ΚΑΦΑΣΙ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ
Υποβλήθηκε από ofios στις Τρί, 31/05/2011 - 22:45.Θυμήθηκε τον Λάζαρο.
Πάντα ο αχνός τού απογευματινού καφέ τής θύμιζε τον Λάζαρο...
Ποτέ δεν εκάθησαν πλάι-πλάι στο μικρό σαλονάκι που βλέπει στον κήπο δίχως ένα φλυτζάνι καφέ ανάμεσά τους. Ήταν η αχρείαστη δικαιολογία για να βρίσκονται μαζί, εκείνος μόνος, απάντρευτος για μιά ζωή, κι΄εκείνη αφημένη απ΄τον άντρα της στην τύχη της αμέσως μετά τον δεύτερο πόλεμο, τον αδερφοκτόνο.
Στην Πανεπιστημίου ο κόσμος κύτταζε τα γερμανικά καμιόνια να κυλάνε με θόρυβο και να φεύγουν φορτωμένα ντροπή και φόβο.
Κι΄από την άλλη άκρη του δρόμου σερνόταν αθόρυβα και ύπουλα ο εμφύλιος, να μπει σε κάθε σπίτι, να μην αφήσει καμμιά οικογένεια αλέρωτη, καμμιά συνείδηση ακέραια.
Πούσαι Λάζαρε, είπε μέσα της, να δεις πόσο πληρώνουμε ακόμη τον εμφύλιο, πούσαι να δεις οπούλεγες που θα φύγει και θ΄αγκαλιαστούμε να ξεχάσουμε και να πιούμε παρέα πάνω στα μνήματα των άτυχων που΄πέσαν από το ίδιο χέρι πούσφαζε και τον κατακτητή, πούσαι Λάζαρε να στερέψεις απ΄το κλάμα σα δεις πόσος εμφύλιος κοιμάται ακόμα μέσα μας και περιμένει μια μικρούλα αφορμή για να σκάσει μύτη...
Θυμάται τον παπά να κάθεται στην άκρη στο πεζοδρόμιο με τα χέρια ν΄αναδεύουν το χώμα εμπρός του και να μουρμουράει κουνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι «Πού΄ν΄το αίμα.., πού΄ν ΄τα παιδιά...» και ύστερα θυμάται να σκιρτάει με τον αρχάγγελο που της φάνηκε πως είδε να κυλάει καταπάνω της απ΄την άκρη του δρόμου. Είχε τον ήλιο πίσω της και τού φώτιζε το εθνόσημο στο δίκωχό του κι΄έλαμπε και της φαινόταν άγιος που επάσχιζε να ξεφύγει απ΄το κακό και ΄κείνη είχε θελήσει να τονε σταματήσει να μείνει για λίγο κοντά της, να την ακούσει να του λέει πόσο το μέσα της ζήταγε ν΄ακούσει έναν αντρίκιο λόγο εξόν από ΄κείνον του πατρός της, που την εσταύρωνε να φύγει για την άλλη άκρη της γής, να γλυτώσει απ΄το σύννεφο που΄ρχόταν γοργά, να ψαύσει να βρει την τύχη της αλλού, να μη μιλάει πιά τα ελληνικά.