Αναδημοσίευση από το βιβλίο «ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ», του Παναγιώτη Κανέλλη
Ανήσυχα διέσχισε με το ποδήλατό του το χάος των τρομοκρατημένων, αθώων ανθρώπων, και έφθασε στο δικό του σπίτι, για να το βρει λεηλατημένο. Ένας ψιλόλιγνος γερμανός υπολοχαγός κράταγε το πόστο, με το πρόσωπό του ανέκφραστο κάτω απ' το κράνος του. Ένοιωθε φανερά σπουδαίος με την καλοσιδερωμένη πράσινη στολή του και τα γυαλιστερά γαλόνια του αξιωματικού. Δίπλα τους στεκόταν ο Καράμπεης, η αβδέλλα του χωριού, που εκτελούσε χρέη διερμηνέα. Ο υπολοχαγός γαύγιζε τις διαταγές του στον Καράμπεη και οι δύο κουβαλούσαν έξω κουτιά γεμισμένα με πιάτα, ασημικά και κουβέρτες, που τα φόρτωναν σ' ένα στρατιωτικό τζιπ. Απειλητικά ο υπολοχαγός έκοβε τον αέρα με τον εκτεταμένο δείχτη του χεριού του, με μια νευρική κίνηση που σύντομα ο Τάκης διέκρινε ως χαρακτηριστικά γερμανική. Η θέα και η οσμή των Γερμανών και η άκαιρη απουσία του πατέρα του, που θα είχε υπερασπιστεί την οικογένειά του, μεγάλωναν την ανησυχία του.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή και την κράτησε όσο μπορούσε. Δεν κατάφερε ν' ανακαλέσει τίποτε το παρηγορητικό απ' την πατριωτική ομιλία του δασκάλου του. Το μυαλό του είχε παραλύσει από φόβο και μόλις κρατιόταν πάνω στο ποδήλατό του, για να νιώσει ασφάλεια. Βλέποντας την αμερικανική σημαία ο υπολοχαγός συνοφρυώθηκε και πλησίασε τον Τάκη, μουρμουρίζοντας «δαγκωτικές», γερμανικές λέξεις, που από ένστικτο κατάλαβε πως τον έβριζε. Τότε, βγάζοντας έναν αναπτήρα από την τσέπη του, ο κρανοφόρος εισβολέας έβαλε φωτιά στην αμερικανική σημαία ανάμεσα στα χερούλια του ποδηλάτου και άρχισε ειρωνικά να καγχάζει, καθώς το μεταξωτό πανί μεταμορφώνονταν σε στάχτη.
«Σε παρακαλώ, παρακαλώ μη μου παίρνεις το ποδήλατο», φώναξε ο Τάκης, κρατώντας σφιχτά τα χερούλια. «Είναι το μόνο μου...». Η καρδιά του σφίχτηκε, ο λαιμός στέγνωσε τόσο, που τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα του.
Ο υπολοχαγός ξέσφιξε τα δάχτυλα και ελευθέρωσε το ποδήλατο, ενώ ο Τάκης έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω. Απ' το πίσω μέρος της αυλής η μητριά του έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε. Ήταν ένα ζεστό αγκάλιασμα, που μετέδωσε δύναμη, παρηγοριά και αγάπη. Το τρυφερό της πρόσωπο στολιζόταν από πλούσια, μαύρα μαλλιά και το γλυκό της χαμόγελο, το πιο δυνατό χαρακτηριστικό της, που μπορούσε και σίδερο να λιώσει, δεν κατάφερε να λυγίσει τη θέληση του ναζί.
Ο Τάκης, μέσα απ' τη σιγουριά της αγκαλιάς της, φώναξε: «Ν' αφήσεις το ποδήλατό μου κάτω, πρασινογούστερο τέρας!».
Τα αμούστακα αγόρια της Μόριας Γιώργος Τσακίρης, Τάκης Καλέλλης, λίγες ημέρες πριν από την Κατοχή
Η Κατερίνα άγγιξε τα χείλη του Τάκη. «Σουτ...». Τα διεισδυτικά μάτιας της ατένισαν τον εχθρό. «Ο γιος μου χρειάζεται το ποδήλατο, να πάει σχολείο. Εφτά χιλιόμετρα να πάει, εφτά να 'ρθει, έξι φορές την εβδομάδα, είναι πολύ μακριά να πάει με τα πόδια».
«Είναι νέος και γερός. Μπορεί να περπατήσει», ήταν η απάντηση του υπολοχαγού μέσω του διερμηνέα, ενώ συγχρόνως δοκίμαζε τη σέλα.
Μέσα απ' τα δάκρυά του ο Τάκης είδε τον υπολοχαγό να φεύγει καβάλα στο ποδήλατό του, πίσω από το τζιπ. Η καρδιά του είχε σπάσει, αλλά τα δάκρυά του στέγνωξαν με τη σκέψη της εκδίκησης. Οι τρεις φίλοι μου, ο Μπούρας, ο Παντζάρης και ο Τσακίρης θα με καταλάβουν.