Άνοιξα τα χέρια

Άνοιξα τα χέρια μου
όταν ήρθες.
Άνοιξα τα χέρια μου
και σε άφησα να φύγεις.
Άνοιξα τα χέρια μου
στο μέλλον,
και δεν σε περιμένω πια.
Άνοιξα τα χέρια μου
όταν ήρθες.
Άνοιξα τα χέρια μου
και σε άφησα να φύγεις.
Άνοιξα τα χέρια μου
στο μέλλον,
και δεν σε περιμένω πια.
Aσυνήθιστη ησυχία σήμερα στο γραφείο. Οι υπάλληλοι σκυμμένοι στα χαρτιά τους, καθένας στο αντικείμενό του. Σηκώθηκε με μια μικρή στοίβα έγγραφα για το αρχείο. Η Λήδα.
Επτά χρόνια στο ίδιο γραφείο, αυτό το φθινόπωρο έκλεισε σαρανταπέντε. ''Μην το λες, δε σου φαίνεται'', της έλεγαν οι άλλες, κι εκείνη ήξερε το μυστικό. Διατηρούσε την αθωότητα μιας κοριτσίστικης καρδιάς. Μιας καρδιάς σε αναμονή.
Τρίτη σήμερα, σκέφτηκε, και βγήκε στον άδειο διάδρομο να ξεμουδιάσει. Είχε ήδη έτοιμο το χαρτάκι. Κάθε Τρίτη ερχόταν ο Πέτρος, ο υπάλληλος από τα κεντρικά που εκτελούσε χρέη ταχυδρόμου, φέρνοντας στα γραφεία την επείγουσα αλληλογραφία.
Ψηλός, πολύ μελαχρινός, με μεγάλα σκοτεινά μάτια, την αιχμαλώτισε από την πρώτη μέρα που ήρθε στο γραφείο, με την πρώτη χειραψία.
Αυτή η περιοχή τον νευρίαζε. Και να σκεφτείς πως εδώ είχε μεγαλώσει.
Δυό στενά παραπάνω τσούλαγε το πατίνι του και στο παρκάκι με το άγαλμα που έκανε τσίσα του είχε φιλήσει το πρώτο του κορίτσι στα δεκατρία του.
Μα τώρα ήταν όλη ένα σίχαμα. Δεν έφταναν οι μεγαλονοικάρηδες που στοίβαζαν είκοσι-είκοσι τους μετανάστες σε κάτι γκαρσονιέρες της συμφοράς, τώρα είχαν κουβαληθεί και κάτι απερίγραπτοι τύποι με μαύρες μπλούζες και ξυρισμένα κεφάλια που το έπαιζαν σωτήρες του λαού.
Νομίζω τα ποιήματα μου έχουν τελειώσει πια.
Πεζή έγινε η καθημερινότητα, αλλά όχι πάντα.
Περνάνε κάτι λαμπερές στιγμές, τρέχουν, μερικές φορές δεν προλαβαίνεις να τις πιάσεις.
Παλιά στα σχολεία υπήρχε το ''τετράδιο σχολικής ζωής'', που κρατούσε ένας από τους δασκάλους και κατέγραφε όλα τα σημαντικά περιστατικά της ημέρας.Κάτι σαν το ''ημερολόγιο μηχανής'' που κρατούν στα πλοία, κι εδώ θα θυμηθώ το Σεφέρη με το ''Ημερολόγιο Καταστρώματος''.
Ένα από τα πρωτάκια μας έκλαιγε τις πρώτες μέρες στην τάξη.
''Γιατί κλαις, Σοφία;''
"Κυρία, νομίζω πως η γιαγιά μου δεν θα έρθει σήμερα να με πάρει''.
Οι μέρες πέρασαν.Έρχεται χθες στο διάλειμμα και με αγκαλιάζει, η Σοφία.
''Μοιάζεις με τη μαμά μου, την Ακριβούλα. Έχεις τα ίδια μαλλιά''.