Το ιστολόγιο του/της fantasmamore

Η πρώτη μέρα

- Συμβαίνει.
- Μα πως είναι δυνατόν; Εγώ πάντοτε πίστευα, να, πίστευα πως άγγελοι δεν υπάρχουν...
- Μπορεί όταν το πίστευες, άγγελοι για εσένα να μην υπήρχαν. Μπορεί να είχες δίκιο.
- Και τότε, γιατί τώρα; Ποιος ο λόγος να περνάει ένας άνθρωπος όλη του τη ζωή, μην πιστεύοντας σε πράγματα που δεν είναι ορατά και τώρα, τώρα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, να ανακαλύπτει πως τόσα χρόνια σπατάλησε την ζωή του με λάθος τρόπο; Λες πως είσαι άγγελος και λες ακόμα πως ότι ζω συμβαίνει, δεν το ονειρεύομαι. Κι εμφανίζεσαι μπροστά μου για να μου δώσεις κάτι που θα έχω χάσει μέχρι αύριο το πρωί;
- Ναι, είναι έτσι ακριβώς.
- Είμαι άρρωστος, ξέρεις. Χάνω τις αναμνήσεις μου και μαζί τους, την ταυτότητά μου. Είναι σαν να είναι όλα εκεί, οι αγάπες και τα μίση μου και οι χαρές και οι πίκρες, στοιβαγμένες σε συρτάρια μα εγώ δεν έχω τα κλειδιά, τα συρτάρια ετούτα να ανοίξω. Σιγά – σιγά, όσα ήξερα χάνονται, οι μέρες ξεκινάνε όλο και πιο λευκές, οι άνθρωποι που με χαιρετούν είναι πιο αχνοί. Μου λες πως αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω δεν θα θυμάμαι πια τίποτα κι όμως, εσύ, ένας άγγελος, το μόνο πράγμα που μπορείς να μου χαρίσεις, είναι ένα όνειρο!
- Ναι. Διάλεξε 7 ημέρες της ζωής σου που να θέλεις να τις ξαναζήσεις. Μπορεί να σου φαίνεται σαν όνειρο, αλλά οι μέρες αυτές θα διαρκέσουν ακριβώς εφτά ημέρες. Θα ζήσεις όλα όσα έζησες και τότε, χωρίς καμία αλλαγή, θα νιώθεις ακόμα και την ζέστη ή το κρύο, την υφή από τα μάλλινα πουλόβερ και τις οσμές της άνοιξης... Θα είναι όνειρο που όνειρο δεν θα 'ναι. Διάλεξε μονάχα 7 ημέρες...

Αγριοφράουλες

Οι ρόδες κυλούσαν γλυκά κάτω από τ' αστέρια που σημάδευαν τον σκοτεινό ουρανό. Φεγγάρι δεν υπήρχε, ούτε σπίτια, μονάχα μια σειρά από κιτρινισμένα φωτάκια από τις ξύλινες καλυμμένες με πίσσα κολόνες του δρόμου, που κατέβαινε την πλαγιά σαν δαντέλα, πυκνώνοντας καθώς κρυβόταν σε μια στροφή στη ρίζα του λόφου. Ακόμα και η κορυφογραμμή των βουνών ήταν ελάχιστα πιο σκούρα από τον ουρανό, σχεδόν την υπέθετες μονάχα από την απουσία αστεριών.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κούνησε το φωτάκι της, που στιγμιαία δυνάμωσε το φως του, για να ξαναγυρίσει στο ετοιμοθάνατο λαμπύρισμα του την επόμενη στιγμή. Είχε ξεχάσει να αγοράσει μπαταρίες και η ιδέα να συνεχίσει την διαδρομή χωρίς φως, δεν της φαινόταν καθόλου ελκυστική. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και η πλαγιά στ' αριστερά του δρόμου ήταν πολύ απότομη. Γύρισε το διακόπτη και το φως άρχισε να λαμπυρίζει με ρυθμό. Για ένα δευτερόλεπτο ο κόσμος γύρω της έλαμπε και το επόμενο βυθιζόταν στο σκοτάδι. “Καλύτερα από το τίποτα” σκέφτηκε και συνέχισε την διαδρομή της.
Ο αέρας ήταν παγωμένος, αλλά ευχάριστα παγωμένος, έτσι όπως την χάιδευε στο πρόσωπο, τυλίγοντας την με την βαριά μυρωδιά της γης. Το δευτερόλεπτο που το φωτάκι έσβηνε, πριν τα μάτια της προλάβουν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, ένιωθε σαν να είναι μόνη της στο κενό, σαν να πετάει σε ένα όνειρο, που κρατούσε πάντοτε τόσο λίγο. Όπως συνέβαινε και την κάθε της ημέρα, παραπατούσε λίγο στο όνειρο και λίγο στις ανάγκες της πραγματικότητας κι αναρωτιόταν πως γίνεται το όνειρο να φαίνεται πάντοτε πιο σύντομο.

Η πίεση στη δουλειά. Η εικόνα μιας οθόνης υπολογιστή, το μισογεμάτο τασάκι, ένα στόμα που μιλάει, χωρίς να βγάζει ήχους, σημασία έχει να φαίνεται πως ανοιγοκλείνει.

Ελεύθερη να γελά, σε κάποιο δρόμο που δεν γνώριζε.

Η γιορτή που είναι αναγκασμένη να πάει την Παρασκευή, ένα ρολόι που χτυπά, ένα δάχτυλο που δείχνει, δεν ξέρει προς τα που, σημασία έχει να δείχνει.

Μια αγκαλιά. Κι έπειτα, τίποτε παραπάνω.

Στιγμές πριν το ξύπνημα της πόλης

Ο δρόμος γλιστράει κάτω από τα πόδια μου. Ο αέρας με χτυπάει στο πρόσωπο χαρίζοντας μου μια αίσθηση ελευθερίας που με κάνει να ξεχνάω οτι είμαι πάνω στο ποδήλατο, απλά επιπλέω με πάθος στους δρόμους μιας πόλης που ακόμα κοιμάται. Είναι κατηφόρα. Και είναι ξημερώματα. Τα παραθυρόφυλλα είναι κλειστά, κι ίσως να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στην πόλη που είναι ξύπνιος, ο μόνος άνθρωπος που νιώθει την υγρασία να τον τυλίγει και τον ιδρώτα να κυλάει στα πόδια του, ζωντανός, τόσο ζωντανός... Δεν χορταίνω την οσμή του πρωινού κι οι ανάσες μου γίνονται πιο σύντομες και βαριές. Η καρδιά χτυπάει σαν τρελή και μικρά αγκομαχητά ξεπηδάν από το στήθος μου. Οι ταχύτητες αλλάζουν, κάθε “κλακ” σκληραίνει το πετάλι και τα πόδια μου σπρώχνουν πιο δυνατά σε τούτο τον δρόμο που απαλά απλώνεται μπροστά μου. Είναι η στιγμή που μου ανήκει ο δρόμος, η πόλη κι ο κόσμος.
“Κλακ” οι μύες των ποδιών μου ζεματάν. Δεν είναι η κατηφόρα που με παρασέρνει, είμαι εγώ που τρέχω. Είμαι εγώ που αποφασίζω και δεν ακολουθώ τίποτα πια. Η κούρσα γίνεται νευρική, χορεύει πάνω στο έδαφος, τα βήματά της είναι ανάλαφρα, αρκεί η σκέψη και το σώμα στρίβει, υπακούοντας στην υγρασία και την ελευθερία. Σκύβω το σώμα περισσότερο κι αφουγκράζομαι τον ήχο της ασφάλτου που μου παραδίνεται.

Οι πολύχρωμες μπότες

Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μπορούσες να δεις ότι όλοι φορούσαν αυτές τις καινούργιες πολύχρωμες μπότες, που ήταν πολύ της μόδας, αλήθεια! Δερμάτινες, πλαστικές ακόμα και ξύλινες, με ρίγες ή πουά, με σχεδιάκια κάθε λογής, διακοσμημένες με χνουδωτές μπάλες ή με πολύχρωμα φτερά ή ακόμα και με κοσμήματα και μεταλλικά σχεδιάκια... Κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, πορτοκαλί, με τους πιο τρελούς συνδυασμούς χρωμάτων, πουθενά δεν έβλεπες γκρίζες ή καφέ, παρά φανταχτερά γουνάκια και κουδουνάκια για να κάνουν θόρυβο, λαμπάκια για να κάνουν αίσθηση τη νύχτα... Ακόμα και ο δήμαρχος της πόλης είχε μια με αστεράκια και δυο μεγάλες κουδούνες στη φτέρνα για να κάνει τονίζει με τον τρόπο αυτό, το κύρος του!
Αυτό το πολύχρωμο πλήθος κοιτούσε κι εκείνος κι έπειτα έσερνε με λύπη το βλέμμα του στα παλιά, μισοσκισμένα, γκρίζα αθλητικά του παπούτσια... Φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι είχαν βρει έναν κώδικα επικοινωνίας που τους ένωνε και τον είχαν κλείσει απέξω, πράγμα που τον έκανε να νιώθει μόνος. Κι ακόμα πιο μόνος ένιωθε γιατί όλοι του οι φίλοι, που είχαν τρέξει να προμηθευτούν αυτές τις τρελές πολύχρωμες μπότες, του είχαν ακυρώσει το ραντεβού για την συνηθισμένη ποδηλατοβόλτα της Κυριακής. Ήταν που δεν βόλευαν, οι γούνες μπλέκονταν στα γρανάζια, τα χρώματα λερώνονταν από την αλυσίδα, και δεν ήταν και ότι πιο ξεκούραστο γενικά, άσε που γλιστρούσαν πάνω στο πετάλι... Κι έτσι συνέχισε την μοναχική του βόλτα με το ποδήλατο, χαζεύοντας το πολύχρωμο πλήθος που έδειχνε τρομερά ευτυχισμένο.