Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

πώς έμαθα στο γιο μου ποδήλατο...

Με κυττάει.
Με καρφώνει με το βλέμμα του, θέλει να με ακινητοποιήσει μόνο με αυτό, δεν του φτάνει το όπλο ανάμεσα στα πόδια του, προσπαθεί να με πείσει με κάθε τρόπο, πως θα παραμείνει άκαμπτος, παρά τις εκκλήσεις του μαζεμένου κόσμου και τις προτροπές των αστυνομικών.

Είναι Σάββατο πρωί, Απρίλιος, έχει αρκετή δροσιά, είμαστε στην πλατεία μαζί, κρατάω στα χέρια μου τις βοηθητικές ρόδες που μόλις έχω ξεβιδώσει απ΄το ποδήλατό σου, αρχίζει το ματς...

Γλύφει το τσιγαρόχαρτο, στρίβει νευρικά το τσιγάρο, κάνει προσπάθεια να μην φανεί ότι τα χέρια του τρέμουν, αν και το ότι στρίβει αντί να πάρει ένα έτοιμο απ΄το πακέτο δίπλα του τέτοιες ώρες, φτάνει για να με πείσει πως επαγρυπνεί.

Με κυττάζεις αμήχανος, χαμογελάς ζορισμένος από την νέα αίσθηση: το ποδήλατο δεν στέκεται όταν πας να βάλεις τα πόδια σου στα πετάλια, γέρνει...θα πέσει αν αφεθείς... «Τώρα τί κάνουμε....» διαβάζω το βλέμμα σου...

Ανάβει και τραβάει μια μεγάλη ρουφηξιά, φυσάει τον καπνό στο πάτωμα και εκεί κολλάει το βλέμμα του.
Αν θέλω, πετάγομαι τώρα, αυτήν την στιγμή και τουλάχιστον παλεύω μαζί του, κυλιέμαι στο πάτωμα γατζωμένος πάνω του, του αρπάζω με τα νύχια τις σάρκες, τον κομματιάζω όσο μπορώ μην αφήνοντάς τον να φτάσει στο όπλο, χώνω τα δάχτυλά μου στα μάγουλά του, τους αντίχειρές μου στα μάτια του, φέρομαι όπως δεν φαντάστηκα πως θα μπορούσα ποτέ να φερθώ σε άλλη ζωντανή ύπαρξη.
Όμως, μένω ακίνητος, γυρνάω στις σκέψεις μου...

Βλέπω μπροστά στα μάτια μου, όπως είμαι σκυμμένος, το μπλε μπουφανάκι με την ριγέ κουκούλα, μυρίζω τα λουσμένα μαλλιά σου, το ένα μου χέρι κρατάει την σέλα σου, το άλλο είναι στο κέντρο του τιμονιού σου να ισιώνει την πορεία σου που διαρκώς ξεφεύγει προς την μία ή την άλλη μεριά...

Μιλάει, κάτι μού λέει για τον μεγαλοαστό εχθρό, φτύνει τις λέξεις καταπάνω μου, μισεί, θα του απαντούσα αν ήξερα τί ακριβώς βλέπει σε μένα, δυναμώνει την φωνή του όσο δεν του απαντάω, νομίζει πως κάτι ετοιμάζω, πως η σιωπή μου είναι μέρος κάποιου σχεδίου.

Τουρινάι

Παρασκευή πρωί

Ο Ντισπερόν, είναι ένα αγοράκι 8 ετών, ένα πολύ αγχωμένο αγοράκι 8 ετών για να είμαστε ακριβείς. Στο σχολείο θα τον εξέταζαν στην λογοτεχνία και - ανάθεμα - δεν είχε διαβάσει τίποτα, μα τίποτα απολύτως. Μα τι του είχε περάσει από το μυαλό; Οι εξετάσεις, όπως και κάθε τι στο σχολείο και την ζωή του ήταν προγραμματισμένο με μαθηματική ακρίβεια. Κι αν ακόμα μπορούσε κανείς να ξεγελάσει τους γονείς του, με κάποιο αθώο ψεματάκι ή έστω να αποφύγει μια τιμωρία επειδή ο μπαμπάς τύχαινε να είναι καλοδιάθετος, τα ρομπότ ήταν πάντοτε τόσο εκνευριστικά νομοταγή που σε θέματα τιμωρίας δεν έκαναν ποτέ σκόντο.
Η ράμπα, ο μεταλλικός σωλήνας πάνω στον οποίο γλιστρούσε η σχολική κάψουλα, κινούνταν απελπιστικά γρήγορα. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε ίσως να το σκάσει, είχε ακούσει ιστορίες για παιδιά που πήδηξαν από την κάψουλα και προσγειώθηκαν στο έδαφος χωρίς να πάθουν τίποτα, αλλά αυτό, όχι, αυτό δεν ήταν λύση. Ακόμα κι αν κατάφερνε να μην πάει στο σχολείο, ο πατέρας του θα ενημερωνόταν αμέσως όταν ο υπολογιστής στην πόρτα της αίθουσας δεν θα μετρούσε τον σειριακό αριθμό από το βραχιολάκι του Ντισπερόν. Έπρεπε να πάει στο σχολείο λοιπόν. Και να υποστεί τις συνέπειες όπως του είχε μάθει η μητέρα του, "σαν τους σωστούς ανθρώπους και τα σκεπτόμενα ρομπότ".

Πεταλοφαγωμάρα 7 (Τουρ ντε Σπλατς μέρος δεύτερον)

ΕΤΑΠ 14

Η ομοβροντία λέει πως ψάχνει τα ποδήλατα για μοτεράκια μετά τους αγώνες... Μην κατέβει κανείς με ποδήλατο ηλεκτρικό δηλαδής και ενώ εσύ θα ψοφάς πάνω στην σέλα στις ορθοπεταλιές στα κοτρόνια των Πυρηναίων, δεις να σε προσπερνάει ένα σίτυ με καλαθάκι και φας το κράνος σου απ' το κακό σου... Ναι ρε φίλε, σαν το ανέκδοτο με τη βέσπα που προσπερνούσε την φεράρις, κάτι τέτοιο... Αλλά έχω μια απορία ρε φίλε, άντε και το έβαλες το μοτεράκι, την μπαταρία για 200 χιλιόμετρα ποιός θα την κουβαλάει; Εκτός κι αν δεις κανέναν πολύχρωμο με τρέηλερ σπό πίσω για να χωράν οι μπαταρίες... Τώρα βέβαια, μπορείς να βάλεις και φωτοβολτερικά πάμπερς στο κράνος, για να μαζεύεις ηλιακή ενέργεια ή τίποτις ανεμιστηράκια όλ όβερ για να μαζεύεις την αερολική ενέργεια και να έχεις και στυλ που λένε...

Αλλά επειδή αυτά δεν υπάρχουν ρε φίλε, πάμε στους πολύχρωμους που η μόνη τους ενέργεια βγαίνει από τα ποδάρια -ελπίζουμε δηλαδής- ... Ζέστη σήμερις και πάλι, τους δίναν οι χούλιγκανζ τίποτις παγούρια για να μην ψοφήσουν, γιατί σου λέει πάνω στα κοτρόνια και με τον καύσωνα θα μου μείνει αυτός και ποιόν θα υποστηρίξω μετά, άσε δηλαδής που τον έχω παίξει και στο στοίχημα... Αλλά οι πολύχρωμοι δεν τα πίνουν, τα λούζονται, όχι ρε φίλε, ρε τι τρόμπας που είσαι εσύ ρε, που το θυμήθηκες το σαμπουράν εκείνο το παλιό, που σου τσαμπούναγε στην διαφήμισις "μην το πιείτε, λουστείτε..." Οι πολύχρωμοι για άλλο λόγο δεν τα πίνουν, σου λέει "μπορεί κάποιος χτυπημένος να έχει ρίξει δηλητήριο εδώ δα...". Τι υπερβολές ρε φίλε, έναν τις προάλλες, πριν από κανα δυό χρόνια δηλαδής, τον είχαν δηλητηριάσει και τον γλιτώσαν από του χάρου την μασέλα...

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ - Να σου πω μια ιστορία….

«Ηρθα, δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;»

Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
«Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως…» και ύστερα από μια παύση συνέχισε: «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημα μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.»

«Ε… μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν γι’ άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.»

«Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας: «Πάρε το άλογο, και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερο χρήματα μπορείς γι’ αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοιτούσαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.

Όταν το παιδί έλεγε ‘ένα χρυσό φλουρί’ άλλοι γελούσαν, άλλοι του γυρνούσαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκέτα ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί και έτσι απέρριψε την προσφορά.

Αφού προσπάθησε να πουλήσει σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβαλησε το άλογο και γύρισε πίσω.