Το ιστολόγιο του/της rihardos

Ποιός φταίει;

Η Ελλάδα που γνώρισα στα εφηβικά μου χρόνια, ήταν μια χώρα φτωχή.
Πολύ φτωχή, όχι εξιδανικευμένα, όπως μπορεί να φαίνεται σε κάποιους ένα τέτοιο πισωγύρισμα, αλλά μίζερα, όπως μπορεί να οριστεί η ζωή σε αυτό το σύστημα αξιών, όπου επιλέξαμε να ζούμε.
Στην δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής ενός ανθρώπου, το αυτοκίνητο, ήταν όνειρο, η διασκέδαση, Σαββατιάτικη ιστορία.
Και τα αγαθά, γενικώς, περιορισμένα.
Εκπαίδευση; Μέτρια, αλλά κάπως καλύτερη, όχι όμως και σπουδαία πράγματα. Ειδικά στην δευτεροβάθμια παιδεία.
Συνεπώς και η μόρφωση περιορισμένη.
Το όνειρο πολλών, αν και οι μισθοί ήταν χαμηλοί, μια θέση στο Δημόσιο, σταθερή δουλειά με άδεια μεγάλη και εξασφαλισμένη σύνταξη.
Υπήρχε αυξημένη πολιτική συνέιδηση,λόγω του προηγούμενου, ανώμαλου καθεστώτως, την οποία επιμελώς, υποδαύλιζαν οι δεξιοί κρατούντες της εποχής, ενώ από κάτω βρίσκοταν ένας λαός κακοπαθημένος από τη χούντα και πολύ μαζεμένος στην έκφραση των όποιων ιδεολογικών του κατευθύνσεων.
Αυτή ήταν η Ελλάδα του '70.
Την αμέσως επόμενη δεκαετία, πολλά πράγματα ξεκίνησαν ν´ αλλάζουν.
Οι νεότεροι είχαμε, σαφώς, περισσότερες επιλογές εξόδου.
Μετακινούμαστε, κυριώς με μηχανές, ξενυχτούσαμε και το γλεντούσαμε κάπως παραπάνω. Ένα αγγλοσαξωνικό μοντέλο διασκέδασης, άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο.
Γενικά, στην Ελλάδα, άρχισε να πέφτει χρήμα. Ευρωπαϊκό, όμως.
Το όνειρο πολλών, αν και οι μισθοί ήταν χαμηλοί, μια θέση στο Δημόσιο, σταθερή δουλειά με άδεια μεγάλη και εξασφαλισμένη σύνταξη.
Πάμε στο '90 και σαφώς τα πράγματα αλλάζουν. Η χώρα τρώει λεφτά, οι πολίτες, αν και ταλαιπωρημένοι με την ανικανότητα των κυβερνήσεων, είμαστε σε κάπως καλύτερη κατάσταση, οι τιμές των προϊόντων δεν είναι εξαιρετικά υψηλές, οι τράπεζες συνεχίζουν την ίδια σφιχτή πολιτική και οι δανεισμοί είναι μια ιστορία δύσκολη, η οικονομία δεν ανθεί, αλλά έχει το Ευρωπαϊκό δίχτυ ασφαλείας που την κρατάει.

Categories: 

Η ΚΟΝΤΡΑ

"Θα σε σφάξω, θα σου βγάλω τ' άντερα και θα στα δώσω να τα φάς(!) Αλήτη, μικρέ ρουφιάνε. Θα σου λιανίσω τα παΐδια, βρε, με την κόρη μου, ρε αλήτη; Με την κόρη μου; Θα σε τσακίσω."
Φωνάζει ο Νικήτας, ενώ ο μικρός ο παραγιός του πετάγεται σαν το ποντίκι, έξω απ' την πόρτα του μαραγκούδικου.
Από πίσω ο μάστοράς του, ανεμίζει μια σανίδα που λιανίζει υποθετικά τα πλευρά του βοηθού του στον αέρα.
Μαραγκός στο επάγγελμα, ο Νκήτας με 1,85 ύψος και 90 κιλά, φωνή βροντώδη, θα 'λεγε κανείς πως είναι ένα άγριο θηρίο, όποιος τον πρωτοαντίκρυζε να μιλάει. Ειδικότερα όταν γεμάτος έξαψη διηγιόταν κυνηγετικά κατόρθώματα.
Ο Ζαχαρίας, πάλι, ένας μικρός που περιμάζεψε ο μαραγκός, από τους δρόμους, όταν τη μάνα του - μια γύφτισσα - έχωσε η αστυνομία στη φυλακή για άγνωστη αιτία.
Δέκα χρόνια τον είχε κοντά του και του μάθαινε την τέχνη, έξυπνο παιδί θα γινόταν καλός τεχνίτης αργότερα, μα τώρα η κατάστασή του ήταν σοβαρή.
Ο μικρός, ούτε το ποδήλατο του δεν πρόλαβε να πάρει -  μας είπε αργότερα ο Μήτσος ο μανάβης απ' απέναντι - ο μαραγκός, όμως το είδε, θα τον προλάβω, σκέφθηκε και το καβάλησε.
Στρίβει αριστερά στην κατηφόρα τ' άη 'Λιά, ακολουθώντας τον παραγιό, που είχε βάλει τα ποδια στην πλάτη.
Η απόσταση τους μικραίνει και το δίκυκλο πάει του σκοτωμού. Ο Ζαχαρίας τον ακούει να φτάνει και σε μιάν απεγνωσμένη προσπάθεια χώνεται δεξιά στο στενάκι.
"Τώρα σ' έχω", φωνάζει θριαμβευτικά ο Νικήτας και πατάει γερά τα φρένα για να στρίψει.
Τα φρένα;
ΠΟΙΑ ΦΡΕΝΑ;;;
Κάνα μήνα πριν, το ποδήλατο, σχεδόν παρέδωσε πνεύμα. Κάτι η εικοσαετία, κάτι η θάλασσα, είταν να το κλαίς. Το πήρε ο Ζαχαρίας και το πήγε, με τα χέρια, 12 χιλιόμετρα μακριά, στον ποδηλατά για γενικό συμμάζεμα. Έδωσε γερές οικονομίες και σ' αντάλλαγμα πήρε κάτι σαν καινούργιο. Βαμμένο ξανά, περιποιημένο, γρασομένο και κυρίως με μιά μικρή μαγκιά.
Κατάργησε τα φρένα κι' έβαλε κόντρα! Τις μανέτες, μόνο, κράτησε, έτσι για ομορφιά. Φιγούρα στο φρενάρισμα και να κρυφογελάκια η Μαριγώ.

Όταν λείπεις καιρό...

Έφυγα από την Αθήνα, μετοίκησα - όχι εις τόπον χλοερόν, απ' όπου μάλιστα, δεν θα μπορούσα να σας γράψω. Αλλά σε κάποιο Κυκλαδονήσι.
Όμορφα κι' ειδυλιακά, αν εξαιρέσεις τις ανηφόρες και τον αέρα που για το ποδήλατο είναι λίγο δύσκολες συνθήκες.
Έτσι περιορίστηκα μόνον στην διάθεση να κάνω ποδήλατο, αλλ' όχι στην ουσία του. Παρ' όλ' αυτά, ελπίζω!
Δεν ήταν όμως μόνον αυτό, αλλά δεν υπήρχε και σύνδεση με internet, δεν πιάνει ούτε και το κινητό, για να πείς ότι κάνεις δουλειά και με κάποια κάρτα κινητής τηλεφωνίας.
Τις τελευταίες ημέρες, μόνον, συνδεθήκαμε και άρχισα να έχω επαφή ξανά με τον κόσμο, να διαβάζω τις ειδήσεις που, νομίζω, πως είναι πιό ανεξάρτητες - από εκείνες τις ξεπουλημένες της TV - να επικοινωνώ με φίλους, να διαβάζω blogs και να μπαίνω στο site των ποδηλατών.
Και φυσικά, το θέμα των ημερών, η χρεοκοπία της Ελλάδας. Γιατί, περί τέτοιας πρόκειται.
Στην ουσία όταν φτάνεις σ' αυτό το σημείο, οι πιστωτές σου σου χτυπούν το ντέφι και εσύ χορεύεις, αρκούδα κανονική δηλαδή και με χαλκά στη μύτη.
Κι΄ακούω πολλά, φωνάζουμε για τους πολιτικούς, τους Γερμανούς, όσους μας τα "φάγανε". Αλλά στην πραγματικότητα, εμείς που είμαστε; Που βρισκόμαστε τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια;
Ψηφίζαμε, κοιμώμαστε, λιαζόμαστε αμεριμνοι στο χορτάρι, μη σκεπτόμενοι το επικείμενο σφαγείο, δεν βλέπαμε τυφλωμένοι εκούσια, δεν ακούγαμε, δεν μας ενδιέφερε με λίγα λόγια.
Και βέβαια, να με συγχωρήσουν οι νεότεροι, αλλά δεν μιλώ γι' αυτούς. Μιλώ για μιά γενιά παλαιότερη, που τώρα πλησιάζει τα πενήντα, αλλά και την αμέσως προηγούμενη.
Ζητάμε τα ρέστα τώρα, αλλά δε βγήκαμε ποτέ στο δρόμο διαμαρτυρώμενοι για τις αθρόες προσλήψεις, δεν φωνάξαμε ποτέ, "να πληρώσουν οι ένοχοι", όταν ακούγαμε τα τεράστια σκάνδαλα που συνέβαιναν επί δεκαετίες τώρα. Ποτέ δε στείλαμε το Πασοκ και τη ΝΔ εκεί που ανήκουν, στο πουθενά δηλαδή.

Categories: 

Η συνέχεια επι της οθόνης

Ο ήχος από μεταλλάκια που χτυπιούνται και τρίβονται μεταξύ τους, σαν κλαπατσίμπαλα, ήταν συνώνυμος μ' αυτόν.
Κάθε πρωΐ ακριβώς, στις έξι, βρέξει χιονίσει, Κυριακές και εορτές, ο ήχος ακουγόταν βιαστικός και έντονος, σαν τον ίδιο και μετά εμφανιζόταν. Ο Μανώλης, ο αναρχικός, το παρατσούκλι του. Είχε έρθει στο χωριό μας μετά την αποστασία το '65, είχε βαρεθεί στην Αθήνα το κάλεσμα της αστυνομίας, κάθε τρεις και λίγο για μία κουβεντούλα.
Και μετά εδώ οι χωροφύλακες δεν τον ενοχλούσαν και πολύ, τον είχαν μάθει, και σαν μηχανικό, αλλά και άνθρωπος που έπιαναν τα χέρια του, τον είχαν ανάγκη. Πότε το τζιπ που χάλαγε, πότε το 'να ποτε τ' άλλο, δεν έλεγε όχι κανενός.Τον αγαπήσαμε, τον βάλαμε στο σπίτι μας.
Έτσι που λές με το Μανώλη μα να σου συνεχίσω την ιστορία.
Πάνω στο μισοδιαλυμμένο του ποδήλατο, περνούσε τα πρωϊνά μπροστά μας φουριόζος, κατέβαινε την στρατηγού Κατσιμπίκουνα, έστριβε δεξιά στην πλατεία Ηρώων -που ήταν και ο καφενές μας-
φωνάζοντας ένα γειά, έστριβε αριστερά και δεξιά στη γωνιά, έκανε μια στάση στο φίλο του τον κουρέα -το σπίτι του ήταν πάνω απ'το κουρείο του- λέγανε δύο κουβέντες και μετά στο εκκλησάκι κάτω στη θάλασσα, τον αη Νικόλα.
Παράξενη φιλία είχαν με τον μπαρμπέρη, ο ένας αναρχικός με γερή θεωρητική κατάρτιση και γνώση ιστορική, ο άλλος κομμουνιστής, στήνανε κάτι καυγάδες, τρικούβερτους. Εμείς τους ακούγαμε από το καφενείο, δεν καταλαβαίναμε βέβαια όλα τα θεωρητικά τους, αλλά γελούσαμε με ότι κατέβαζαν ο ένας στον άλλον.
Και μια φορά που λές, ο Μανώλης κατάφερα ν' ακινητοποιήσει τον κουρέα το Δημητράκη, πάνω στη πολυθρόνα που κούρευε.
Φωνάζοντας, λοιπόν σαν τους ερυθρόδερμους στα καουμπόΐκα, έσυρε έξω την πολυθρόνα και πασάλειψε το Δημητράκη με τον αφρό του σαπουνιού για το ξύρισμα.
Χοροπηδώντας και αναπαριστώντας ένα υποτίθεται χορό νικητών στη Νέα Γουΐνέα, φώναζε σε όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί τριγύρω.

contact