Προχτές στις 2 το μεσημέρι ξεκινούσα με το κορίτσι· είχε προετοιμάσει ένα κέϊκ με μπισκότα και σοκολάτα τόποιο έπρεπε να πάμε σε χωριό περίπου 16 χλμ μακρυά. Χρυσή λιακάδα, δεν είχε κόσμου, μια χαρά, σκεφτόμουν. Τα φύλλα λάμπουσαν κίτρινα και πορτοκαλί, προχωρούσαμε. Όταν είχαμε τον μώλο πίσω μας, το κορίτσι ρώτησε δυο πεζούς για τον δρόμο, τους ευχόταν ωραία Κυριακή και προχωρούσαμε. Στο πρώτο χωριό αλλάξαμε τη σελίδα και πήγαμε στη λωρίδα, μας κορναρούσανε αρκετοί τενεκεδούχοι αφού μας ζήλεψαν, ανέβαινε λιγάκι ο άνεμος, και το κορίτσι αδυνάμισε· «Έλα, οι πεταλιές γυρνάνε, βάλε ελαφρήτερη ταχύτητα και πρωχοράμε,» του είπα. Όταν πλησιάσαμε την είσοδο στον αυτοκινητόδρομο, απότομα με φρενάρισε το κορίτσι αφού ήθελε να καπνίσει ένα τσιγαράκι. Έβγαλε το κράνος καταϊδρώμενη. «Είμαστε σωστά;» με ρώτησε. Του έδειξα μια περιγραφή πέρα· έσβησε το τσιγάρω, εβάλε το κράνος και διάβασε ότι θα πήγαμε πέρα κατευθίαν ως το εργοτάξιο, όπου ξαναμπαίναμε στο δρόμο, επιτέλους φτάσαμε στο άλλο χωριό όπου έπρεπε να στρέψουνε αριστερά στο φανάρι. Πάλι με σταμάτησε το κορίτσι· ήθελε να πάρει τηλέφωνο για να μάθει άν πάμε σωστά. Ελαφριά ανηφόρα, ο άνεμος φυσούσε, το κορίτσι αναστεγούσε συνεχώς. Στρέψαμε δεξιά για να πάμε στο Αρενσμπέκ, ακολουθούσαμε τον μοναδικό δρόμο ωστε μας είδε ένα αγόρι στο σκέϊτμπορντ του και φώναξε ΤΡΟΜΕΡΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ! Φτάσαμε λιγάκι αργά, το κορίτσι με κλείδωσε και μπήκε μέσα.
Άκουσα καντάτα και γέλεια από μέσα, κάποτε βγήκε το κορίτσι με τη φίλη της για κάπνισμα, ξαναμπήκανε.