Η συνέχεια επι της οθόνης

3 σχόλια / 0 νέα/ο
Τελευταία δημοσίευση
rihardos
Απών/απούσα

Ο ήχος από μεταλλάκια που χτυπιούνται και τρίβονται μεταξύ τους, σαν κλαπατσίμπαλα, ήταν συνώνυμος μ' αυτόν.
Κάθε πρωΐ ακριβώς στις έξι, βρέξει χιονίσει, Κυριακές και εορτές, ο ήχος ακουγόταν βιαστικός και έντονος, σαν τον ίδιο που έκανε την εμφάνισή του μερικά δευτερόλεπτα μετά.
Ο Μανώλης, ο "Αναρχικός" το παρατσούκλι του.
Είχε εμφανιστεί στο χωριό μας μετά την αποστασία το '65, είχε βαρεθεί στην Αθήνα το κάλεσμα της αστυνομίας κάθε τρεις και λίγο για μία κουβεντούλα.
Και μετά εδώ οι χωροφύλακες δεν τον ενοχλούσαν και πολύ, τον είχαν μάθει, και σαν μηχανικό, αλλά και άνθρωπο που έπιαναν τα χέρια του, τον είχαν ανάγκη. Πότε το τζιπ που χάλαγε, πότε το 'να πότε τ' άλλο, δεν έλεγε όχι κανενός,έβγαζε κι' ένα πιάτο φαΐ και το νοίκι του.
Τον αγαπήσαμε, τον βάλαμε στην καρδιά μας.
Έτσι που λές με το Μανώλη, μα, να σου συνεχίσω την ιστορία.
Πάνω στο μισοδιαλυμμένο του ποδήλατο, περνούσε τα πρωϊνά μπροστά μας φουριόζος, κατέβαινε την στρατηγού Κατσιμπίκουνα, έστριβε αριστερά στην πλατεία Ηρώων -που ήταν και ο καφενές του χωριού- φωνάζοντας ένα γειά, ξαναέστριβε δεξιά στη γωνιά, έκανε μια στάση στο φίλο του τον κουρέα -το σπίτι του ήταν πάνω απ'το κουρείο του- λέγανε δύο κουβέντες, και κατέληγε στο εκκλησάκι κάτω στη θάλασσα, τον αη Νικόλα.
Παράξενη φιλία είχαν με τον μπαρμπέρη, ο ένας αναρχικός με γερή θεωρητική κατάρτιση και γνώση ιστορική, ο άλλος κομμουνιστής, στήνανε κάτι καυγάδες, τρικούβερτους. Εμείς τους ακούγαμε από το καφενείο, δεν καταλαβαίναμε βέβαια όλα τα θεωρητικά τους, αλλά γελούσαμε με ότι κατέβαζαν ο ένας στον άλλον.
Και μια φορά που λές, ο Μανώλης καταφέρνει ν' ακινητοποιήσει τον κουρέα πάνω στη πολυθρόνα που κούρευε.
Φωνάζοντας, λοιπόν σαν τους ερυθρόδερμους στα καουμπόΐκα, έσυρε έξω την πολυθρόνα και πασάλειψε το Δημητράκη με τον αφρό του σαπουνιού για το ξύρισμα.
Χοροπηδώντας και αναπαριστώντας ένα υποτίθεται χορό νικητών στη Νέα Γουΐνέα, φώναζε σε όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί τριγύρω.
Ο μπαρμπέρης όμως σαν τον Χουντίνι το μάγο, λύθηκε, αθόρυβα μπήκε στο μαγαζί, ξαναβγήκε κρατώντας την κιθάρα του και την έφερε στο κεφάλι του ορυόμενου Μανώλη.
Το θέαμα τελείωσε, μα την άλλη μέρα παράγειλε από την Αθήνα μία κιθάρα, ο Μανώλης, μεταμελημένος για τα προηγούμενα.
Πάντως κι ο κουρέας τον αγαπούσε και δεν του κράταγε κακία ποτέ, του είχε κάνει κι' αυτός διάφορα τέτοια.
Στο μικρό εκκλησάκι μας, τα πρωΐνά, συναντούσε τον παπα Κώστα και καθόντουσαν οι δυό τους να περιμένουν το χάραμα. Να δουν τον ήλιο να σκάει από τη θάλασσα, μετά καλημερίζοταν και έφευγε να πάει στο μπαχτσέ που περνούσε την ημέρα του.
Σαράντα τόσα χρόνια δε χόρταινε να βλέπει ανατολές. Κάθε μέρα και μία καινούργια.
Εκείνο το πρωΐ που θα σου διηγηθώ, δεν ακούσαμε τα σιδεράκια να βαράνε και να τρίζουν, πράγμα που εν μέρει το περιμέναμε.
Πέρασε πεζός χωρίς την αγάπη του. Το ποδήλατό που του είχε χαρίσει χρόνια διαδρομών και μακρινών κάποιες φορές, για τις δουλειές του, δεν υπήρχε. Επίσης, μ' αυτό είχε κερδίσει σε κόντρα το γιο του ταχυδρόμου, ένα βρωμόπαιδο που δεν το χώνευε κανείς μας. Και τούτος ο αγώνας, είχεν ακουστεί σε όλα τα τριγύρω χωριά και συζητιώταν ακόμη, κάθε τόσο στον καφενέ.
Το πρωϊνό, που σου είπα, πέρασε αμίλητος, με χείλια, κάτασπρα από το σφίξιμο, μας έριξε μία ματιά σα να κατάλαβε και έφυγε.
Εμείς κατεβάσαμε τα κεφάλια, ένοχοι για μία πλάκα που ξεκινήσαμε και την πατήσαμε οι ίδιοι.
Μα, να τι είχε γίνει.
Από καιρό τ' αποφασίσαμε να του κρύψουμε το ποδήλατο για να γελάσουμε με τις αντιδράσεις από τη μεριά του.
Κανονικά λοιπόν, θα σηκωνόταν το πρωΐ δεν θα το εύρισκε, αφου τη νύχτα θα το κρύβαμε, και περνώντας απ' το καφενείο του Λινάρδου, να και το ποδήλατο μοστραρισμένο μπροστά του και μάλιστα φρεσκοβαμμένο και καθαρό.
Έλα όμως που την πάθαμε άσχημα. Το βράδυ ανέλαβε ο Τόνης ο Κρύος, -της Μαρούδας της θειάς σου, ξέρεις -να το πάει στο νερόμυλο του Γκουμουλή, που από τότε ήταν μισορημάδι, και να το κρύψει μέσα στα χαλάσματα.
Εκείνη την εποχή ήταν, στην περιοχή μας, ένα μικρό τσίρκο που έστησε την τέντα του εκεί πιο κάτω. Μία βδομάδα κάθισαν δεν έβγαλαν πολλά λεφτά κι' αποφάσισαν να τα μαζεψουν και να γυρίσουν από κει που 'ρθαν.
Χάνοντας αυτούς, χάσαμε το ποδήλατο και μαζί του το διάκο που ερωτεύτηκε μιαν ακροβάτισσα κι έφυγε μαζί τους.
Τι γυναίκα ήταν αυτή. Αν μπορούσαμε, όλοι θα χανόμαστε μαζί της και τι μάτια, τι τορνευτό κορμί.
Για το Διάκο, δεν μας ένοιαξε και πολύ, Βλαμμένο ήταν έτσι κι' αλλοιώς, αλλά το ποδήλατο! Μια πλάκα θέλαμε κι' εμείς να κάνουμε, μερικές ώρες να το κρύψουμε και τώρα, πως τον αντικρύζεις στα μάτια και τι του λες;... Ήταν τόσο μεγάλη η ντροπή που νοιώσαμε, δεν περιγράφεται.
Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο με φευγαλέες ματιές και σκύψαμε το κεφάλι.
Δεν υπήρχε χώρος να σταθούμε, να μιλήσουμε, δεν υπήρχαν λόγια. Ο Δημητράκος της Ματίνας, πρότεινε να ψάξουμε την περιοχή τριγύρω μήπως βρούμε τους κλέφτες. μας φάνηκε αδύνατο να γίνει, συμφωνήσαμε όμως.
Νυχτιάτικα αρχίσαμε με αγροτικά, μουλάρια, ότι είχαμε. Σαν τότε που ψάχναμε την αγελάδα του παππού σου, στην έχω πει την ιστορία, με τον δάσκαλο απ' την Αθήνα, την είδε νυχτιάτικα μπροστά του, γυρνώντας από την ταβέρνα και τρόμαξε. Έβγαλε κραυγή δυνατή -βοήθεια, ο διάβολος, βοήθεια!!!- και όλοι καταλάβαμε που ήταν το ζώο.
Μέχρι την άλλη μέρα, τίποτα, απελπιστήκαμε. Τηλεφωνήσαμε στο δήμαρχο να έρθει, πέσαμε όλοι μαζί στη συζήτηση και το ρακί, κι' ώσπου να 'ρθεί εκείνος κατεβάσαμε καμπόσο, η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. “Εσύ το σκέφτηκες, εσύ συμφώνησες, όχι δεν το είπα έτσι” και ούτω καθ' εξής.
Σχεδόν πιαστήκαμε στα χέρια.
Πάνω στην ώρα μπαίνει ο δήμαρχος “ηρεμείστε ρε παιδιά, δεν έγινε τίποτα, θα του πάρετε καινούριο, θα σας βρω από που και θα το παραγγείλετε”.
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε σα χαζοί, τόσην ώρα ούτε που το σκεφτήκαμε. Η ιδέα ήταν εξαιρετική, το άλλο είχε παλιώσει πολύ, όλο κάτι του χαλούσε, ήταν ολόκληρο το ποδήλατο μπανταρισμένο θαρρείς με συρματάκια κι' ο Μανώλης παραπονιόταν για τους πόνους στα γόνατά του.Ενώ αυτό, καινούργιο, γυαλιστερό, χωρίς θορύβους, με σέλλα καλή κι' όχι αυτό το σούργελο που 'μοιαζε σαμάρι γαϊδάρου απο τις πολλές επεμβάσεις, θα ήταν ωραίο δώρο, θα δικαιολογούσε και τη μεγάλη μας βλακεία.
Έτσι κι' έγινε, ο δήμαρχος μάλιστα χρησιμοποίησε γνωριμίες που είχε από το στρατόπεδο που είχαμε κοντά και την μεθεπόμενη ημέρα, ένα καταπληκτικό κόκκινο ποδήλατο, με "ταχύτητες"-άλλο πάλι και τούτο το σύστημα- ήταν στο χωριό μας.
Όλ' αυτά όμως, κρυφά. Μην το καταλάβει, ήταν έκπληξη.
Στείλαμε ένα παιδί να του χτυπήσει την πόρτα, πρωΐ πρωΐ, να τον φωνάξει στο καφενείο. Δήθεν βρέθηκε το ποδήλατο.
Κατέφθασε με ταχύτητα απίστευτη, φορώντας ακόμη τις πυτζάμες του, στο βλέμμα είχε σπιρτάδα χαρά και απορία, πως βρέθηκε, ποιός το είδε, που;
Η ματιά του ευθύς, έπεσε στο καινούργιο. Η χαρά, όμως υποχώρησε, χαμογέλασε αμήχανα, έριξε μια εξεταστική ματιά, έναν, έναν, είπε ένα ευχαριστώ και ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω, σπίτι του, χωρίς αυτό.
Μείναμε άφωνοι δεν το περιμέναμε, ερωτευμένος με το παλιό, αυτό που τον ταλαιπωρούσε τόσο, τι να πεις!
Μέσα στην στενοχώρια που όλοι είχαμε, μας φαίνονταν ν' ακούμε τους ήχους του κλεμμένου ποδηλάτου, τα μεταλλάκια που τρίβονταν και χτυπιόταν αναμεταξύ τους, χαμογέλασα, γύρισα και είδα τους άλλους, σίγουρος ότι τ' ακούω με το νού μου.
Αλλά κι οι υπόλοιποι κοιτιόνταν απορημένοι, πράγματι ό,τι ακουγόταν ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Ο Μανώλης κοκάλωσε και μέχρι που έστριψε τη γωνιά νομίζαμε πως πλησίαζε φάντασμα και ο χρόνος αιώνας.
Ήταν αυτό, πράγματι, αυτό! Αναβάτης ο επίσης χαμένος διάκος. Κλαμμένος, πασαλειμμένος με μύξες -αργότερα μάθαμε γιατί- παράτησε το ποδήλατο και εξαφανίστηκε τρέχοντας, για τον Καλαμιώνα.
Χαμογελάσαμε μ' ανακούφιση αληθινά μεγάλη, χάρηκε ο Μανώλης που το πήρε στα χέρια του σαν να ήτανε γυναίκα, αγνοώντας το καινούριο, ανέβηκε στη αγάπη του κι' έτρεξε να βρει τον κουρέα, ενώ η ζωή στη μικρή μας κοινότητα φάνηκε να παίρνει τον κανονικό της ρυθμό.
Όσο για το διάκο, άμα ηρέμησε και του 'φυγε λιγάκι ο έρωτας, άνοιξε την καρδιά του και μίλησε.
Είχε ζητήσει δουλειά από το τσίρκο. Δεν τον ήθελαν. Πήρε το ποδήλατο, και τους ακολούθησε. Όπου πήγαιναν κι αυτός μαζί. Τα βράδια έβλεπε τη μαντόνα του από μακρυά, να μπαίνει στην άμαξά της και το πρωΐ, αυτός πρώτος την καλημέριζε -σχεδόν δεν κοιμόταν από τον έρωτα, δεν έτρωγε και είχε ρέψει.
Την ημέρα που μας ήρθε, λίγο πριν, περίμενε απ' έξω από την άμαξά της. Ήθελε να της δώσει λουλούδια και να της εξομολογηθεί, επιτέλους, την αγάπη του.
Η πόρτα, άνοιξε, ο διάκος χαμογέλασε, μα, ένας νεαρός στάθηκε μπροστά του.
-Καλημέρα, καλέ μου, ωραία τα λουλούδια, αλλά δεν μπορώ να τα πάρω. Ξέρεις φεύγω, ήρθε το χαρτί, πάω φαντάρος. Μα, τόσο καιρό δεν με είχες καταλάβει;
Α! τι κρίμα κι' είσαι τόσο γλυκούλης θα περνούσαμε καλά μαζί.
Γειά σου!

Groups audience: 
ΟΕΒ
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
ofios
Απών/απούσα

Καλημέρα, Ριχάρδε,

Αυτό είναι σενάριο για ταινία, δεν είναι post...

Αν δεν είναι αληθινή ιστορία, μας τρέλλανες...
Τόχω τυπώσει και το μοιράζω σε δικούς μου στην εταιρεία.

rihardos
Απών/απούσα

Τώρα, μετά ένα μήνα σχεδόν, βλέπω το μήνυμά σου.
Κατ' αρχάς, συγγνώμη για το "χάσιμο", είμαι σε μιά περίοδο αλλαγών και μπαίνω ελάχιστα στο internet.
Ίσα να δω τα mail μου και με δυσκολία να ανεβάσω στο blog μου τα άρθρα.
Σε ευχαριστώ για το σχόλιο - βλέπεις; Το έχει το όνομα (περί σεναρίου).
Πότε με το καλό κατεβαίνετε;
Σε καλημερίζω και τα λέμε τηλεφωνικά.