ο πατηρ Εφραίμ
Υποβλήθηκε από ofios στις Παρ, 24/10/2008 - 10:42.«Όχι, τέκνο μου, δεν μπορείς να ξανοίξεις κι΄άλλο την κιννάβαρι, δεν ημπορεί το ρούχο το Αγίου νάναι φωτεινό, πρέπει όλη η εικόνα να αναπαριστά τον πόνο, που τον περίμενε στην ζωή του. Μην ανοίγεις τον αγκώνα σου, χάνεις την ευθεία, καμπυλώνεις, δεν πρέπει...»
Ε, μα τον είχε πρήξει ο πατηρ-Εφραίμ τον Ησαΐα, που σε μια έξαρση αφοσίωσης προς την τέχνη της αγιογραφίας είπε να επισκεφτεί την μονή του Αγίου Ιωάννη του κατατρεγμένου, να φοιτήσει στα πόδια του Εφραίμ, του καλόγερου που λεγόταν οτι ήταν η ενσάρκωση του Θεοφάνους του Κρητός, του μεγάλου αγιογράφου του 1500, τόσο καλά ζωγράφιζε.
«Μην αφήνεις τα τόξα των φρυδιών ίσια, πλάγιασέ τα στις άκρες. Προσπάθησε να φανταστείς την δυστυχία αυτουνού του ανθρώπου που επί σαράντα χρόνια δεν πλύθηκε ποτέ και περπατούσε από χωρίου εις χωρίον με δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με ένα κορδόνι μόλις τριάκοντα εκατοστών, δεν μπορεί να τονε φκιάνεις χαρούμενο ή έστω απαθή...»
Ήταν κι’ αυτή η μυρωδιά της αυγοτέμπερας που αραιώνανε τις σκόνες της αγιογραφίας, που τον αναγούλιαζε πρωί-πρωί γιατί ο καλόγερος δεν ήθελε να βάζει μέσα πολύ ξύδι και να την κρατάει δεύτερη μέρα. Όχι, ήθελε κάθε πρωί να σπάει τ’ αυγουλάκια, να ξεχωρίζει τον κρόκο απ’ τ’ ασπράδι και μετά να αφαιρεί προσεκτικά τον υμένα του κρόκου και να τον πετάει.
Ποιός χριστιανός θα είχε κέφια μέσα σε τόση αυγουλίλα πριν ακόμη ανοίξει το μάτι του και μάλιστα, όταν απ’ το δωμάτιο του Εφραίμ ερχόταν η μυρωδιά από τ’ ασπράδια των αυγών που ο Πατέρας έκανε μια πρόχειρη ομελετίτσα.
Μάλιστα, ο Ησαΐας θα ορκιζόταν ότι, του μύριζε και λουκανικάκι, αλλά, δεν άφηνε την σκέψη του να πλανηθεί και πολύ στα αυγά του κόσμου τούτου.
Είχε μόλις πιεί, αντί για το συνηθισμένο φραπεδάκι, ένα τσάι του βουνού όπου του επέτρεπαν κάθε πρωί να βουτάει ένα ολόκληρο παξιμαδάκι, απ’ αυτά που φτιάχνονταν από τα πρόσφορα που περίσσευαν και τα φρυγάνιζαν με μπόλικο γλυκάνισο για να τα κάνουν αρωματικά, δήθεν.