Σιδερένιο Άτι
Τον ξύπνησαν τα γέλια, οι φωνές και η κάπνα…
Πετάχτηκε σαν ελατήριο απ' το κρεβάτι και ντύθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
Η υγρασία του παλιού σπιτιού τον έκαναν να ντυθεί ζεστά, παρά το ότι η Άνοιξη είχε μπει πια για τα καλά. Νίφτηκε με το παγωμένο νερό της βρύσης και κάθισε στο τραπέζι. Το γάλα της Μαριγούλας, της κατσίκας της Γιαγιάς του, άχνιζε στη μεγάλη λευκή του κούπα. Δεν του πήρε πάνω από μισό λεπτό ώσπου να τη στραγγίσει...
Σκουπίστηκε με την ανάστροφη του χεριού του και βγήκε από το σπίτι. Τα αρνιά μόλις που 'μπαιναν στη σούβλα. Οι άντρες του λάκκου τσούγκριζαν τα πρώτα τους ποτήρια, ενώ οι γυναίκες, θαρρείς σα μέλισσες, έκαναν χίλια-δυό πράγματα αριστερά και δεξιά, πέρα-δώθε, πάνω-κάτω.
Πέταξε ένα ντροπαλό "καλημέρα" και δίχως να περιμένει απάντηση έτρεξε προς το κατώι. Ξαμπάρωσε την πόρτα με το βαρύ σιδερένιο κλειδί που έκρυβαν πίσω από τη γλάστρα με τα νυχτολούλουδα, και μπήκε μέσα. Σε ένα λεπτό ήταν έτοιμος. Καβάλα πάνω στο καινούριο του ποδήλατο, ένα κατακόκκινο Carrera, πέρασε σα σίφουνας από το λάκκο και κατηφόρισε. Πρόλαβε ν' ακούσει τη φωνή της γιαγιάς του που ρώταγε πούθε πάει, και κείνος φώναξε: "..στο Λιβάδιιι, στη Θεία τη Σοφίαααα!!!"
Ανέβηκε την ανηφόρα μονομιάς και στην πλατεία στάθηκε να πιει νερό. Κρύσταλλο ήταν το νερό...
Γέμισε και το παγούρι και το 'βαλε με μεγάλη προσοχή στη βάση του.
Ύστερα, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό άρχισε να ανεβαίνει το βουνό. Όσο ξεμάκραινε απ΄την Αράχωβα, τόσο καθάριζε η ατμόσφαιρα. Γύρισε όταν άκουσε να χτυπά η ώρα απ΄το Ρολόι. Ήταν μόλις 8:00. "Mια χαρά" σκέφτηκε. "Κατά τις 10:00 θα 'χω φτάσει".





