Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Το καλύτερο που μένει

Είχε διαβάσει περισσότερα από είκοσι βιβλία τις τελευταίες δυο εβδομάδες, ανάμεσα στα οποία ο τόμος με την ιστορία της τέχνης που είχε κάνει στο πανεπιστήμιο, δοκίμια, βιογραφίες ζωγράφων, και κάποια άλλα βαρετά, με αναλύσεις των διαφορετικών τεχνικών... Η ζωή του είχε πάρει έναν παράξενο, άγνωστο, ανεξέλεγκτο δρόμο που, αντί να τον φοβίζει, τον γέμιζε με ένα παράξενο συναίσθημα βίαιης προσμονής. Κι ίσως η αιτία γι' αυτό να ήταν η ανάγκη της καρδιάς για συγκινήσεις. Τόσους μήνες μόνος, όλα μοιάζανε ίδια κι όλα τα πρωινά φέρναν τα ίδια μεσημέρια κι αυτά με τη σειρά τους, τα ίδια βράδια κουβαλούσαν. Τότε, σκεφτόταν, πως ίσως μονάχα ένα παιδικό πάθος θα μπορούσε να βάλει φωτιά στην καρδιά! Γιατί από μικρός τίποτα δεν του έδινε μεγαλύτερη χαρά, από το να ζωγραφίζει!
Ο ηλικιωμένος ζωγράφος, που είχε τύχει να γνωρίσει σε μια φιλική παρέα, του είχε πει πως θα του δίδασκε ζωγραφική, κάποια βασικά πράγματα τουλάχιστον. Αλλά αντί να τον καλέσει στο ατελιέ του, να του εξηγήσει διαφορετικές τεχνικές και να τον βάλει να πειραματιστεί, όπως περίμενε, του είχε ζητήσει να αγοράσει ένα ποδήλατο! Όχι χρώματα, πινέλα, κάρβουνα και καμβάδες! “Με το ποδήλατο πας αργά, βλέπεις κι έχεις ακόμα τον χρόνο να καταλάβεις αυτά που βλέπεις...” είχε απαντήσει στο απορημένο του ύφος.
Και νάτος τώρα, να ασθμαίνει πάνω σε ένα παλιό ποδήλατο που είχε πάρει δανεικό (γιατί τι σόι ιδέα ήταν αυτή, να αγοράσει ποδήλατο για να μάθει να ζωγραφίζει;) δίπλα στον ζωγράφο. Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά πράγματα αλλά φοβόταν πως θα γινόταν κουραστικός ή πως θα έλεγε κάτι ανόητο κι έτσι σώπαινε. Και σιωπηλός άκουγε τον ήχο της ανάσας του και το μονότονο μουρμουρητό της αλυσίδας στις κατηφόρες.

Επετειακό - αντι μημοσύνου

Ο γιατρός ανατρίχιασε όταν άκουσε το ανακοινωθέν στο ραδιόφωνο…..
« …αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.»
Πόλεμος….!! Πάλι!
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το ΄22 όταν εικοσάχρονο παιδί ακόμα έφυγε από την Σμύρνη κυριολεκτικά μόνο με τα ρούχα πού φορούσε …
Ήταν απ΄ τους τυχερούς….
Όλα αυτά τα χρόνια κατάφερε να σπουδάσει, δουλεύοντας σε δουλειά γραφείου αφού ήταν μορφωμένος, πήρε το πτυχίο του στην Αθήνα, πήρε και υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε συναδέλφους Έλληνες πρόσφυγες, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την μικρή αδελφή του συγχωριανού του και φίλου του…
Σήμερα, τον Οκτώβριο του ’40, μπορούσε πιά να θεωρηθεί νοικοκύρης…
Είχε το γιατρείο του, πού αλλού, στην Νέα Ιωνία, είχε την πελατεία του, το πρωί άνθρωποι του μεροκάματου πού άφηναν ότι έιχαν…αν έιχαν. Αλλά και όλοι οι πρόσφυγες πού έφτιαξαν τον πυρήνα της εμπορικής και βιομηχανικής ζωής της Ελλάδας, πελάτες και μακρινοί συγγενείς ήταν…και έβγαινε το μεροκάματο…
Είχε το αμαξάκι του για να πηγαίνει στις επισκέψεις…
Εϊχε το σπιτάκι του στην Κυψέλη, ένα κοριτσάκι πού μόλις έκλεισε τα τέσσερα και την γυναίκα του έγκυο στο δεύτερο…
Είχε όλα τα αγαθά του θεού…
Και τότε…πόλεμος…
Ειχε ζήσει τον πόλεμο…οι εικόνες και η φρίκη του ζωντάνεψαν ξαφνικά…
Είχε ήδη πατήσει τα 40…δεν ήταν και μικρός θα μπορούσε να μην πάει…ένας πόλεμος φτάνει στην ζωή του κάθε ανθρώπου…έχει και οικογένεια τώρα να προσέχει…δύσκολες μέρες…
¨Ελα όμως πού είχε δώσει τον όρκο…Τον τιμούσε ο γιατρός τον όρκο του…τον είχε και κρεμασμένο σε κάδρο στο γιατρείο να τον βλέπει κάθε μέρα… «Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ « ,τυπωμένος σε ένα χαρτόνι πού έμοιαζε με περγαμηνή, μέσα σε μια ξύλινη φθηνή κορνίζα με τζάμι μπροστά.
Ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι κάνει επάγγελμα…Υπηρέτης ένοιωθε των άλλων και λειτουργός της επιστήμης του…
Δεν υπήρχε καν δίλημμα… οι υπηρεσίες του ήταν απαραίτητες στους συμπατριώτες πού έφευγαν μαζικά με τα τραίνα για το μέτωπο… και όχι μόνο σε αυτούς…

Κρίτς, κριτς...

Κρίτς, κρίτς...
Είχε την θήκη της κιθάρας περασμένη στον ώμο και είχε ακόμα το σαραβαλάκι του να τρίζει κουρασμένα κάτω από τα πόδια του, κάθε φορά που γυρνούσαν τα πετάλια. Είχε ακόμα και μια καρδιά να χτυπάει σαν τρελή κάθε φορά που την έβλεπε να χαμογελά, όμως εκεί τελείωναν τα υπάρχοντά του. Άλλο δεν είχε κι όλα ήταν γύρω του ήταν γκρίζα και θορυβώδη, σαν τα αυτοκίνητα που τον προσπερνούσαν φλύαρα.
Τα βράδυα πριν κοιμηθεί σκεφτόταν όσα μπορούσε να της πει, κι ήταν όλα τόσο όμορφα και έξυπνα, που εκείνη συνεχώς χαμογελούσε. Τα πρωινά που ξυπνούσε για να πάει στη δουλειά, έβαζε την αγάπη του στα πετάλια και πετούσε στον δρόμο. Μα όταν τελικά την έβλεπε, από μέσα του έβγαινε μοναχά αμηχανία και κρύα αστεία και το απεγνωσμένο βλέμμα του ανθρώπου που παλεύει να σώσει ένα ναυάγιο. Εκνευρισμένος με τον εαυτό του, τα βράδυα στρίμωχνε πάνω στα πετάλια του τον θυμό για τον εαυτό του. Και το σαραβαλάκι πάλι κυλούσε, τρίζοντας κουρασμένα.
Κι έτσι, ο δρόμος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Η επιστροφή είναι πάντα φτιαγμένη από ανηφόρες.
Κι εκείνο το βράδυ, δεν ήταν διαφορετικό.
Κρίτς, κρίτς...
Σε μια ανηφορίτσα του βγήκε η αλυσίδα και αναγκάστηκε να σταματήσει. Κάθισε σε ένα παγκάκι κάτω από τα λιγοστά αστέρια, τα πληγωμένα από την αισθητική του ανθρώπου των φωτεινών επιγραφών και τα ψωριάρικα πεύκα, τα γκρίζα και σκυφτά θύματα της ανθρώπινης βιασύνης. Κοίταξε λυπημένα το σαραβαλάκι. Σκέφτηκε πως μερικοί άνθρωποι είναι απλά φτιαγμένοι για σαραβαλάκια και πως είναι μάταιο να προσπαθούν. Έβγαλε τη κιθάρα του κι άρχισε ένα μονότονο άρπισμα, σιγανά για να μη ξυπνήσει τα σκοτεινά κουτιά που τον περικυκλώναν.

Ήρθε τότε στο μυαλό του το χαμόγελό της. Και σαν σε ταινία γεννήθηκαν κι άλλες εικόνες. Ο ήλιος που βγαίνει δειλά πίσω από τα βουνά, ένας νεαρός που κοιτάζει τα βράχια, ο αφρός της θάλασσας...

Money money (για το χρήμα στο μάνι μάνι)

Η δύναμη της παραβολής. Από το διαδίκτυο. Μια ιστοριούλα, που εξηγεί πολύ απλά (for dummies) πώς λειτουργεί το χρηματιστήριο. Για να ξέρετε πώς να επενδύσετε.
(Γι΄ αυτό κι εμείς δεν καβαλάμε μαϊμούδες αλλά ποδήλατα. :-)

.............

Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ο Χάρης ανακοίνωσε ότι αγοράζει μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν μαϊμούδες στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε χιλιάδες προς 10 δολάρια τη μία, όπως είπε. Το εμπόρευμα λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.

Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι αγοράζει μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί τρέχουν και πιάνουν κι άλλες. Οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο, οι χωρικοί επιστρέφουν στα κτήματά τους.

Ο μπίζνεσμαν ο Χάρης ανακοινώνει ότι επειδή δεν υπάρχουν πολλές μαϊμούδες αγοράζει με 25 δολάρια. Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.

Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες γι' αυτό εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου.

Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει: Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης. Γέμισε τους στάβλους με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία.

Οι χωρικοί στριμώχτηκαν, μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους, πούλησαν ότι είχαν, αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες.

Δεν ξαναείδαν ποτέ ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.

Καλώς ήρθατε στη Wall Street.

contact