Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

ΚΑΦΑΣΙ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ

Θυμήθηκε τον Λάζαρο.
Πάντα ο αχνός τού απογευματινού καφέ τής θύμιζε τον Λάζαρο...
Ποτέ δεν εκάθησαν πλάι-πλάι στο μικρό σαλονάκι που βλέπει στον κήπο δίχως ένα φλυτζάνι καφέ ανάμεσά τους. Ήταν η αχρείαστη δικαιολογία για να βρίσκονται μαζί, εκείνος μόνος, απάντρευτος για μιά ζωή, κι΄εκείνη αφημένη απ΄τον άντρα της στην τύχη της αμέσως μετά τον δεύτερο πόλεμο, τον αδερφοκτόνο.

Στην Πανεπιστημίου ο κόσμος κύτταζε τα γερμανικά καμιόνια να κυλάνε με θόρυβο και να φεύγουν φορτωμένα ντροπή και φόβο.

Κι΄από την άλλη άκρη του δρόμου σερνόταν αθόρυβα και ύπουλα ο εμφύλιος, να μπει σε κάθε σπίτι, να μην αφήσει καμμιά οικογένεια αλέρωτη, καμμιά συνείδηση ακέραια.

Πούσαι Λάζαρε, είπε μέσα της, να δεις πόσο πληρώνουμε ακόμη τον εμφύλιο, πούσαι να δεις οπούλεγες που θα φύγει και θ΄αγκαλιαστούμε να ξεχάσουμε και να πιούμε παρέα πάνω στα μνήματα των άτυχων που΄πέσαν από το ίδιο χέρι πούσφαζε και τον κατακτητή, πούσαι Λάζαρε να στερέψεις απ΄το κλάμα σα δεις πόσος εμφύλιος κοιμάται ακόμα μέσα μας και περιμένει μια μικρούλα αφορμή για να σκάσει μύτη...

Θυμάται τον παπά να κάθεται στην άκρη στο πεζοδρόμιο με τα χέρια ν΄αναδεύουν το χώμα εμπρός του και να μουρμουράει κουνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι «Πού΄ν΄το αίμα.., πού΄ν ΄τα παιδιά...» και ύστερα θυμάται να σκιρτάει με τον αρχάγγελο που της φάνηκε πως είδε να κυλάει καταπάνω της απ΄την άκρη του δρόμου. Είχε τον ήλιο πίσω της και τού φώτιζε το εθνόσημο στο δίκωχό του κι΄έλαμπε και της φαινόταν άγιος που επάσχιζε να ξεφύγει απ΄το κακό και ΄κείνη είχε θελήσει να τονε σταματήσει να μείνει για λίγο κοντά της, να την ακούσει να του λέει πόσο το μέσα της ζήταγε ν΄ακούσει έναν αντρίκιο λόγο εξόν από ΄κείνον του πατρός της, που την εσταύρωνε να φύγει για την άλλη άκρη της γής, να γλυτώσει απ΄το σύννεφο που΄ρχόταν γοργά, να ψαύσει να βρει την τύχη της αλλού, να μη μιλάει πιά τα ελληνικά.

Σιδερένιο Άτι

Τον ξύπνησαν τα γέλια, οι φωνές και η κάπνα…

Πετάχτηκε σαν ελατήριο απ' το κρεβάτι και ντύθηκε σε χρόνο ρεκόρ.
Η υγρασία του παλιού σπιτιού τον έκαναν να ντυθεί ζεστά, παρά το ότι η Άνοιξη είχε μπει πια για τα καλά. Νίφτηκε με το παγωμένο νερό της βρύσης και κάθισε στο τραπέζι. Το γάλα της Μαριγούλας, της κατσίκας της Γιαγιάς του, άχνιζε στη μεγάλη λευκή του κούπα. Δεν του πήρε πάνω από μισό λεπτό ώσπου να τη στραγγίσει...
Σκουπίστηκε με την ανάστροφη του χεριού του και βγήκε από το σπίτι. Τα αρνιά μόλις που 'μπαιναν στη σούβλα. Οι άντρες του λάκκου τσούγκριζαν τα πρώτα τους ποτήρια, ενώ οι γυναίκες, θαρρείς σα μέλισσες, έκαναν χίλια-δυό πράγματα αριστερά και δεξιά, πέρα-δώθε, πάνω-κάτω.
Πέταξε ένα ντροπαλό "καλημέρα" και δίχως να περιμένει απάντηση έτρεξε προς το κατώι. Ξαμπάρωσε την πόρτα με το βαρύ σιδερένιο κλειδί που έκρυβαν πίσω από τη γλάστρα με τα νυχτολούλουδα, και μπήκε μέσα. Σε ένα λεπτό ήταν έτοιμος. Καβάλα πάνω στο καινούριο του ποδήλατο, ένα κατακόκκινο Carrera, πέρασε σα σίφουνας από το λάκκο και κατηφόρισε. Πρόλαβε ν' ακούσει τη φωνή της γιαγιάς του που ρώταγε πούθε πάει, και κείνος φώναξε: "..στο Λιβάδιιι, στη Θεία τη Σοφίαααα!!!"

Ανέβηκε την ανηφόρα μονομιάς και στην πλατεία στάθηκε να πιει νερό. Κρύσταλλο ήταν το νερό...
Γέμισε και το παγούρι και το 'βαλε με μεγάλη προσοχή στη βάση του.
Ύστερα, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό άρχισε να ανεβαίνει το βουνό. Όσο ξεμάκραινε απ΄την Αράχωβα, τόσο καθάριζε η ατμόσφαιρα. Γύρισε όταν άκουσε να χτυπά η ώρα απ΄το Ρολόι. Ήταν μόλις 8:00. "Mια χαρά" σκέφτηκε. "Κατά τις 10:00 θα 'χω φτάσει".

Ήταν τελειομανής

O Τζο Μίλτον ήταν μάλλον αυτό που θα περιέγραφες ως τελειομανής. Ήταν η προσωπική του κινητήρια δύναμη, αλλά και η προσωπική του νέμεσις. Ήταν ευχή και κατάρα, δηλαδή. Ειδικά αν είσαι χαλαρός ή αφελής όταν δεν πρέπει. Έτσι η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε που έμπλεκε όταν, μετά από μια κουβέντα με έναν οπαδό της υποχρεωτικής χρήσης κράνους, αποφάσισε ότι τα στοιχεία ήταν θετικά και υποσχέθηκε να βοηθήσει να περάσει ο σχετικός νόμος.
Η καμπάνια κράτησε αρκετό καιρό γιατί υπήρχαν και οι ενάντιοι, αλλά τελικά, με τις σωστές επαφές και κινήσεις, μετά από ένα χρόνο πέρασε επιτέλους ο νόμος. Ήταν απόλυτα ευχαριστημένος από τον εαυτό του και ήταν σχεδόν έτοιμος να θεωρήσει την υπόθεση λήξασα επιτυχώς, όταν πήρε το μάτι του κάποια στατιστικά που δεν τους είχε δώσει σημασία μέχρι τώρα.
Μα το θεό, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι νεκροί πεζοί, από ότι ποδηλάτες. Ήταν κάτι που η τελειομανία του δεν το επέτρεπε. Η αλήθεια είναι ότι του πήρε σχεδόν 5 χρόνια, ήταν ένας δύσκολος αγώνας, οι εχθροί πολλοί, και οι φίλοι λίγοι (ειδικά στην αρχή). Αλλά αυτή η απίστευτη επιμονή του, τελικά τον έβγαλε και σε αυτό τον αγώνα νικητή. Ο πρώτος νόμος για την υποχρεωτική χρήση κράνους από πεζούς ήταν πια γεγονός.
Η ιδιομορφία των νομοσχεδίων τα οποία προωθούσε των είχαν κάνει πλέον πασίγνωστο και νόμιζε ότι ήταν στο απόγειο της καριέρας του, αλλά δεν ήξερε ότι η τελειομανία του θα τον οδηγούσε ακόμα παραπέρα γιατί, ήταν τότε πριν προλάβει καλά καλά να καταλαγιάσει το σούσουρο από τη νίκη του, που είχε ακόμα μια έκλαμψη.
Ήταν μια ήσυχη Κυριακή πρωί και όπως κάθε Κυριακή διάβαζε ήσυχος την εφημερίδα του, όταν το μάτι του έπεσε πάνω σε ένα άρθρο για την αύξηση των θυμάτων από πυροβολισμούς. Ήταν τότε που είχε αυτή την επιφοίτηση για το πως θα κάνει πιο ασφαλές αυτό το έθνος, και πια ήταν μια από τις κρυφές πληγές αυτού του έθνους, η ένοπλη βία. Ναι δεν μπορεί να ήταν τυχαίο, κατά τύχη ίσως, χωρίς να το αντιληφθεί στην αρχή αλλά είχε ανακαλύψει την αποστολή του σε αυτό τον κόσμο.

τι μου αφησε η Κερατεα

Μια μαγικη εικονα, αφιερωμενη στον scrabler κι ολους τους ονειροπολους...

Οι επιζωντες

Τριχωτο διποδο καφετι πλασμα
στο υψος ενος κοντοσωμου ανθρωπου
κατι αναμεσα σε αρκουδα, αλεπου και λυκο,
αλυσοδεμενο, σε σερνει απ' το λαιμο
ενας ανθρωπος-δεσμοφυλακας
ενας ανθρωπος οπως ολοι
σε μεταφερει απο το ενα σκοτεινο κελι στο αλλο
ενα ακομη αδειο και γυμνο κελι
χωρις γη και ουρανο
χωρις πετρες και χωματα
χωρις οσμες και χρωματα
χωρις νυχτα αστροφωτιστη
χωρις συντροφους.
Σε κοιταμε.
Η μικρη παρεα των ανθρωπων
που διασχιζοντας ενα βαθυ ποταμι
περασαμε με ασφαλεια απεναντι
και τωρα με βρεγμενα ρουχα
τουρτουριζουμε και φοβομαστε την πνευμονια
και το τι μελλει γενεσθαι.
Σε κοιταμε.
Θεατες στα λιγοστα σου βηματα
απο το ενα κελι στο αλλο
-ειναι παραξενο κι αυτο το μερος που βρεθηκαμε-
καθως, βασανισμενο, σε σερνει απ' το λαιμο
ο υπηρεσιακος δεσμοφυλακος
-που ειναι ενας ανθρωπος οπως ολοι-
Το κεφαλι σου σκυφτο
η μουσουδα σου στραμενη στη τσιμεντωμενη γη
κι εισαι λυπημενο και μονο,
ποσο μονο!
Δεν εχεις ειδος, ουτε ονομα επιστημονικο,
κανεις δεν εχει ξαναδει αλλο ομοιο σου
Κοιταμε….
υπνωτισμενοι απ' την παραξενια σου
και που δεν εχουμε ξαναδει πλασμα πιο ζωντανο…
ετσι αλυσοδεμενο να σε σερνει τωρα
ο υπηρεσιακος δεσμοφυλακας
ενας ανθρωπος οπως ολοι,
που δε ξερει τι κανει.
Ανησυχαστικο το θεαμα, ταραζει νου κι αισθησεις
κι οσες ελπιδες ειχαμε τις σβηνει.
Ισως, καλυτερα, στο ποταμι να ειχαμε πνιγει.

contact