Το ιστολόγιο του/της Morfeas

Ένα γράμμα

Πατέρα, μάνα,

σας γράφω αυτό το γράμμα για να σας πω ότι χθες, στην Αθήνα, στο Κερατσίνι, πέθανε ένας άνθρωπος. Για την ακρίβεια τον σκότωσαν. Στο δρόμο. Με μαχαίρι. Σαν το σκυλί. Μπροστά στην κοπέλα και τους φίλους του.

Θα με ρωτήσετε γιατί τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν γιατί πίστευε και αγωνιζόταν για κάτι διαφορετικό. Κάτι διαφορετικό από αυτό στο οποίο πιστεύουν αυτοί που του έμπηξαν το μαχαίρι στην καρδιά και τον άφησαν να ξεψυχήσει στον δρόμο.

Τον σκότωσαν γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε τίποτα, ούτε καν στο αναίτιο αυτό μίσος που οδηγεί όλες τους τις πράξεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα στη ζωή τους, μόνο μια απέραντη μοναξιά, και ένα τεράστιο εγωισμό, ότι δήθεν είναι καλύτεροι από τους υπόλοιπους, από αυτούς που διαφέρουν.

Categories: 

Η σβούρα

Ξέρεις, η ζωή είναι σαν εκείνη τη σβούρα σε εκείνη την ταινία. Εκείνη που γυρνούσε και γυρνούσε και γυρνούσε, ασταμάτητα. Είναι σαν ένα όνειρο μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο. Κάποιες στιγμές, εκείνες τις στιγμές που κοιτάς κατάβαθα μέσα σου, νιώθεις την ύπαρξη σου να ανατριχιάζει, καθώς συνειδητοποιείς την απειροελάχιστη πιθανότητα ότι όλα αυτά που ζεις μπορεί να είναι ένα όνειρο στον ύπνο κάποιου άλλου εαυτού σου, γιατί η ζωή τελικά είναι μια σειρά ματαιοτήτων, μια σειρά από βήματα που το μόνο που σου προσφέρουν είναι ένα μονοπάτι προς την πτώση, την φθορά, την αποσύνθεση, και, ελπίζεις, την αναγέννηση.

Οι παλιάτσοι

Σα σβήσουν τα φώτα στο τσίρκο και σιγήσουν τα χειροκροτήματα, οι παλιάτσοι βγάζουν τις μάσκες, ξεβάφουν τα παρδαλά τους πρόσωπα, γδύνουνται τα ψεύτικα χαμόγελα και τα πολύχρωμά τους ρούχα, βγάζουν καρέκλες στην χωμάτινη αυλή τους και παίζουν το μεροκάματο στην πρέφα. Πίνουν ρακί και καπνίζουν άφιλτρα, σκονισμένα τσιγάρα. Οι σκιές τους απλώνουνται στις τέντες από την γκαζόλαμπα, τα κουνούπια τρυπούν το πετσί τους, ο ιδρώτας τους σταλάζει κάματο, πίκρα και ελευθερία. Μουρμουράνε μελωδίες των χωριών τους, βλαστημούνε τους θεούς τους, περγελάνε τον βαρκάρη με τρανταχτά, βαριά γέλια. Μετρούνε τη ζωή με τις νύχτες, και ο ύπνος τους είναι σκοτεινός και συννεφιασμένος.

Αυτοί που κάνουν τους ανθρώπους να γελούν δεν βλέπουν όνειρα. Πληρώνουν διόδια για να ξημερώσουν.

Το φιλί

Προχωρούσε μαζεμένα, σαν φοβισμένο κουτάβι, ανάμεσα από τους θάμνους και τα γέρικα, τεράστια δέντρα του κήπου. Κοιτούσε πότε χαμηλά στη γης, προσέχοντας μην πατήσει κανά ξερόκλαδο, μην σκοντάψει σε καμιά πέτρα, και πότε την πανσέληνο που σκαρφάλωνε αργά στον σκοτεινό θόλο που κρέμουνταν πάνω απ’ την πλάση καρφωμένος με χιλιάδες μικροσκοπικά καρφάκια που λαμπύριζαν σαν κωλοφωτιές. Η πόλη που απλώνουνταν στα ριζά του λόφου πίσω του, ανάσαινε αργά, μισοκοιμισμένη, χολωμένη, λερή και ταλαιπωρημένη σαν δαρμένη πόρνη από την ιστορία, τους βασιλιάδες, τους προφήτες και τους θεούς που τρύγησαν τα κάλλη της. Μια ανάκατη μυρωδιά από ταγκισμένο λάδι, σκόνη, ιδρώτα, ψαρίλα, ελπίδα και φονικό την σκέπαζε σαν ομίχλη, την αγκάλιαζε σαν μεθυσμένος εραστής.