Brevet ενός πρωτάρη

9 σχόλια / 0 νέα/ο
Τελευταία δημοσίευση
diathan
Απών/απούσα

Δεν ήμουνα σίγουρος αν θα έπρεπε να πάρω μέρος και αν θα τα κατάφερνα να τερματίσω αυτό το Brevet. Η συμβουλή του φίλου μου Θανάση, ήταν να μην το δοκίμαζα, γιατί δεν είχα ακόμα αρκετά χιλιόμετρα στα πόδια μου. Έτσι είναι, σκεφτόμουνα κι εγώ. Μόλις 2 ½ μήνες κούρσα, παραπανίσια κιλα...Όμως, από την άλλη ήξερα, ότι αν το άφηνα χωρίς να δοκιμάσω, ίσως το έφερνα βαρέως. Αποφάσισα λοιπόν να το τολμήσω, κι ότι γινότανε. Ο σκοπός, ήταν να τερματίσω. Αν έβλεπα ότι δεν το έβγαζα, θα σταματούσα. Έτσι κι αλλιώς, είμαι μεν πεισματάρης αλλά και άνθρωπος που όταν βλέπω ότι δεν πάει κάτι, το σταματάω.
Εφτασα στο Πύργο Παρασκευή βράδι, τσίμπησα κάτι και έπεσα για ύπνο
Ξύπνησα Σάββατο κατά τις 07:00. Ο καιρός συννεφιασμένος, έδειχνε ότι θα έβρεχε. Απογοήτευση…Στο πρώτο brevet που πήρα μέρος, (χωρίς συμμετοχή παρά μόνο για βόλτα και εμπειρία) με τον Θανάση, είχαμε γίνει μούσκεμα.
Στο στάδιο του Πύργου, μαζεμένος πολύχρωμος κόσμος όπως πάντα, μουσική, κέφι, συμμετοχές κλπ, μια γνώριμη εικόνα, μια γνώριμη ποδηλατική μάζωξη. Οι άνθρωποι του Π.Σ. Πύργου, ευγενικοί και φιλόξενοι: να βοηθήσουν τον κόσμο υποδεικνύοντας που να παρκάρουν, να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα ποδηλάτων κλπ.
Η στιγμή της εκκίνησης, πλησίαζε. Κάποιος από τους ποδηλάτες δίπλα μου, φώναζε σε κάποιον μπροστά: Vigor, Vigor… Δυστυχώς, έμελε να ξανακούσω όνομα που θυμόμουν από το forum, μερικές ώρες αργότερα μαζί με άσχημα μαντάτα…
Το peloton ξεχύθηκε ανυπόμονο στους δρόμους της πρωτεύουσας της Ηλείας. Κάποιος επίσημος μπροστά με αυτοκίνητο, αφού μας καλωσόρισε, μας έφερε και μια γύρα στο κέντρο της πόλης, την ώρα που οι μαγαζάτορες άνοιγαν τα μαγαζιά τους. Μου θύμιζε πλανόδιο έμπορο που διατυμπάνιζε τη λεία του, με την καλή ένοια. Τα απορημένα πρόσωπα των μαγαζάτορων, που με τη τσίμπλα στο μάτι, σηκώνανε τα στόρια και βλέπανε μπροστά στό το δρόμο τους, να περνάνε 120 άνθρωποι πάνω σε ποδήλατα, με φανταχτερά ρούχα και κολάν, γεμάτοι κέφι και τρέλα, σε αποζημίωνε με το παραπάνω.
Βγήκαμε λοιπόν στην Εθνική προς Πάτρα. Η αστυνομία με περιπολικά, συνοδός. Ο καιρός μαύριζε και οι πρώτες σταγόνες ξεκίνησαν. Παρέα με το Frankie, κάναμε για λίγο δεξιά να βάλουμε αδιάβροχα. Γρήγορα ξανά στο δρόμο. Ο Frankie ενσωματώθηκε σε ένα προπορευόμενο γκρουπ. Εγώ τους έβλεπα να απομακρύνονται σιγά σιγά και θυμήθηκα ταινίες όπου ο ναυαγός απελπισμένα προσπαθεί να πλησιάσει το κουπί, που ολοένα και περισσότερο του απομακρύνεται, αργά και βασανιστικά. Έμεινα μόνος. Δεν με πείραζε όμως. Ήξερα το πόσο σε βοηθάει στο ρυθμό η ένταξη σε γκρουπ, όμως δεν ήθελα με τίποτα να πάω γρηγορότερα από αυτό που μπορούσα, σκεπτόμενος την ανηφόρα της Φολόης που περίμενε…Θυμήθηκα και το Θανάση, που με απέτρεπε από το εγχείρημα.
Ο δρόμος, γεμάτος από χαλκομανίες μικρών ζώων που είχαν την ατυχή έμπνευση να τον διασχίσουν. Θέαμα αποκρουστικό κάθε πενήντα μέτρα, μικρές γουνίτσες, ένα με την πίσσα της ασφάλτου. Γιατί μου είχε καρφωθεί στο μυαλό η ιδέα, ότι κάποιοι συνάνθρωποί μας, το έχουν σαν σπορ, να πετύχουν κάποιο ζώο στο δρόμο?
Έπειτα από 52 χλμ μικρής, είναι αλήθεια ανηφορικής διαδρομής, αλλά παρόλα αυτά ανηφορικής, είδα τη διασταύρωση της Βάρδας. Συμβουλεύτηκα τον μουσκεμένο από ιδρώτα και βροχή χάρτη μου και έστριψα δεξιά. Μετά από λίγα μέτρα, το πρώτο control για σφραγίδα (απρογραμμάτιστο) μου έκανε νεύμα να σταματήσω. Για άλλη μια φορά εντυπωσιάστηκα από την ευγένεια όλων αυτών των ανθρώπων που με ρωτούσαν αν χρειάζομαι κάτι, αν είμαι καλά.
Συνέχισα προς Μπόρσι, Αετοράχη, Όλγα και μετά από λίγο έφτασα στο φράγμα της τεχνητής λίμνης του Πηνειού. Το θέαμα του φράγματος εντυπωσιακό. Προφανώς οι άνθρωποι που σχεδίαζαν το brevet, ήξεραν από πού να σε περάσουνε.
Κατεβαίνοντας από το φράγμα, καταυλισμοί αθίγγανων αριστερά και δεξιά και παιδάκια ξέγνοιαστα, να τρέχουν ξυπόλητα στις πέτρες. Ένας πιτσιρικάς πάνω σε ένα ποδηλατάκι, μου φωνάζει: «Ε ψιτ κύριος, πάμε κόντρα?».
Λίγα μέτρα παρακάτω, ένα κίτρινο ποδήλατο Klein και η γνώριμη φιγούρα του Frankie.
- «Όλα καλά?» τον ρωτάω
- «Ναι» μου απαντάει, «μάλλον κουράστηκα λίγο με το γκρουπ και έκοψα»
- «Πάμε παρέα» και συνεχίσαμε σε ένα καλό ρυθμό, μέσα από την Αρχαία Ήλιδα, για να φτάσουμε στη Χαβαρόβρυση, στο πρώτο προγραμματισμένο control και στάση, 86 χλμ από την αφετηρία.
Εκεί αρκετός κόσμος για να σφραγίσει τη κάρτα του και να ξαποστάσει, πριν την αναμενόμενη ανηφόρα. Μετά από λίγο φτάνει κι ο pc997, ο οποίος ενώ είχε φύγει μπροστά, κάποιο λάθος στη διαδρομή, κόστισε λίγα χιλιόμετρα παραπάνω. Δε πείραζε. Αυτός δεν ήταν αγώνας χρονομέτρου, αλλά αγώνας δοκιμής της προσωπικής αντοχής του καθενός. Η συμμετοχή, η παρέα και ο τερματισμός είχαν σημασία.
Βλέποντας όλο αυτό τον κόσμο, να δροσίζεται στη βρύση της Χάβαρης, αναθάρρησα. Κρυφές ελπίδες, ότι θα καταφέρω τελικά να το τερματίσω, άρχισαν να περνάνε δειλά από μυαλό μου.
Έχει πολύ ακόμα, θα δείξει, ξανασκέφτηκα.
Η ανηφόρα ξεκινούσε, όχι δραματικά είναι αλήθεια. Κολημένος για λίγο στη ρόδα του RockaRolla, έπειτα ενός άλλου Πυργιώτη ποδηλάτη (ας με συγχωρήσει, δεν θυμάμαι το όνομά του), πέρασα 2 βαρβάτες ανηφόρες, της Σκλήβας (Ειρήνης?) και του Πανόπουλου (έτσι το λέγαν?) πριν φτάσουμε στο Σιμόπουλο. Τα ονόματα σε –όπουλος, έχουν πατρίδα την Πελοπόνησο, σκέφτηκα.
Κοίταξα πίσω για το Frankie, δεν τον είδα, σκέφτηκα να περιμένω, ήξερα όμως ότι αν κόψεις πολύ το ρυθμό σου, μετά είναι δυσκολο να συνεχίσεις. Το ψιλόβροχο ξανάρχιζε και το αδιάβροχο ξαναβγήκε.
Στο Σιμόπουλο, σταματάω σε ένα φούρνο:
- «Από πού ήρθες και που πας παλικάρι?» ο κύριος φούρναρης
- «Ένα μεγάλο μπουκάλι νερό σας παρακαλώ» δείχνοντας μια αντικοινωνική πλευρά που δε συνηθίζω και προσπαθώντας με τα βρεγμένα γάντια μου, να ψηλαφίσω κάποιο κέρμα στις ποδηλατικές μου τσέπες, που τα κουβαλούσαν όλα: μπανάνες, τζελάκια, μπάρες, επιπλέον δόση ισοτονικού, παστέλια, σακούλα με πορτοφόλι, τηλέφωνο, κλειδιά, ταυτότητα. Τι τα θέλω όλα αυτά…, αναρωτήθηκα αλλά γρήγορα έδιωξα οποιεσδήποτε αρνητικές σκέψεις.
Η ανηφόρα ολοένα έδειχνε τα δόντια της, φτάνοντας στην Εθνική οδό προς Τρίπολη, όμως το κοντεράκι έλεγε ότι το μισό της διαδρομής, το βγάλαμε. Εχοντας διαβάσει σε όλα τα ποδηλατικά forums, ότι χρειάζεται φαί κάθε 45 λεπτά, είχα φροντίσει να το τηρήσω δεόντως. Βέβαια η καλή μου, με μια δόση χιούμορ για τα παραπάνω κιλά μου, μου έλεγε χαριτολογώντας ότι με την επιλογή του ποδηλάτου, συνδύασα άθληση και φαί μαζί…
Το ανέβασμα συνεχίστηκε. Κάποιοι συνποδηλάτες που περνούσαν δίπλα μου με ΄ρωτησαν:
- "Πως πάει?"
- «Δύσκολα, αλλά τη παλεύω» απάντησα
- «Δε πειράζει, σιγα-σιγά» ήταν η τονωτική ένεση που χρειαζόμουνα. Μα έτσι κι αλλιώς, ο στόχος εξαρχής, ήταν ο τερματισμός και ήταν εκεί, περίμενε. Απλά ήθελε λιγες πεταλιές ακόμα...
Η ανηφόρα στο Καλλιμάνη (ή κάπως έτσι-είχα κι ένα καθηγητή κάποτε) ήταν αν θυμάμαι καλά η πιο σκληρή. Επιπλέον εχθρός, ο νοτιάς που φύσαγε κόντρα συν το ψιλόβροχο. Ωραία περνάμε, σκέφτηκα. Μια μικρή πηγή, γεμάτη τρεχούμενο νερό, ήταν η δικαιολογία μου για μια μικρή στάση. Μαζί μου σταμάτησαν άλλοι δύο συνποδηλάτες να ξαποστάσουν.
- «Ρε φιλε, πόση ανηφόρα έχει ακόμα?” με ρωτάει ο ένας εξαυτών.
- «Αν δεν απατώμαι όχι πολύ, το δάσος της Φολόης που είναι επίπεδο είναι κοντά, καμιά 15αριά χλμ»
- «Ασε εμείς κάναμε καμιά 10αριά χλμ παραπάνω γιατί χαθήκαμε»…
Μάλλον τον εαυτό μου προσπαθούσα να πείσω. Συνεχίσαμε παρέα (χωρίς να έχουμε συστηθεί) για αρκετό δρόμο.
Ο δρόμος ήταν γεμάτος σαν πυκνό ναρκοπέδιο από περιτώματα κατσικιών και προβάτων, που και λόγω της κούρασης και της προσπάθειας, ήταν αδύνατο να μην τα πατήσεις. Δε πειράζει, σκέφτηκα, ένα καλό πλύσιμο στο σπίτι και θα φύγουν όλα.
Η διασταύρωση έλεγε «Δρυοδάσος Φολόης». Αλήθεια έχουμε στην Ελλάδα δρυοδάσος? Η σκέψη μου πήγε στο δρυϊδη Πανοραμίξ και το συνέδριο των δρυϊδων στο σχετικό τεύχος του Αστερίξ. Ήταν η ανηφόρα δύσκολη βλέπεις...
Το κάλλος του δάσους απερίγραπτο και ασυνήθιστο για την ελληνική φύση. Χιλιάδες δέντρα που είχαν ρίξει τα φύλλα τους, στρώνοντας ένα απέραντο καφε-κόκκινο χαλί.
Φτάσαμε (εγω και οι δυο φίλοι) στην ταβέρνα Κένταυρο του χωριού, όπου ήταν το δεύτερο (προγραμματισμένο) control. Χιλιόμετρο 143...Οι άνθρωποι, για άλλη μια φορά φιλόξενοι, μας προσέφεραν από ένα πιατο μακαρόνια και αναψυκτικά. Τα κατέβασα σχεδόν αμάσητα. Φύγαμε γιατί ήταν ήδη πεντεμιση και είχαμε ακόμα δρόμο. Κάπου έξω από την ταβέρνα, άκουσα το κακό μαντάτο από τον Grouvalos ότι υπήρχε ατύχημα με έναν ποδηλάτη και να προσέχουμε τον κατηφορικό δρόμο.
Το κατέβασμα εύκολο. Το κοντεράκι έγραψε κάποια στιγμή ταχύτητα 67, αλλά έκοψα για να αγναντέψω το θέαμα του βουνού από ψηλά. Τα καμμένα παντού, αλλά έβλεπες ότι παντού ξαναφύτρωνε βλάστηση. Είμαστε πολύ μικροί για να τα βάλουμε με τη φύση, αναλογίστηκα...
Φτάνοντας στην Εθνική, οι δυο συνοδοί πήγαν πιο γρήγορα, εγώ έμεινα λίγο πίσω, επηρεασμένος κι από τα άσχημα νέα που είχα ακούσει στη Φολόη.
Το ηλιοβασίλεμα μοναδικό. Σκέφτηκα ότι έχω παρανοήσει μιας και είμαι από το πρωί πάνω στο ποδήλατο. Μια ανηφόρα όρθωσε το ανάστημά της μπροστά μου. Ε τώρα δεν υπάρχει περίπτωση, θα τη βγάλω για πλάκα, σκέφτηκα, αφού ήμουνα κοντά στον Πύργο. Πράγματι...
Φτάνοντας στο στάδιο, στις οκτώ, ένα χαμογελαστό «καλως τον» από όσους βρίσκονταν εκεί. (τον τερματισμό με τα χέρια ψηλά, τον άφησα για την επόμενη φορά).
Ο Χάρης Πλέγας στεκόταν αμίλητος. Το ψιλιάστηκα.
Είχαμε ατύχημα...μου είπε. Σκοτώθηκε ποδηλάτης...
Η παγωμάρα διαπέρασε το καταπονημένο σώμα μου και μου έριξε μια γροθιά στο στομάχι. Ενας νέος άνθρωπος, είχε φύγει, κάνοντας αυτό που τον ευχαριστουσε, που μας ευχαριστεί, στο βωμό της ασφάλτου.
Η κούραση και η επερχόμενη οδήγηση, με προέτρεψαν να βιαστώ. Έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα, χαρούμενος που τερμάτισα αλλά με ένα βάρος στη καρδιά για αυτο που είχα ακούσει.
Στην επιστροφή, η θλίψη μου μετατράπηκε σε θυμό. Στην εθνική οδό, σε όλο το μήκος της διαδρομής και εκτός σε σημεία κοντά σε αστικά κέντρα(Πάτρα, Κιάτο, Ξυλόκαστρο,Κόρινθο κλπ) δεν υπήρχαν φώτα.
Είναι δυνατόν? Σκέφτηκα. Κι όμως
Την επομένη, η κούραση ήταν προφανής. Έκανα κάτι πάνω από τις δυνατότητες μου και με είχε κουράσει.
Όμως το σφίξιμο στο στομάχι από το δυστύχημα που είχα μάθει, παρέμενε εκεί, και επισκίαζε κάθε χαρά που μου είχε δώσει αυτό το brevet. Η περιγραφή στους οικείους μου, δεν είχε να κανει με την ομορφιά της Ηλείας, αλλά με ένα παλικάρι που χάθηκε άδικα...
Η ζωή όμως προστάζει να κοιτάς μπροστά.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
frankie
Εικόνα frankie
Απών/απούσα

Ευχαριστώ για την παρέα, και βέβαια έκανες πολύ καλά που δεν με περίμενες!

Η περιγραφή σου είναι πολύ κοντά σε αυτά που σκόπευα / σκοπεύω να γράψω κι εγώ. Τερμάτισα καμιά ώρα μετά από σένα (έκατσα κάπου 40 λεπτά στον Κένταυρο).

Θα τα πούμε στο δρόμο!

RockaRolla
Εικόνα RockaRolla
Απών/απούσα

Μπράβο για την ωραία περιγραφή, μπράβο και για την προσπάθεια και τον τερματισμό.
Να τα διαβάζουν κάποιοι που διστάζουν και να το τολμήσουν.
Με σύνεση και κάποια χλμ στα πόδια, συν αρκετό κουράγιο, σωστό εξοπλισμό και καλή παρέα, ΟΛΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ.

Eaglos
Εικόνα Eaglos
Απών/απούσα

"Στην εθνική οδό, σε όλο το μήκος της διαδρομής και εκτός σε σημεία κοντά σε αστικά κέντρα(Πάτρα, Κιάτο, Ξυλόκαστρο,Κόρινθο κλπ) δεν υπήρχαν φώτα.
Είναι δυνατόν?"

Αναρωτιέσαι για το πως γίνεται Ε.Ο χωρίς φώτα ή για το πως έγινε αγώνας σε Ε.Ο χωρίς φώτα;

RockaRolla
Εικόνα RockaRolla
Απών/απούσα

Δεν έχεις κυκλοφορήσει σε επαρχιακό οδικό δίκτυο?
Δεν έχεις προσέξει ότι οι οδηγοί έχουν την μεγάλη σκάλα φώτων (προβολείς) Γιατί την έχουν? για να δείχνουν όμορφα τα αυτοκίνητά τους?
ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΩΤΑ (ΟΔΟΦΩΤΙΣΜΟΣ) και ανάβουν προβολείς!!!!!

Στα Brevet υποχρεούσε να φέρεις φώτα μπρος - πίσω και ανακλαστικό γιλέκο ΑΝ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ. (όσοι τερμάτισαν νωρίς - οι πρώτοι κατά τις 15.00, ή ακόμα και εμείς που τερματίσαμε στις 19.30 ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΜΕ ΦΩΤΑ).
Στο 1ο Brevet Επιδαυρου τερματίσαμε ΚΑΡΑ_ΒΡΑΔΥ Ιανουάριο, είχαμε διπλά φώτα - ανακλαστικά γιλέκα και δεν μας έφταναν...

ridley
Απών/απούσα

σε έσενα Δημήτρη και στα άλλα παιδιά που τερμάτισαν.Το κείμενο σου είναι πολύ ρεαλιστικό.Το τραγικό συμβάν με το νεκρό συνποδηλάτη μας,μας σόκαρε όλους,δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα.

Royaloak
Απών/απούσα

Σας μεταφέρω την αγγλική μου εμπειρία. Εκτός απ'τις μεγάλες αρτηρίες και σε περιοχές κοντά στις πόλεις και κωμοπόλεις (ας πούμε) οι υπόλοιποι δρόμοι στην επαρχία είναι αυτό που θα λέγαμε dead dark. Μόνο το φως των αστεριών και του φεγγαριού, αν υπάρχουν και δεν τα κρύβει η συννεφιά. Έχουν όμως την τέλεια αγωγή (το πρόσεξα και το συζήτησα με τους φίλους που οδηγούσαν). Ξέρουν πότε θα γυρίσουν τα μεγάλα φώτα σε μικρά, έτσι ώστε να μην τυφλώνουν όσους συναντούν από το αντίθετο ρεύμα.

frankie
Εικόνα frankie
Απών/απούσα

RockaRolla wrote:

Στα Brevet υποχρεούσε να φέρεις φώτα μπρος - πίσω και ανακλαστικό γιλέκο ΑΝ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ. (όσοι τερμάτισαν νωρίς - οι πρώτοι κατά τις 15.00, ή ακόμα και εμείς που τερματίσαμε στις 19.30 ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΜΕ ΦΩΤΑ).
Στο 1ο Brevet Επιδαυρου τερματίσαμε ΚΑΡΑ_ΒΡΑΔΥ Ιανουάριο, είχαμε διπλά φώτα - ανακλαστικά γιλέκα και δεν μας έφταναν...

Μια και άργησα λίγο παραπάνω :-) είχα δυνατό λευκό φως (5 led) μπροστά, ΠΟΛΥ δυνατό κόκκινο (5 led) πίσω, σε ρύθμιση συνεχούς αναλαμπής (το πίσω είναι ακόμα πιο σημαντικό, για να μη σε πάρουν "παραμάζωμα"). Επίσης φόραγα το διαφανές / λευκό και διαπνέον αδιάβροχο / αντιανεμικό μου γιατί φωσφορίζει ολόκληρο και φαίνομαι σα φάντασμα στο σκοτάδι!

RockaRolla
Εικόνα RockaRolla
Απών/απούσα

Σωστός Φράνκι, νομίζω όποιος θέλει να ποδηλατεί το βράδυ (ανεξάρτητα αν είναι σε Brevet, σε χαλαρή βόλτα, ή γυνάει από τη δουλειά του ΒΡΑΔΥΑΤΙΚΑ) πρέπει να φέρει κάποιον στοιχειώδη εξοπλισμό για την ασφάλειά του.