονα η άμαξά του με τα δυό της άλογα. Εκεί στα κάπως σκληρά καθίσματά της την εναπόθεσε. Μετά κάθισε δίπλα της. Φόρεσε κι αυτός τα ποδηλατικά του γάντια. Άρπαξε τα γκέμια κι αυτή η περίεργη άμαξα έβγαλε με έναν μοναδικό μαγικό τρόπο μια συστάδα από πετάλια. Μικρά ποδαράκια ήρθαν προς αρωγή στα θεόρατα δικά του και τότε η άμαξα άρχισε να υπερίπταται, κάνοντας ένα αέναο σλάλομ στα σύννεφα.

Από ψηλά ωστόσο, καθώς περιπλανιόντουσαν στους αιθέρες και με πολύ συγκίνηση, παρατηρούσαν το τεμπέλικο ποδήλατο να κοιμάται στη δροσιά μοναχό.

Categories: 
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
exomail2003
Εικόνα exomail2003
Απών/απούσα

Ευχαριστούμε!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

exomail2003 wrote:
Ευχαριστούμε!

Εγώ σας ευχαριστώ.

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...κατάφερα να το διαβάσω!
Καθώς τη Jane Austen την έχω στην καρδιά μου από τα χρόνια των σπουδών ακόμα και αγαπώ τις ηρωίδες της επειδή, για την εποχή τους είναι μπροστά, με πλούσιο εσωτερικό κόσμο και ακέραιη προσωπικότητα...
το κείμενό σου με ενθουσίασε, είναι πρωτότυπο και άρτιο αισθητικά.
Βλέπω μπροστά μου τον ωραίο Colin Firth με κούρσα Raleigh ή Philips,
ή μήπως κανένα καλογυαλισμένο διπλοσκέλετο;

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Χαίρομαι που το διάβασες και βρήκες κάτι σ’ αυτό. Δεν θα πω σε τι επάνω πορεύεται ο γοητευτικός Colin, για να μην ταυτοποιήσω καταστάσεις τρέχουσες. Πάντως ένα όνειρο είναι στην ουσία. Κι ίσως δεν είναι καν ο Colin. Τίποτ’ άλλο. Απ’ αυτά τα όνειρα που έχει κανείς ανάγκη σε χαλεπούς καιρούς. Κι αυτά όμως τα όριά τους έχουν μη νομίζεις. Όταν το’γραψα ήταν εξαιρετικά αναγκαίο.

Vale
Απών/απούσα

Εγώ σου κρατώ μούτρα.

Είναι ποζεριά τα λόγια μου, όμως, εάν σου τραγουδήσω θα μ' ερωτευτείς σφόδρα.
Δικό σου.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Δεν ξέρω Βάλε μου γιατί αξίζω τα μούτρα σου, όμως σίγουρα προτιμώ τα τραγούδια απ’ τα ποζεριά λόγια...τουλάχιστον τελευταία...κι έτσι δέχομαι το τραγούδι σου όπως είναι...στιβαρό και λιτό με τις δυό κιθάρες του...και το μεταλλικό ντουέτο του...σ’ ευχαριστώ για τον κόπο...

Vale
Απών/απούσα

Σε πειράζω.

Πολλά φιλιά.

Σημ. Ποτέ δεν είναι κόπος να σου λέω γλυκόλογα. Μην αρχίσω γιατί θα κοκκινίσουν μαγουλάκια...και βρε τεμπέλα, γράψε κάτι.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Σε πειράζω.

Πολλά φιλιά.

Σημ. Ποτέ δεν είναι κόπος να σου λέω γλυκόλογα. Μην αρχίσω γιατί θα κοκκινίσουν μαγουλάκια...και βρε τεμπέλα, γράψε κάτι.

Δεν είναι τεμπελιά ή προκοπή. Είναι ανάγκη και κόψιμο, για να μην πω κάψιμο.

didotou
Εικόνα didotou
Απών/απούσα

διαβαζοντας το πηγα εδω
ενα "ευχαριστω" και απο μενα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Από τις αγαπημένες άριες. Αγαπημένη μου και του πολυαγαπημένου θείου μου-πατέρα μου-αδελφού της μαμάς μου.

Vale
Απών/απούσα

Royal Oak wrote:
Από τις αγαπημένες άριες. Αγαπημένη μου και του πολυαγαπημένου θείου μου-πατέρα μου-αδελφού της μαμάς μου.

Όχι και πάλι όχι.
Από δω ξεκινάς κι εδώ καταλήγεις, καραμελένια μου γλυκιά.

[...] Για δες, σκέφτηκε. Τα άνθη δεν είναι πάντα ωραία.[...]

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...ξεκινά από εδώ...

...πάει κάπου εδώ...

κι έρχεται για τον κ. Ντάρσυ και την Ελίζαμπέθ του πάντα εδώ...όχι απαραίτητα για τους κοινούς θνητούς όμως...φευ!

Ντάρσυ και Ελίζαμπεθ

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

[...Το πιο πάνω σκίτσο, υπογεγραμμένο απ’ τον καλλιτέχνη του, θα διατίθεται προς πώληση στους ΦτΠ από αύριο βράδυ και τα έσοδα θα κατατεθούν πρωτοβουλία του καλλιτέχνη προς ενίσχυση των οικονομικών αναγκών των Ποδηλατ-ισσ-ών. Δεν τους ρώτησε ο καλλιτέχνης αν θέλουν βέβαια, αλλά νομίζω ότι δεν θα υπάρχει πρόβλημα...

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια