πώς έμαθα στο γιο μου ποδήλατο...
Υποβλήθηκε από ofios στις Δευ, 02/08/2010 - 12:25.Με κυττάει.
Με καρφώνει με το βλέμμα του, θέλει να με ακινητοποιήσει μόνο με αυτό, δεν του φτάνει το όπλο ανάμεσα στα πόδια του, προσπαθεί να με πείσει με κάθε τρόπο, πως θα παραμείνει άκαμπτος, παρά τις εκκλήσεις του μαζεμένου κόσμου και τις προτροπές των αστυνομικών.
Είναι Σάββατο πρωί, Απρίλιος, έχει αρκετή δροσιά, είμαστε στην πλατεία μαζί, κρατάω στα χέρια μου τις βοηθητικές ρόδες που μόλις έχω ξεβιδώσει απ΄το ποδήλατό σου, αρχίζει το ματς...
Γλύφει το τσιγαρόχαρτο, στρίβει νευρικά το τσιγάρο, κάνει προσπάθεια να μην φανεί ότι τα χέρια του τρέμουν, αν και το ότι στρίβει αντί να πάρει ένα έτοιμο απ΄το πακέτο δίπλα του τέτοιες ώρες, φτάνει για να με πείσει πως επαγρυπνεί.
Με κυττάζεις αμήχανος, χαμογελάς ζορισμένος από την νέα αίσθηση: το ποδήλατο δεν στέκεται όταν πας να βάλεις τα πόδια σου στα πετάλια, γέρνει...θα πέσει αν αφεθείς... «Τώρα τί κάνουμε....» διαβάζω το βλέμμα σου...
Ανάβει και τραβάει μια μεγάλη ρουφηξιά, φυσάει τον καπνό στο πάτωμα και εκεί κολλάει το βλέμμα του.
Αν θέλω, πετάγομαι τώρα, αυτήν την στιγμή και τουλάχιστον παλεύω μαζί του, κυλιέμαι στο πάτωμα γατζωμένος πάνω του, του αρπάζω με τα νύχια τις σάρκες, τον κομματιάζω όσο μπορώ μην αφήνοντάς τον να φτάσει στο όπλο, χώνω τα δάχτυλά μου στα μάγουλά του, τους αντίχειρές μου στα μάτια του, φέρομαι όπως δεν φαντάστηκα πως θα μπορούσα ποτέ να φερθώ σε άλλη ζωντανή ύπαρξη.
Όμως, μένω ακίνητος, γυρνάω στις σκέψεις μου...
Βλέπω μπροστά στα μάτια μου, όπως είμαι σκυμμένος, το μπλε μπουφανάκι με την ριγέ κουκούλα, μυρίζω τα λουσμένα μαλλιά σου, το ένα μου χέρι κρατάει την σέλα σου, το άλλο είναι στο κέντρο του τιμονιού σου να ισιώνει την πορεία σου που διαρκώς ξεφεύγει προς την μία ή την άλλη μεριά...
Μιλάει, κάτι μού λέει για τον μεγαλοαστό εχθρό, φτύνει τις λέξεις καταπάνω μου, μισεί, θα του απαντούσα αν ήξερα τί ακριβώς βλέπει σε μένα, δυναμώνει την φωνή του όσο δεν του απαντάω, νομίζει πως κάτι ετοιμάζω, πως η σιωπή μου είναι μέρος κάποιου σχεδίου.