Το ιστολόγιο του/της ofios

ο πατηρ Εφραίμ

«Όχι, τέκνο μου, δεν μπορείς να ξανοίξεις κι΄άλλο την κιννάβαρι, δεν ημπορεί το ρούχο το Αγίου νάναι φωτεινό, πρέπει όλη η εικόνα να αναπαριστά τον πόνο, που τον περίμενε στην ζωή του. Μην ανοίγεις τον αγκώνα σου, χάνεις την ευθεία, καμπυλώνεις, δεν πρέπει...»

Ε, μα τον είχε πρήξει ο πατηρ-Εφραίμ τον Ησαΐα, που σε μια έξαρση αφοσίωσης προς την τέχνη της αγιογραφίας είπε να επισκεφτεί την μονή του Αγίου Ιωάννη του κατατρεγμένου, να φοιτήσει στα πόδια του Εφραίμ, του καλόγερου που λεγόταν οτι ήταν η ενσάρκωση του Θεοφάνους του Κρητός, του μεγάλου αγιογράφου του 1500, τόσο καλά ζωγράφιζε.

«Μην αφήνεις τα τόξα των φρυδιών ίσια, πλάγιασέ τα στις άκρες. Προσπάθησε να φανταστείς την δυστυχία αυτουνού του ανθρώπου που επί σαράντα χρόνια δεν πλύθηκε ποτέ και περπατούσε από χωρίου εις χωρίον με δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με ένα κορδόνι μόλις τριάκοντα εκατοστών, δεν μπορεί να τονε φκιάνεις χαρούμενο ή έστω απαθή...»

Ήταν κι’ αυτή η μυρωδιά της αυγοτέμπερας που αραιώνανε τις σκόνες της αγιογραφίας, που τον αναγούλιαζε πρωί-πρωί γιατί ο καλόγερος δεν ήθελε να βάζει μέσα πολύ ξύδι και να την κρατάει δεύτερη μέρα. Όχι, ήθελε κάθε πρωί να σπάει τ’ αυγουλάκια, να ξεχωρίζει τον κρόκο απ’ τ’ ασπράδι και μετά να αφαιρεί προσεκτικά τον υμένα του κρόκου και να τον πετάει.

Ποιός χριστιανός θα είχε κέφια μέσα σε τόση αυγουλίλα πριν ακόμη ανοίξει το μάτι του και μάλιστα, όταν απ’ το δωμάτιο του Εφραίμ ερχόταν η μυρωδιά από τ’ ασπράδια των αυγών που ο Πατέρας έκανε μια πρόχειρη ομελετίτσα.
Μάλιστα, ο Ησαΐας θα ορκιζόταν ότι, του μύριζε και λουκανικάκι, αλλά, δεν άφηνε την σκέψη του να πλανηθεί και πολύ στα αυγά του κόσμου τούτου.

Είχε μόλις πιεί, αντί για το συνηθισμένο φραπεδάκι, ένα τσάι του βουνού όπου του επέτρεπαν κάθε πρωί να βουτάει ένα ολόκληρο παξιμαδάκι, απ’ αυτά που φτιάχνονταν από τα πρόσφορα που περίσσευαν και τα φρυγάνιζαν με μπόλικο γλυκάνισο για να τα κάνουν αρωματικά, δήθεν.

Ο γερο-Πέτερ

Είχαμε τότε διοικητή στο φυλάκιο τον Κράϊζε, καλός άνθρωπος κατά βάθος, φωνακλάς αλλά καλός. Φοβόταν πολύ τον διοικητή της μεραρχίας, έναν ψηλό, ένα θηρίο ίσαμε 'κει πάνω, που δεν τόχε σε τίποτα να σηκώσει το χέρι του και να σε χαστουκίσει μπροστά στους στρατιώτες σου άμα δεν ήταν όλα σύμφωνα με τον κανονισμό.
Φον Λέεμπ! Μέχρι και σήμερα, με αηδία προφέρω τ' όνομά του. Προχώρησε στην ιεραρχία και χάθηκε κάπου στο Ανατολικό μέτωπο, στην μεγάλη υποχώρηση.

Μη ακούς τώρα φυλάκιο και νομίζεις τίποτε δύσκολα πράγματα. Εμείς οι παλιοί το συνηθίζουμε να τα παραλέμε και νομίζετε και 'σεις οι νεώτεροι, πως όλοι είμαστε ήρωες της πρώτης γραμμής.
Το ότι ζω σήμερα, μικρέ μου Βάλτερ, το χρωστάω στο χαστούκι του συχωρεμένου του παππού σου, που μου αχρήστεψε τ' αριστερό αυτί. Ποιός να το φανταζόταν πως θα τον μακάριζα σήμερα για το ότι ζώ εξ' αιτίας του κουφού μου αυτιού και μπορώ και λέω στον εγγονό μου τις μικρές μου ιστορίες απ΄τον πόλεμο.
Δεν έχω να σου πω για πολυβόλα και βόμβες και τραυματίες που κουβάλησα στην πλάτη μου, δεν τάζησα, δεν ξέρω πώς ήταν.
Θάθελα να μιλάω και να με θαυμάζουν και 'μένα σαν τον θείο σου τον Φρίντριχ, δεν ξέρω όμως αν θάθελα νάχω σκοτώσει άνθρωπο για οποιονδήποτε λόγο.

Ήμουν, που λες, σε μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας, λίγο πάνω από το Μάαστριχτ, το Ράνσνταλ και 'κει υπήρχε ένα φυλάκιο στα σύνορα με το Βέλγιο. Όλα αυτά βέβαια, γύρω στο ΄43, που οι μάχες στην περιοχή είχαν πάψει.
Οι κάτοικοι του χωριού, τουλάχιστον μερικοί απ' αυτούς, πέρναγαν καθημερινά τα σύνορα και πήγαιναν στην μεριά που κάποτε ήταν το Βέλγιο, σ' ένα χωριό με όχι πάνω από τριακόσιους κατοίκους, το Σεν Μαρτέν, και πούλαγαν ό,τι ο καθένας έφτιαχνε: τυρί, βούτυρο, κρασί, λαχανικά, κάτι τέλος πάντων για να βγαίνει το κατιτίς.

ΕΝΑ ΒΑΘΥΚΟΚΚΙΝΟ GITANE...

Είχε κρατήσει ένα κομμάτι σίδερο, ούτε που θυμόταν πιά από ποιό μέρος του ποδηλάτου είτανε, είχαν περάσει και τόσα χρόνια...
Κι' έπειτα, δεν ήθελε να κάνει καμμία προσπάθεια να θυμηθεί, ήθελε μόνο να τόχει, να ξέρει πως είναι 'κει και να το κυττάει όταν ήταν ολομόναχος, κλεισμένος στην αποθήκη με το τρακτέρ, το παληό Ρενώ του μακαρίτη του παππού Ζεράρ.

Εκείνος τούχε πάρει το πρώτο του ποδήλατο σαν έγινε τεσσάρων χρονών, ένα βαθυκόκκινο Gitane με κάτι τεράστιες βοηθητικές ρόδες, που δεν πρόλαβαν να μείνουν πάνω στο ποδήλατο πάνω από τρεις μέρες. Είχε μάθει να στέκεται χωρίς αυτές τόσο γρήγορα, σαν νάχε γεννηθεί πάνω στο βαθυκόκκινο Gitane.

Τόχε 'κείνο το κομμάτι μπερδεμένο μέσα σε κάτι εργαλεία, να μη φαίνεται, μην τύχει και τόβρισκε εκείνος και τότε...

Πολλά βράδυα είχε μείνει στην αποθήκη με μισόσβηστη την λάμπα πετρελαίου, να μη φαίνεται απ' το σπίτι, εξ' άλλου στο δωμάτιό του δεν θα τον έψαχνε κανείς.
Όλη τους η φροντίδα περιοριζόταν στο νάναι τα χοντροπάπουτσά του καλά μπαλωμένα και τα θεόφαρδεια πουκάμισά του νάχουν όλα τα κουμπιά τους, για να μην λείψει ούτε μια μέρα απ' το χωράφι δίχως λόγο...
Εκείνα τα βράδυα στην αποθήκη, που ξεκίναγαν σαν γλύκαινε αρκετά ο καιρός και μπορούσε ν' αντέξει την ακόμη ψυχρή βραδυά, ήταν όλη του η ζωή, τα περίμενε σαν γιορτή, άντεχε τα πάντα για να μπορέσει νάχει τα δικά, τα ολόδικά του βράδυα που θα τα περνούσε στην σκοτεινή αποθήκη.

Όχι βέβαια, πως του τάχαν παραχωρήσει αυτά τα βράδυα...
Απλώς, έκανε πως ανέβαινε στο δωμάτιό του, πάταγε δυνατά στα τρία-τέσσερα πρώτα σκαλοπάτια τόσο ώστε να τρίξουν και να ξεγελάσει τους άλλους, εκείνους που τους είχε για τόσο ξένους πιά μετά από 'κείνη τη μέρα, και έστριβε αθόρυβα στον διάδρομο, άνοιγε την πόρτα κι' έτρεχε στην αποθήκη.
Απλώς, δεν τον αναζητούσε κανείς, τους ήταν εξίσου ξένος...

Ο ΙΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ...

".....Τα συνεργεία του ΥΠΕΧΩΔΕ δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν τον φθοροποιό παράγοντα, δεδομένης μάλιστα και της παντελούς έλλειψης σχετικής βιβλιογραφίας ή άλλων παρόμοιων περιστατικών, που έχει 'καταφάει' κυριολεκτικά τις πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, δίνοντας τροφή για επιστημονικοφανή σχόλια που μιλάνε για τον 'Ιό του τσιμέντου'.

Πιό συγκεκριμένα, εκτεταμένες φθορές έχουν παρατηρηθεί στους σκελετούς εκατόν τριάντα πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίες έχουν αρχίσει να εκκενώνονται προληπτικά.
Κύκλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ έχουν αφήσει να διαρρεύσει ότι, επίκεινται κατεδαφίσεις των εν λόγω κτιρίων, εφ' όσον οι βλάβες είναι μη αντιστρεπτές και μη επιδιορθώσιμες.
Ανησυχία εξ'άλλου προκαλεί το γεγονός ότι, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί το αίτιο, ενώ παράλληλα ίχνη 'προσβολής' παρουσιάζονται και σε κτίρια σε άλλες περιοχές της Αθήνας. ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΝΩΜΙΑ 12/8/2011".

Ο μηχανολόγος Δημήτρης Τσοπάνογλου, χαμογέλασε ελαφρά. Έκοψε προσεκτικά το φύλλο και το έβαλε στην τσάντα του με σκοπό να το δώσει αύριο να του το κορνιζάρουν.
"Η αρχή του τέλους..." σκέφτηκε, "Τόσα χρόνια, τόσοι συνεργάτες, τόσοι κόποι..."

Πλησίασε στο παράθυρο του λιτού γραφείου του και κύτταξε τον οχετό του τσιμέντου, που απλωνόταν μπροστά στα μάτια του.
Μ' έναν πρόχειρο υπολογισμό κατέληξε σέ ένα νούμερο που τον έκανε να χαμογελάσει: "Επτάμιση χρόνια το πολύ...! Σε επτάμιση χρόνια το αίσχος που πλαστοπροσωπούσε την Αθήνα, θα ήταν παρελθόν."

Θυμήθηκε τον φίλο του τον Παρασίδη, έναν από τους κορυφαίους βιολόγους στην Ευρώπη, όταν του είχε ζητήσει, πίσω στο 1998, να τροποποιήσει γενετικά κάποιο βακτήριο, έτσι ώστε να μπορεί να προσβάλλει το τσιμέντο.
Ενώ περίμενε ότι θα γελούσε εις βάρος του, ότι θα τον χλεύαζε σαν επιστήμονα, εκείνος είχε απλώς τραβήξει την καρέκλα του πίσω, είχε κατεβάσει τα γυαλιά στο στήθος του και σμίγοντας τα φρύδια του του είχε ζητήσει να το επαναλάβει.

Categories: 
contact