Γαριφαλιές
Υποβλήθηκε από fantasmamore στις Παρ, 31/10/2008 - 11:09.Το πρωί που βγήκα βόλτα στον παραλιακό δρόμο, συνάντησα δυο γεροντάκια που καβάλα στα ποδήλατά τους, έκαναν τον πρωινό τους περίπατο. Για λίγα μέτρα τους έκανα κι εγώ παρέα κι άκουσα λίγα από αυτά που συζητούσαν. Επειδή δεν συστηθήκαμε όμως, δεν έμαθα τα ονόματά τους κι έτσι, για τις ανάγκες της ιστορίας, θα αποκαλώ τον ένα στωικό και τον άλλο κυνικό.
Κυνικός: Κοίτα, κοίτα πως πετούν τα χελιδόνια, έτσι φεύγουνε τα χρόνια, πετούν γλυκά στον χρόνο και σε αφήνουν στάσιμο, να τα ακολουθείς με το βλέμμα...
Στωικός: Μα αν τα κοιτάξεις πιο καλά, θα δεις πως είναι δυνατά, πως πάνε στους ανέμους κόντρα για να φτάσουν στ' ανοιχτά!
Κυνικός: Κι αυτό το σπίτι ερειπωμένο, χρόνια ακατοίκητο κι εγκαταλελειμμένο, όνειρα για τα μέλλοντα δεν έχει, παρά σοβάδες που γλιστρούν σαν μνήμες...
Στωικός: Γιατί κάποτε στους τοίχους του στοίβαζε αγάπη και ελπίδα κι ήταν για τους ανθρώπους η πιο ζεστή γωνιά του κόσμου, το δοχείο που κρατούσε το ποτό που τις νεανικές καρδιές μεθά...
Κυνικός: Και εκείνο το πεύκο που ξεράθηκε, ένιωσε το κάλεσμα του χρόνου...
Στωικός: Και πρόλαβε να σπείρει άλλα πεύκα, στον ίσκιο τους όταν φτάσει η ώρα να ξαπλώσει, κι όχι κάτω από τον ήλιο της μοναξιάς που ξεραίνει κι ερημώνει...
Κυνικός: Και για τα σύννεφα που είναι ατμός τι έχεις να πεις; Σάμπως και αύριο θα είναι εκεί;
Στωικός: Σου λέω πως όχι! Αύριο δεν θα είναι εκεί. Θα είναι λίγο πάνω μας και λίγο μέσα στο νερό κι ακόμα λίγο μέσα στις λέξεις μας, όταν για εκείνα θα μιλάμε...
Ξαφνικά το ποδήλατο του Στωικού χτύπησε σε μια λακκούβα και με έναν γδούπο έπεσε στο έδαφος. Ο φίλος του πήγε να τον βοηθήσει και σταμάτησα κι εγώ κι έτρεξα κοντά τους... Τον πιάσαμε από τα μπράτσα για να τον σηκώσουμε.
Κυνικός: Το βλέπεις; Κάθε πράγμα στον καιρό του. Στην ηλικία μας το ποδήλατο είναι επικίνδυνο, να δεις που πάλι το έσπασες το πόδι...