Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Το τραγούδι της ανηφόρας

Κοίταξε μπροστά τον δρόμο που ανηφόριζε. Ο αχνός της ασφάλτου έκανε το τοπίο να χορεύει στα μάτια του. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τα τζιτζίκια.
Είχε περάσει πολλή ώρα από την στιγμή που ξεκίνησε την ανάβασή του. Τα πόδια του τον καίγανε και όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με ιδρώτα. Αλλά το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα έφτανε στην κορυφή και θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει αυτή του την υπόσχεση κι ούτε ο πόνος, ούτε ο ιδρώτας μπορούσαν να κάμψουν τον αγώνα του.
Γιατί αν τα παρατούσε τώρα, η προσπάθειά του μέχρι εκεί θα ήταν ανούσια, άγευστη. Γιατί θα άκουγε το όνομα του βουνού και θα ήξερε πως εκεί, εκείνος είχε αποτύχει.
Κι έβαλε το παγούρι του στην θήκη, φόρεσε και το κράνος του κι άρχισε να ποδηλατεί ξανά. Σε κάποιες στροφές κοιτούσε την θάλασσα από ψηλά και φούσκωνε από υπερηφάνεια για όσο είχε καταφέρει να ανέβει. Κι έβλεπε τους κολπίσκους όλο και πιο μικρούς και το γαλάζιο του πέλαγου να ενώνεται με το γαλάζιο του ουρανού σε ένα τόξο, κι ήταν σαν να φεύγει από την γη, σαν να πετάει προς τον ουρανό.
Μα κάθε φορά ερχόταν η επόμενη στροφή και κοίταζε με δέος τον δρόμο που ανέβαινε νωχελικά στο βουνό και καταλάβαινε πως είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του. Αποκαρδιωνόταν τότε, αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Κι έτσι περνούσε ο χρόνος, με δυσκολία κι επιμονή.

Τώρα, σκύβει το κεφάλι του και κοιτάει τον οριζόντιο σωλήνα που περνάει αργά πάνω από την καυτή άσφαλτο. Ίσως αν τα καταφέρει να συγκεντρωθεί, ο πόνος να είναι λιγότερος, ίσως ο χρόνος να τρέξει πιο γρήγορα από το ποδήλατό του. Κι η πολυπόθητη κορφή, να φτάσει κάτω από τα πόδια του, να του παραδοθεί νικημένη.

Προσπάθησε να σκεφτεί ένα τραγούδι, για να ξεχάσει την καταπόνηση, αλλά η ανάσα του ήταν τόσο βαριά που θα ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Άκουγε τον εαυτό του να ασθμαίνει, φού, φού, φού... Λες και του έδινε το τέμπο, άρχισε στο μυαλό του να παίζει με τις λέξεις.
Φού, φού, φού...
Λέω πως,
σαν το ποδήλατο είναι η ζωή,
που ασθμαίνει σε άγνωστη γη

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΠΟΥ ΚΛΑΙΕΙ...

Προχτές με πήγε ο μπαμπάς και πήραμε ποδήλατο, γιατί πήρα καλούς βαθμούς στον έλεγχο και τούπε η μαμά τρέχα τώρα τον κανακάρη σου για να μάθεις να τάζεις και τί θα γίνει άμα το παιδί πάει στο πανεπιστήμιο πάλι άνεργος θάναι και έπρεπε να τονε βάλεις δίπλα στο θείο το Σωτήρη να γίνει υδραυλικός να λαδώσει το αντεράκι του και της είπε ο μπαμπάς εσύ να κυττάς τα πιάτα σου και να μη μιλάς.

Πήρα ένα πράσινο με άσπρο γιατί ο μπαμπάς είπε πως τα κόκκινα χαλάνε πιό γρήγορα και μετά μουρμούρισε θα σε φτιάξω εγώ κουνιαδάκι που πα να μου κάνεις γαύρο το γυιό μου πάρτα τώρα στη μάπα.

...επατινάρισαν τα φρενάκια μου...

Δε ξέρω πώς ακριβώς! Απλό είναι, εμά δε το κατάλαβα.
Επατινάρισαν τα φρενάκια μου, κύριε διοικητά μου, δεν έπιασαν τα ευλογημένα και του τόπα του Λαζαρίδη, σφίχτα γιατ΄είμαι προς το γεμάτο , τίποτε αυτός, ξερό κεφάλι, σατράπικο, πάρτα τώρα τα τρεχάματα και τα ρεζιλίκια…

Η κυρία, από την άλλη,...φτού, σκόρδα...., όχι, δεν ειρωνεύομαι, κύριε αστυφύλαξ μου, η κυρία το λοιπό, πέρναγε με το πάσο της , και δικαίωμά της θα μου πεις κύριε αρχιαστυνόμε μου, να περνάει και στο ρελαντί.

Δυο στιγμές...

25/03/08... Στην Ρωσία όταν γεννιόταν ένα παιδί, αν ζούσε ο παππούς ή η γιαγιά, δεν του δίνανε το όνομά του ή το όνομά της. Όταν γεννήθηκε ο παππούς μου, ζούσανε και οι δύο του οι παππούδες, οι οποίοι είχαν το ίδιο όνομα, Ευστάθιος. Έτσι ο παππούς μου πήρε το όνομά τους, η γιαγιά του όμως τον φώναζε Στάκα, και αυτό το όνομα τον ακολούθησε σε όλη του την ζωή... Το 1930, όταν ο παππούς μου ήταν πέντε χρονών, ήρθε με τους γονείς του και την μικρότερη αδερφή του στην Ελλάδα από τον Καύκασο. Εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό, στην Φλώρινα, τις Κάτω Κλεινές. Ο παππούς μου απέκτησε άλλα πέντε αδέρφια. Δύο από αυτά δεν ζούνε πια... Με την κυρα-Νάστα, την γιαγιά μου, απέκτησαν τρία παιδιά, που με τη σειρά τους, τους χάρισαν οχτώ εγγόνια. Δύο από αυτά τους έχουν χαρίσει ήδη τρία δισέγγονα. Στο χωριό φωνάζανε Στάκα, όχι μόνο τον παππού μου, αλλά και τον γιο του, τον θείο μου, καθώς και εμάς, τα εγγόνια του. Ο αδερφός μου και ο ξάδερφος μου έχουν πάρει το όνομά του, Ευστάθιος. Έχω πολύ ζωντανές αναμνήσεις από τον Στάκα, όπως και από τον άλλο μου παππού, τον Θόδωρο, που δεν ζει πια. Ο παππούς πια δεν μιλάει πολύ. Σηκώνεται κάθε πρωί, τρώει το πρωινό του, πηγαίνει στο καφενείο, πίνει τον καφέ του, γυρνάει στο σπίτι, τρώει, κοιμάται, ξαναπηγαίνει στο καφενείο το απόγευμα, γυρνάει και πέφτει πάλι για ύπνο. Του αξίζει αυτή η ηρεμία. Δούλεψε μια ζωή πολύ σκληρά, για να μεγαλώσει τα αδέρφια του και τα παιδιά του, κόντεψε να πεθάνει πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, όταν έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, τον γονατίσανε οι θάνατοι των αδερφών του. Δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του ακόμα, και ξέρω ότι το ξέρει. Το βλέπω στο βλέμμα του. Μετανιώνω που δεν έζησα περισσότερα πράγματα μαζί του, που δεν μου έμαθε να παίζω λύρα, που δεν μου είπε πιο πολλές ιστορίες. Ας είναι... Σήμερα ο παππούς κλείνει τα 83... Ήθελα πολύ να είμαι μαζί του. Παππού κράτα μέχρι του χρόνου, εντάξει? Χρόνια πολλά παππού... ~*~

contact