Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Γαριφαλιές

Το πρωί που βγήκα βόλτα στον παραλιακό δρόμο, συνάντησα δυο γεροντάκια που καβάλα στα ποδήλατά τους, έκαναν τον πρωινό τους περίπατο. Για λίγα μέτρα τους έκανα κι εγώ παρέα κι άκουσα λίγα από αυτά που συζητούσαν. Επειδή δεν συστηθήκαμε όμως, δεν έμαθα τα ονόματά τους κι έτσι, για τις ανάγκες της ιστορίας, θα αποκαλώ τον ένα στωικό και τον άλλο κυνικό.

Κυνικός: Κοίτα, κοίτα πως πετούν τα χελιδόνια, έτσι φεύγουνε τα χρόνια, πετούν γλυκά στον χρόνο και σε αφήνουν στάσιμο, να τα ακολουθείς με το βλέμμα...
Στωικός: Μα αν τα κοιτάξεις πιο καλά, θα δεις πως είναι δυνατά, πως πάνε στους ανέμους κόντρα για να φτάσουν στ' ανοιχτά!
Κυνικός: Κι αυτό το σπίτι ερειπωμένο, χρόνια ακατοίκητο κι εγκαταλελειμμένο, όνειρα για τα μέλλοντα δεν έχει, παρά σοβάδες που γλιστρούν σαν μνήμες...
Στωικός: Γιατί κάποτε στους τοίχους του στοίβαζε αγάπη και ελπίδα κι ήταν για τους ανθρώπους η πιο ζεστή γωνιά του κόσμου, το δοχείο που κρατούσε το ποτό που τις νεανικές καρδιές μεθά...
Κυνικός: Και εκείνο το πεύκο που ξεράθηκε, ένιωσε το κάλεσμα του χρόνου...
Στωικός: Και πρόλαβε να σπείρει άλλα πεύκα, στον ίσκιο τους όταν φτάσει η ώρα να ξαπλώσει, κι όχι κάτω από τον ήλιο της μοναξιάς που ξεραίνει κι ερημώνει...
Κυνικός: Και για τα σύννεφα που είναι ατμός τι έχεις να πεις; Σάμπως και αύριο θα είναι εκεί;
Στωικός: Σου λέω πως όχι! Αύριο δεν θα είναι εκεί. Θα είναι λίγο πάνω μας και λίγο μέσα στο νερό κι ακόμα λίγο μέσα στις λέξεις μας, όταν για εκείνα θα μιλάμε...

Ξαφνικά το ποδήλατο του Στωικού χτύπησε σε μια λακκούβα και με έναν γδούπο έπεσε στο έδαφος. Ο φίλος του πήγε να τον βοηθήσει και σταμάτησα κι εγώ κι έτρεξα κοντά τους... Τον πιάσαμε από τα μπράτσα για να τον σηκώσουμε.

Κυνικός: Το βλέπεις; Κάθε πράγμα στον καιρό του. Στην ηλικία μας το ποδήλατο είναι επικίνδυνο, να δεις που πάλι το έσπασες το πόδι...

Η συνέχεια επι της οθόνης

Ο ήχος από μεταλλάκια που χτυπιούνται και τρίβονται μεταξύ τους, σαν κλαπατσίμπαλα, ήταν συνώνυμος μ' αυτόν.
Κάθε πρωΐ ακριβώς, στις έξι, βρέξει χιονίσει, Κυριακές και εορτές, ο ήχος ακουγόταν βιαστικός και έντονος, σαν τον ίδιο και μετά εμφανιζόταν. Ο Μανώλης, ο αναρχικός, το παρατσούκλι του. Είχε έρθει στο χωριό μας μετά την αποστασία το '65, είχε βαρεθεί στην Αθήνα το κάλεσμα της αστυνομίας, κάθε τρεις και λίγο για μία κουβεντούλα.
Και μετά εδώ οι χωροφύλακες δεν τον ενοχλούσαν και πολύ, τον είχαν μάθει, και σαν μηχανικό, αλλά και άνθρωπος που έπιαναν τα χέρια του, τον είχαν ανάγκη. Πότε το τζιπ που χάλαγε, πότε το 'να ποτε τ' άλλο, δεν έλεγε όχι κανενός.Τον αγαπήσαμε, τον βάλαμε στο σπίτι μας.
Έτσι που λές με το Μανώλη μα να σου συνεχίσω την ιστορία.
Πάνω στο μισοδιαλυμμένο του ποδήλατο, περνούσε τα πρωϊνά μπροστά μας φουριόζος, κατέβαινε την στρατηγού Κατσιμπίκουνα, έστριβε δεξιά στην πλατεία Ηρώων -που ήταν και ο καφενές μας-
φωνάζοντας ένα γειά, έστριβε αριστερά και δεξιά στη γωνιά, έκανε μια στάση στο φίλο του τον κουρέα -το σπίτι του ήταν πάνω απ'το κουρείο του- λέγανε δύο κουβέντες και μετά στο εκκλησάκι κάτω στη θάλασσα, τον αη Νικόλα.
Παράξενη φιλία είχαν με τον μπαρμπέρη, ο ένας αναρχικός με γερή θεωρητική κατάρτιση και γνώση ιστορική, ο άλλος κομμουνιστής, στήνανε κάτι καυγάδες, τρικούβερτους. Εμείς τους ακούγαμε από το καφενείο, δεν καταλαβαίναμε βέβαια όλα τα θεωρητικά τους, αλλά γελούσαμε με ότι κατέβαζαν ο ένας στον άλλον.
Και μια φορά που λές, ο Μανώλης κατάφερα ν' ακινητοποιήσει τον κουρέα το Δημητράκη, πάνω στη πολυθρόνα που κούρευε.
Φωνάζοντας, λοιπόν σαν τους ερυθρόδερμους στα καουμπόΐκα, έσυρε έξω την πολυθρόνα και πασάλειψε το Δημητράκη με τον αφρό του σαπουνιού για το ξύρισμα.
Χοροπηδώντας και αναπαριστώντας ένα υποτίθεται χορό νικητών στη Νέα Γουΐνέα, φώναζε σε όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί τριγύρω.

Μισός ήλιος

Για εκείνον το ποδήλατο δεν ήταν επιλογή τον καιρό εκείνο. Ανάγκη ήταν.
Γιατί χρήματα δεν είχε, ούτε ταυτότητα για να πιστοποιήσει την ύπαρξή του. Ακόμα όμως κι αν κατάφερνε να τρυπώσει σε ένα βαγόνι, ήταν τόσα πολλά τα μπλόκα που δεν θα κατάφερνε σίγουρα να φτάσει στον προορισμό του. Οι φήμες λέγανε πως μέχρι και τρείς μέρες έκανε το τρένο από τον βορρά για την Αθήνα, λόγω των συχνών στάσεων και των ελέγχων. Για μια απόσταση που άλλοτε έκανε σε 12 ώρες.
Εργαζόταν περιστασιακά στα χωράφια με όποιο τρόπο μπορούσε κι αυτό του εξασφάλιζε μια κάποια τροφή και μια φτωχική στέγη, σε υπόγεια-αποθήκες και σε στάβλους όπου τα ζώα κοιτούσαν με περιέργεια αυτό το αυτοσχέδιο κομμάτι ξύλου, το τυλιγμένο με πατσαβούρες, που φύτρωνε κάτω από την μασχάλη του για να καταλήξει εκεί που θα κατέληγε το πόδι του λίγους μήνες νωρίτερα.
Δεν είχε και πολλές μνήμες από το νοσοκομείο. Σαν να ξημέρωσε μια μέρα και- έτσι απλά- του έλειπε ένα άκρο.
Μόνο τις νύχτες θυμόταν, εκείνες τις νύχτες στο νοσοκομείο, όπου πάσχιζε κοιτώντας τα χιλιάδες αστέρια του ανοιξιάτικου ουρανού να δει ξανά τα μάτια της, δυο μαύρα πηγάδια που αντανακλούσαν στον βυθό τους μια μικρή λάμψη από το φεγγάρι που απομακρυνόταν από τη γη τους, όσο σε αυτή τη γη, πλησίαζε ο πόλεμος.
“Δεν θα σε αφήσω μόνη, για κανένα λόγο!” της έλεγε, τη νύχτα πριν την αναχώρηση.
Την επόμενη μέρα θα την έβλεπε να στέκεται σιωπηλή στην αποβάθρα, με τα μαύρα της μάτια να αντανακλούν το φως που χανόταν, την ώρα που μια γειτόνισσα του έσπρωχνε καραμέλες και τσιγάρα στην τσέπη.
Μα όταν είδε τον εαυτό του, σακάτη στα 22 του, αποφάσισε πως δεν θα γυρνούσε πίσω. Οι σακάτες δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά πράγματα στους ανθρώπους που αγαπάνε, μόνο πόνο και λύπηση. Κι ήταν το βλέμμα αυτό κάτι που ήξερε καλά, το έβλεπε αποτυπωμένο στα πρόσωπα εκείνων που του έδιναν ψευτοδουλειές για να μπορέσει να ζήσει με μια κάποια αξιοπρέπεια.

Παύση

27 λεπτά πριν τις 8.
Μόνο το κόκκινο ποδήλατό του ξεχώριζε κι όλα τα υπόλοιπα ήταν γκρίζα και μουντά.
Είχε σταματήσει για να πάρει μια ανάσα και να ξεκουράσει τα γόνατά του. Παρατηρούσε τον κόσμο που κατηφόριζε βιαστικά τα πεζοδρόμια, τα αυτοκίνητα που στριμώχνονταν στους στενούς δρόμους κι όλα αυτά στην ευθεία μπλέκονταν και κατέληγαν σε μια θολή γκρίζα γραμμή που προχωρούσε με θόρυβο κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό. Το σκουριασμένο αίμα αυτής της απρόσωπης πόλης. Άνθρωποι που έτρεχαν να προλάβουν, που σκέφτονταν τις δουλειές τους, που δεν σταματούσαν να κοιτάξουν γύρω τους, να κάνουν μια παύση... Τόσοι άνθρωποι κλεισμένοι σε λαμαρίνες και σε ρολόγια, γρανάζια μιας πόλης χωρίς άλλες αντοχές, χωρίς όνειρα, δίχως χρόνο.
14 λεπτά πριν τις 8.
Είχε αγκαλιάσει την κούπα με τον καφέ και κοίταζε την αντανάκλαση του στο βυθό. Πρώτη μέρα στη δουλειά σήμερα, ήθελε να κάνει καλή εντύπωση. Ευτυχώς το γραφείο ήταν μόλις δύο στενά από το καφέ κι έτσι δεν θα χρειαζόταν να τρέξει. Το πλήθος συνέχιζε να κυλά στον ίδιο ρυθμό και οι πρώτες χοντρές ψιχάλες έπεσαν με δύναμη στη τζαμαρία. Ακούμπησε το μέτωπο του στη γροθιά του και μύρισε ξανά το άρωμα της, απομεινάρι μιας πρωινής αγκαλιάς που κρατούσε πάντοτε λιγότερο από ότι θα έπρεπε. Όσο την σκεφτόταν, αδυνατούσε ακόμα περισσότερο να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι γύρω του σχημάτιζαν γκρίζες γραμμές. “Ίσως”, σκέφτηκε, “να μην έχουν το άρωμα κάποιας αγκαλιάς στον καρπό τους. Κι ίσως ακόμα να μην έχουν μια αγκαλιά και γι' αυτό ξέχασαν να ζουν”.
3 λεπτά πριν τις 8.
Έβρεχε, πάει η καλή εντύπωση. Καβάλησε το ποδήλατο του, και βγήκε στον δρόμο με το σκουριασμένο αίμα που συνέχιζε να κυλάει το ίδιο μηχανικά και με τον ίδιο θόρυβο. Είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά, η θέση ήταν καλή. Είχε ανάγκη και από ένα αδιάβροχο, αλλά αυτό έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ένα λεωφορείο πέρασε δίπλα του και την επόμενη στιγμή ήταν καλυμμένος με τα γκρίζα νερά του δρόμου.