FreeDay Noir...

Αυτή η περιοχή τον νευρίαζε. Και να σκεφτείς πως εδώ είχε μεγαλώσει.
Δυό στενά παραπάνω τσούλαγε το πατίνι του και στο παρκάκι με το άγαλμα που έκανε τσίσα του είχε φιλήσει το πρώτο του κορίτσι στα δεκατρία του.
Μα τώρα ήταν όλη ένα σίχαμα. Δεν έφταναν οι μεγαλονοικάρηδες που στοίβαζαν είκοσι-είκοσι τους μετανάστες σε κάτι γκαρσονιέρες της συμφοράς, τώρα είχαν κουβαληθεί και κάτι απερίγραπτοι τύποι με μαύρες μπλούζες και ξυρισμένα κεφάλια που το έπαιζαν σωτήρες του λαού.

Σκατά. Όχι μεταφορικά, κανονικά σκατά, από τα οποία ήταν γεμάτα τα πεζοδρόμια. Φιλόζωοι και σκατά στα μούτρα τους. Μόλις είχε πατήσει μια νερουλή κουράδα και έξυνε το παπούτσι του στο ρείθρο του πεζοδρομίου, όταν άκουσε τη φωνή της πίσω του, λίγο πειρακτική και λίγο κοροϊδευτική: «Τζίκα, εδώ είσαι;» και ρίχνοντας την ματιά της στο παπούτσι του συνέχισε «Α! βλέπω σ’ έπιασε φαγούρα στην πατούσα...»

Γύρισε αργά το βλέμμα του προς την καλλίγραμμη φιγούρα και για δευτερόλεπτα πριν μιλήσει θαύμασε το ότι, ούτε η στολή μπορούσε να κρύψει το θηλυκό κάτω από το σκούρο μπλε και μέσα στα βαρειά άρβυλα που χορηγούσε η υπηρεσία:
«Τί θες, αρχιφύλακα, δεν είναι ‘δω μέρος για αρχάριες...», είπε πίσω από μια γκριμάτσα δήθεν δυσαρέσκειας.
«Η Σήμανση τελείωσε.” είπε εκείνη αλλάζοντας το ύφος της σε αυστηρά επαγγελματικό. “Ούτε ίχνος. Επαγγελματίας ο τύπος. Ούτε κλάσιμο δεν άφησε πίσω του».
Εδώ και καιρό προσπαθούσε να μιμηθεί τις εκφράσεις των παλαιότερων συναδέλφων της για να δείχνει μπασμένη στα κόλπα. Δεν τής πετύχαινε πάντα. Ούτε και τώρα.
Το μπλε του περιστρεφόμενου φάρου αναβόσβηνε πάνω τους. Του θύμισε μια ταινία του αχώνευτου του Ταραντίνο μα δεν μπορούσε να βρεί ποιάν ακριβώς.

Στάθηκε μπροστά της χωρίς να σηκώσει έστω και λίγο τους γυρτούς από συνήθεια ώμους του: «Εσύ περίμενες να βρει κάτι η Σήμανση..;»
Έφτιαξε τον γιακά του μπεζ ξεθωριασμένου μπουφάν του.
«Έχει αλλάξει το έγκλημα σ’ αυτή την πόλη, μπέμπα, έχει ξεφύγει από τα σκουπάκια και τα σκονάκια της σήμανσης». Πρόλαβε να την δεί να κοκκινίζει ως τ' αυτιά για το “μπέμπα” πριν της γυρίσει αργά την πλάτη. Ήταν καλή η μικρή, πολύ καλή στην δουλειά της. Απλώς ήθελε να κάνει πάρα πολλά σε πολύ λιγο.

Περπάτησε γρήγορα, αλλά όχι τόσο ώστε να δείξει πως βιάζεται. Ήξερε πως τον παρακολουθούσε από μακρυά. Τον είχε σαν μεγάλο αδελφό στη δουλειά της. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να λέει εκείνος στον εαυτό του. Η διαφορά ηλικίας εξάλλου ήταν σεβαστή. Για 'κείνον.

Έστριψε στην Θωμοπούλου και βγήκε στην Στρατηγού Ρώσση. Η γνώριμη πλαστική ταινία στιγμάτιζε από μακρυά τον χώρο του εγκλήματος. Περπάτησε κυττώντας γύρω του αδιάφορα, στην πραγματικότητα όμως, σάρωνε κυριολεκτικά την γύρω γειτονιά. Κόσμος είχε βγει στα μπαλκόνια και χάζευε.

«Αστρείδη, τί έχουμε...» είπε με φωνή που μόλις έφτασε μέχρι τον δόκιμο αστυνομικό που πετάχτηκε τρομαγμένος.
«Δεν σας άκουσα, κύριε υπαστυνόμε...» είπε κι΄έκανε να σηκώσει το χέρι του σε χαιρετισμό, αλλά αμέσως θυμήθηκε πως δεν χαιρετούν ποτέ βαθμοφόρους που στην συνέχεια θα κάνουν έρευνα στην περιοχή. Είναι σαν να προειδοποιείς τους περίοικους ανάμεσα στους οποίους, τις περισσότερες φορές, είναι και κάποιος εμπλεκόμενος. Ανασήκωσε την ταινία για να περάσει ο Τζίκας που κούνησε ελαφρά το κεφάλι του σε ένδειξη εκτίμησης για την ραγδαία βελτίωση του νεαρού, που είχε φτάσει στην υπηρεσία μόλις πριν δύο εβδομάδες.

Απ’ όλο τον δρόμο είχε μείνει φωτισμένο μόνο το μαγαζί όπου ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα πίσω από ένα γραφείο ο Λεωνίδας Φωτιάδης. Νεκρός μεν, αλλά, καθιστός.
Ούτε καν πεσμένος στο πάτωμα, ούτε γερμένος στο πλάι. Καθιστός, σα να περίμενε τον επόμενο πελάτη. Θάλεγες πως χαμογέλαγε κιόλας, αλλά, πολλοί νεκροί που είχαν πεθάνει με ένα μόνον χτύπημα, όπως και τούτος εδώ, είχαν μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο.
Τα μάτια του ατένιζαν χαζά το ταβάνι και η τελευταία ανάσα είχε αφήσει το στόμα ανοικτό φεύγοντας.

Ένας μεγάλος λεκές είχε απλωθεί τριγύρω στην καρδιά και γινόταν ακόμη πιό εξωπραγματικός από το γεγονός ότι, ο νεκρός φόραγε πράσινο πουκάμισο.
Πράσινο πουκάμισο... Ποιός φοράει σήμερα πράσινο πουκάμισο, αναρωτήθηκε ο υπαστυνόμος Τζίκας.
Στα χειρουργεία φοράνε παρόμοιο χρώμα για να μαλακώνει η θέα του αίματος, να κρύβεται το κόκκινο, να μην τρομάζουν οι συγγενείς όταν ανοιγοκλείνει η πόρτα.
Σε αντίθεση με το νεκροτομείο. Εκεί όλα είναι λευκά. Δεν υπάρχει αίμα, βλέπεις, παρά μόνον ένα μαυρομπλέ υγρό που πολλές φορές ούτε καν ρέει.

Φαντάστηκε για μιά στιγμή τον Φωτιάδη στον κατάλευκο θάλαμο, ξαπλωμένο στον ανοξείδωτο πάγκο φορώντας αυτό το πράσινο πουκάμισο με τον τεράστιο μπλε λεκέ.
Σαν σκηνή από εκείνο το βιντεοκλίπ του Tom Petty με την Kim Bassinger.
Πώς το λέγαν το τραγούδι... Να πάρει... Είχε αρχίσει να πιστεύει πως η μνήμη του δεν έχανε ευκαιρία να του υπενθυμίζει την ηλικία του.
Σαν να ήταν μια διαφορετική οντότητα, θυμωμένη με τα σαράντα εννιά χρόνια που είχαν μαζευτεί πίσω του.

“Δεν θα μπορέσει ο Φωτιάδης να πάρει άλλη παραγγελία για μεταφορά κατεψυγμένων απ' ό,τι φαίνεται υπαστυνόμε; Εε, χε,χε!!!”

Ο Δαραβίγκας... Τί στον διάολο έκανε εδώ αυτός ο μαλάκας από τα κεντρικά...
“Ναι, μάλλον θα χρειαστεί κατάψυξη ο ίδιος...” μουρμούρισε μέσα απ΄τα δόντια του όχι τόσο σιγά όμως ώστε να μην τον ακούσει ο Δαραβίγκας που ξέσπασε σ' ένα από 'κείνα τα γέλια που δεν ξέρεις αν είναι δημοσιοσχεσίτικα ή απλώς, εξοργιστικά βλαμμένα.

Γύρισε απότομα προς το μέρος του: “Δαραβίγκα, υπάρχει κόσμος που δεν αρέσκεται να ακούει τους εκπροσώπους της τάξης να γελάνε τρανταχτά πάνω από το πτώμα ενός γείτονά τους!”

Ο Δαραβίγκας, αν και μεγαλύτερος σε βαθμό, ξεροκατάπιε και κράτησε στα μούτρα του μόνον κάτι σαν χαμόγελο, σαν ανόητος, ζωντανός κερματοδέκτης. Μίλησε βιαστικά: “Κανείς δεν είδε τίποτα... Ρωτήσαμε και κανείς δεν είδε τίποτα.”

Ο Τζίκας πέρασε πίσω από το γραφείο και έρριξε μια ματιά στο φθαρμένο παχύ χαλί από κάτω, που είχε αρχίσει να αλλάζει και αυτό χρώμα από το αίμα του Φωτιάδη. Άντε να το νοικιάσεις τούτο ΄δω μετά, σκέφτηκε. Αν ήταν διαμέρισμα, θάμενε κοινό μυστικό των υπολοίπων ενοίκων, αλλά μαγαζί μαγαρισμένο με φόνο... Χέστα...

“Ώρα..;” ρώτησε χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα.
“Δώδεκα παρά τέταρτο” έσπευσε ο Δαραβίγκας πιάνοντας με δείκτη και αντίχειρα το ρολόι του.
Χωρίς να απαντήσει γύρισε και κύτταξε με μιά γκριμάτσα ανυπομονησίας την Πάλογλου που στο μεταξύ είχε κατέβει αθόρυβα τα δύο σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο και στεκόταν πλάι στην πόρτα. “Δέκα και μισή” είπε εκείνη χωρίς καν να γυρίσει να κυττάξει οποιοδήποτε ρολόι.

Ο Δαραβίγκας καταλαβαίνονας το λάθος του έκανε να απολογηθεί αλλά, ο Τζίκας τον πρόλαβε σηκώνοντας λίγο το χέρι του. “Δέκα και μισή, λοιπόν μας άφησε χρόνους ο μπάρμπας” είπε “Και ο Φωτιάδης συνήθιζε να μένει ανοικτός μέχρι εκείνη την ώρα..;”

“Ήταν χωρισμένος, υπαστυνόμε”, πρόλαβε τον Δαραβίγκα η Πάλογλου τονίζοντας ιδιαίτερα τον χαρακτηρισμό, “Και συχνά καθόταν μέχρι αργά στο μαγαζί χωρίς κανένας να μπαίνει και χωρίς κανένας να βγαίνει.” Έρριξε το βλέμμα της κάτω.
“Απλώς, έτρωγε την ώρα του, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι εργένηδες, υπαστυνόμε...” Τελειώνοντας την φράση της είχε σηκώσει απότομα τα μάτια της επάνω του.

“Μάλιστα.... Και κοινωνιολογική ανάλυση η αρχιφύλαξ...” είπε γυρίζοντάς της την πλάτη ψάχνοντας δήθεν κάτι στο πάτωμα.
“Μπράβο, αρχιφύλαξ... Θα πας μπροστά...”. Κωλόπαιδο, έχεις βρει τον κάλο μου και τον πατάς όποτε σου καπνίσει, σκέφτηκε, ενώ πρόφερε τις τελευταίες λέξεις.

“Ώστε κανείς δεν είδε τίποτε” είπε σαν να μίλαγε στον εαυτό του.
Μα σάμπως βλέπει και κανείς ποτέ... Έχουν χαζέψει από την τηλεόραση και το τζόκερ... Θυμήθηκε μια φορά που βρέθηκε ένας νεκρός σ' ένα προπατζίδικο ανάμεσα ακριβώς από δεκαπέντε άτομα που χάζευαν την οθόνη του ΚΙΝΟ. Ε, λοιπόν, τον είχανε φάει και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι...

Γονάτισε στην άκρη του χαλιού. Πόσο θάθελε ένα τσιγάρο τώρα, πόσο θάθελε ένα τσιγάρο...
“Δαραβίγκα, πήρατε αποτύπωση του χαλιού;” ρώτησε σαν να μίλαγε στο χαλί.
Ο Δαραβίγκας τσακίστηκε βγάζοντας ταυτόχρονα την τσίχλα απ΄το στόμα του: “Να ρωτήσω και να σου πω Τζίκα, να ρωτήσω και να σου πω.” Έκανε να βγεί έξω, αλλά ξάφνου σταμάτησε και γύρισε μπρος πίσω: “Όχι, δεν πήραμε, το θυμήθηκα, δεν πήραμε...”

Ο Τζίκας κούνησε το κεφάλι του σαν δάσκαλος που πιάνει τον μαθητή του αδιάβαστο. “Αδειάστε μου τη γωνιά να δουλέψω...” είπε τονίζοντας τις λέξεις μία μία.
Η Πάλογλου έμεινε ακίνητη. Ο Δαραβίγκας τής έκανε νόημα δείχνοντας με το κεφάλι προς την πόρτα. “Εκτός από ΄σένα, Πάλογλου...” συμπλήρωσε ο Τζίκας σα νάχε δει πίσω απο την πλάτη του το νεύμα. “Εσύ μείνε, να μαθαίνεις...”.

Μπορούσε να ακούσει την αναπνοή της που είχε γίνει πιό βαρειά και γρήγορη. Μία σου και μία μου...σκέφτηκε. Φαντάστηκε τα μάγουλά της που θάχαν γίνει κατακόκκινα γι' άλλη μια φορά και αχνογέλασε.

“Πιάσε μου το πορτατίφ” είπε χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. Η Πάλογλου επιλέγοντας σωστά έφερε το πορτατίφ που στεκόταν στο δεύτερο ράφι της βιβλιοθήκης και όχι εκείνο του γραφείου. Άπλωσε το χέρι της χωρίς να σκύψει. Ο υπαστυνόμος τεντώθηκε, πήρε το πορτατίφ και το έβαλε στην κοντινότερη πρίζα. Ένα ανέλπιστα δυνατό φως τον χτύπησε στα μάτια και γυρισε το πρόσωπό του στο πλάι.

“Σβήσε το φως, σε παρακαλώ” είπε ενώ χαμήλωνε το πορτατίφ στο ύψος του χαλιού. Το φως απλώθηκε σαν να χυνόταν από μπουκάλι. Χαμήλωσε ακόμη περισσότερο τον βραχίονα και μετακίνησε αργά το πορτατίφ κατά μήκος του χαλιού.

“Ελα ΄δω” είπε, και η Βασιλική έσκυψε δίπλα του με τα μάτια καρφωμένα στο χαλί. “Τί βλέπεις, μπέμπα... Δες καλά και πές μου ΄τι βλέπεις...” είπε με φωνή ζορισμένη από το σκύψιμο.
Η αρχιφύλακας, που είχε πάρει την προσφώνηση σαν χαϊδευτική αυτή τη φορά, πλησίασε το πρόσωπό της στο χαλί προσπαθώντας να διακρίνει αυτό που είχε διαφύγει από τους άλλους, αλλά όχι και από τον Τζίκα.
Όμορφη που είναι, σκέφτηκε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου ο υπαστυνόμος και αμέσως άκουσε την φωνή της, βαρειά, σαν να ανήκε σε κάποιαν άλλη, είκοσι χρόνια μεγαλύτερη. “Ίχνη από παπούτσια...” τραβήχτηκε λίγο πίσω ”Μα τι σόι παπούτσια έιναι αυτά που πατάνε μόνον στο τακούνι... Πού είναι οι μύτες τους..;” αναρωτήθηκε δυνατά ενώ στην ουσία ζητούσε την εξήγηση που ήξερε πως ο υπαστυνόμος την είχε έτοιμη.
“Δες εδώ” της είπε δέιχνοντας τρία δάχτυλα μπροστά από το τέλος του ίχνους του τακουνιού, “Δες! Ξέρεις τί είναι αυτό..;” ρώτησε κυττάζοντάς την στα μάτια. Η Πάλογλου ανασήκωσε τα φρύδια σε ένδειξη παντελούς άγνοιας.
“Μοιάζει σαν νάχε σφηνωμένο κάτι εδώ, σ' αυτό το σημείο” έδειξε ένα σημάδι που ήταν πολύ πιό βαθύ.

Ο υπαστυνόμος σηκώθηκε και έδωσε το χέρι του στην Πάλογλου. Τον κράτησε γερά και σηκώθηκε αργά κυττάζοντας ακόμη το ίχνος. Για λίγο, για πολύ λίγο βρέθηκαν κοντά, πρόσωπο με πρόσωπο. 'Last dance with Mary Jane', τούρθε στο μυαλό ο τίτλος του τραγουδιού του Tom Petty και απότομα τής άφησε το χέρι. Η Bassinger έπαιζε μια νεκρή στο βιντεοκλίπ.

Πήγε προς τον τοίχο και πάτησε τον διακόπτη. Το φως τινάχτηκε μέσα στο δωμάτιο και μισόκλεισαν και οι δύο μαζί τα μάτια τους. Η αρχιφύλακας άφησε το προτατίφ στην θέση του. Ο Δαραβίγκας κύτταζε απ΄έξω χωρίς να καταλαβαίνει.
“Τί κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου, Πάλογλου..;” την ρώτησε απαλά.
Η Βασιλική σάστισε.“Διάφορα... εμμ, βγαίνω για τρέξιμο...διαβάζω, βλέπω ταινίες... Γιατί..;” .
Ο Τζίκας θάθελε νάχε διακρίνει μια προσμονή στον τόνο της φωνής της. Όχι όμως. Η μικρή ήταν απλώς σαστισμένη.

Ανάσανε. “Εγώ παληά έκανα ποδήλατο” είπε μονοκοπανιά, ενώ με το αριστερό του χέρι έκανε νόημα στον Δαραβίγκα να στείλει μέσα έναν αστυνόμο. Ο νεαρός μπήκε με φόρα σχεδόν κουτρουβαλώντας τα δύο σκαλοπάτια. “Διατάξτε!” είπε.

“Θέλω να πας εκεί έξω και να γυρίσεις με όλα τα στοιχεία που βρέθηκαν σε ακτίνα εκατό μέτρων”, είπε αργά καρφώνοντας στα μάτια τον νεαρό. “Και βγάλε αυτό το πηλίκιο... Δεν είσαι υποχρεωμένος να το φοράς τέτοια ώρα... Κατάλαβες, πώς είναι τ' όνομά σου..;”

“Σωτηρίου, κύριε υπαστυνόμε” είπε ο νεαρός και ταυτόχρονα τράβηξε με μια κίνηση το πηλίκιο και το μάγκωσε κάτω απ΄το δεξί του χέρι. “Πηγαίνω, κύριε υπαστυνομε” είπε και βγήκε γρήγορα όπως ακριβώς είχε μπει στην σκηνή. Θέατρο, σκέφτηκε ο Τζίκας, θέατρο παίζουμε όλοι, είναι δω μια σκηνή και ΄μεις εκτελούμε τους ρόλους μας. Θυμήθηκε μια παράσταση που είχε δει πριν μερικά χρόνια. 'The Killer Show'. Δεν έμοιαζε καθόλου με το αποψινό. Ακόμη και το κοινό είχε αρχίσει να αποτραβιέται από τα απέναντι μπαλκόνια.

Είχε ξεχάσει την Πάλογλου που περίμενε υπομονετικά. Στράφηκε προς το μέρος της. “Clipless, Βασιλική, clipless!” της είπε σαν παιδάκι που αποκαλύπτει στον κολλητό του το όνομα του κοριτσιού του στην Τρίτη δημοτικού. Και βλέποντας πως η μικρή δεν έβγαζε νόημα, συνέχισε: “Κουμπωτά πετάλια... Από 'κείνα που πιάνουν το παπούτσι πάνω στο πετάλι για να πεταλάρεις καλύτερα. Κατάλαβες τώρα;”

Η Βασιλική μισάνοιξε το στόμα της. “Όχι...” Ο Τζίκας πήγε κοντά της μ' ένα στυλό κι΄ένα κομμάτι χαρτί. Με μερικές γραμμές τής έδειξε πώς ακριβώς κούμπωνε το παπούτσι επάνω στο πετάλι και της εξήγησε πως ήταν αδύνατον να πατήσει η μύτη του παπουτσιού κάτω γιατί την εμπόδιζε το δόντι.
Όσην ώρα σχεδίαζε ένιωθε την ανάσα της στο μάγουλό της. Σκατά. Μεταφορικά αυτή τη φορά. Ήταν πολύ μεγάλος για τέτοια μπλεξίματα. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί την αυτολύπησή του.

“Στέλνεις και αντιπροσώπους τώρα, Τζίκα..;” ακούστηκε πίσω του η τρεμουλιαστή φωνή του Ανέστη Καρατάσου. “Ή νομίζεις πως δεν είδα πώς με απέφυγες όταν ήρθες...”
Ο Ανέστης Καρατάσος. Ακόμη και μέσα στο απίστευτα τσαλακωμένο κουστούμι του και με τα μαλλιά να πετάνε σαν γαϊδουράγκαθο γύρω στο κεφάλι του, παρέμενε ο κορυφαίος ιατροδικαστής. Απελπιστικά ιατροδικαστής, όπως τον έλεγε ο Τζίκας στις παρέες που βρίσκονταν μαζί από το πανεπιστήμιο κιόλας.

Χωρίς να απαντήσει, είπε: “Ανέστη, ποδηλάτη ψάχνουμε, το ξέρεις..;”. Και χωρίς να του δώσει τον χρόνο να μιλήσει συνέχισε: “Πώς διάολο δεν είδε κανείς ένα ποδήλατο να σταματάει εδώ έξω, ο τύπος, αρκετά χαρακτηριστικός θάλεγα, μπαίνει μέσα, πυροβολεί τον παρολίγο λεβέντη από 'δω και βγαίνει χωρίς να δεί ή ν' ακούσει κανείς τίποτε...”

Ο Καρατάσος τον κύτταξε πάνω από τα γυαλιά του, που στέκονταν επί μονίμου βάσεως στην άκρη της μύτης του δημιουργώντας σε όσους τον συναναστρέφονταν μια φοβερή ανασφάλεια πως, όπου νάναι θα πέσουν και θα γίνουν χίλια κομμάτια αφήνοντας ανίκανο τον ιατροδικαστή να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις με τους νεκρούς του. “Πώς ξέρεις ότι τον πυροβόλησαν, πώς είσαι σίγουρος και δεν είσαι απλώς βιαστικός..;” ρώτησε σαν πατέρας τον κακοδιαβασμένο γιό του.

Ο Τζίκας ξεφύσηξε και έβαλε το αριστερό του χέρι στη μέση του: “Ανέστη, άμα θές φεύγω και ξανάρχομαι για να σε χαιρετήσω κανονικά, να σου περάσει ο καημός και να μπορέσουμε να δουλέψουμε. Θες..;” είπε κι΄απέμεινε να τον κυττάει. Ωραία, ρε στριμάντερο, ωραία, δε σε χαιρέτησα, τί θες τώρα και με αγριεύεις μπροστά στο κωλόψαρο.., σκέφτηκε και απόρησε μόνος του πόσο εύκολα, μόλις θίχτηκε η επαγγελματική του αξιοπρέπεια, η Βασιλική είχε αλλάξει κατηγορία και από μιά όμορφη συνάδελφος, είχε μετατραπεί σε κωλόψαρο.

Ο Καρατάσος κατέβηκε και προχώρησε προς τον Φωτιάδη που είχε αρχίσει να μοιάζει με κανονικό πεθαμένο. Ζάρωσε τη μύτη του για να σηκωθούν λίγο τα γυαλιά και με το καπάκι του bic που είχε πάντα στο αριστερό του χέρι έδειξε στον Τζίκα την οπή εισόδου του θανατηφόρου μέταλλου.
“Όσα χρόνια κι΄αν περάσουν δεν θα πάψει να με συναρπάζει το πώς ένα τόσο μικρό κομματάκι εικοσιδυάρας σφαίρας μπορεί να σταματήσει ακαριαία το φαινόμενο της ζωής”. Γύρισε και κύτταξε την Πάλογλου: “Σας φάνηκε ποιητικό αυτό, αρχιφύλαξ..;” ρώτησε δείχνοντας πως όντως περίμενε μιαν απάντηση.

“Ό..όχι, κύριε ιατροδικαστά, όχι...” ψέλλισε η Πάλογλου. Τόχαν βάλει αμέτι-μουχαμέτι απόψε να την κάνουν να νιώθει σαν σχολιαρούδι.

“Ώστε δεν σας γοήτευσα...” μουρμούρισε ο Καρατάσος ξανασηκώνοντας τη μύτη του προς το πτώμα. “Χρειάζεται όμως τεχνίτης για να το πετύχει αυτό, κυρ-Νίκο” είπε απευθυνόμενος στον Τζίκα. “Μία μόνον βολή ακριβώς εκεί που πρέπει για να κόψει το νήμα, θέλει μεγάλη μαστοριά...”.

Ο Τζίκας είχε φορτώσει. Εκείνο το 'κυρ-Νίκο' θα του το χρώσταγε του παληοκερατά... “Άρα δίκιο είχα, πυροβολήθηκε...” είπε χαμογελώντας από μέσα του.

“Σου είπα... Βιάζεσαι...” είπε ο Καρατάσος χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του από την τρύπα. “Δεν υπάρχουν ίχνη από πυρίτιδα, Τζίκα, ούτε ένας κόκκος μπαρούτι... Η σφαίρα βλήθηκε, αλλά, όχι από πιστόλι..! Δεν σου μύρισε μπαρούτι μπαίνοντας, σου μύρισε..;” είπε γυρνώντας προς το μέρος του.

Ο Τζίκας έμοιαζε σαν εκφωνητής την ώρα που σβήνει η τηλεόραση. Ζάρωνε, εξαφανιζόταν προς το κέντρο της σκηνής. Νάσου πάλι το θέατρο.., σκέφτηκε, κι' έκανε μια κίνηση ανυπομονησίας.

Ο σωτήρας του ήταν ο Σωτηρίου, που εκείνη την στιγμή ακριβώς κατρακύλησε τα δύο σκαλοπάτια βγάζοντάς τον απ΄την άκρη του γκρεμού.
“Κύριε υπαστυνόμε, βρέθηκε αυτό καμμιά πενηνταριά μέτρα από εδώ” είπε λαχανιάζοντας και δίνοντας στον υπαστυνόμο μια τρόμπα ποδηλάτου.

Ο Τζίκας έπιασε την τρόμπα στα χέρια του και σχεδόν ταυτόχρονα συνοφρυώθηκε. Δεν πρόλαβε όμως να ανοίξει το στόμα του. Ο Σωτηρίου συνέχισε, ενώ ένα λεπτό ρυάκι ιδρώτα γυάλιζε από τον αριστερό του κρόταφο μέχρι τον σφιχτοκουμπωμένο γιακά του. “Είχε ποδηλατοπορεία απόψε! Κάτι δηλαδή σαν ποδηλατοπορεία. Μαζεύονται κάθε Παρασκευή καμμιά πεντακοσαριά ποδηλάτες απ΄όλη την Αθήνα και κάνουν μια μεγάλη γύρα με τα ποδήλατα. Το λένε... Πώς τόπε... Κάτι σαν χίπικο μού 'μοιασε... Α, ναι! Freeday! Το λένε Freeday!” είπε θριαμβευτικά.

Έτσι εξηγείται, σκέφτηκε ο Τζίκας κλείνοντας τα μάτια του.
“Πώς μένει αόρατος κάποιος με τόσο χαρακτηριστικά ρούχα, βρε Ανέστη..; Πώς περνάει απαρατήρητος..;” είπε και τράβηξε ένα τσαλακωμένο τσιγάρο από την τσέπη του μπουφάν του. “Απλώς, ανακατώνεται μαζί με άλλους που είναι ίδια ντυμένοι και κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα με αυτόν...”.
Κρέμασε το τσιγάρο στο στόμα του χωρίς όμως να το ανάψει.
“Και δεν μου λες, ρε Σωτηρίου, αυτοί οι ποδηλάτες έχουν σταθερή πορεία, θέλω να πω, περνάνε κάθε φορά από εδώ, έτσι δεν είναι..;”

“Μάλιστα, κύριε υπαστυνόμε!” Η Πάλογλου στεκόταν εντελώς ακίνητη. Όπου παλεύουν τα βουβάλια, τα βατράχια δεν έχουν καμμιά δουλειά...

Μεμιάς θυμήθηκε τα πάντα, η μνήμη του άνοιξε το κατάλληλο συρτάρι, τούδειξε κάτι που υπήρχε εκεί. Υπήρχε ένα site, podilates.gr, κάπως έτσι τέλος πάντων, όπου έμπαινε μιά φορά στις τόσες για να κρατήσει μιάν επαφή με το παληό του άθλημα. Σ' αυτό το site κανόνιζαν αυτές τις βόλτες κάθε Παρασκευή. Ξεκίναγαν σαν μικροί παραπόταμοι από διάφορες περιοχές και ενώνονταν λίγο πιό πάνω από εδώ, σχηματίζοντας ένα μεγάλο, αργό, ολόφωτο ποτάμι.

Η τρόμπα βάραινε στο χέρι του. Ενώ δεν θάπρεπε.
“Κύριε Καρατάσο... Πώς τα πας από ποδηλασία...” ρώτησε χωρίς πραγματικά να περιμένει μια σοβαρή απάντηση.
Ο Καρατάσος δεν διέψευσε τις προσδοκίες του.“Δόξα τω Θεώ, έχω την γυναίκα μου που μου κάνει αρκετά την ζωή ποδήλατο” είπε περνώντας βιαστικά ένα βλέμμα πάνω απ΄ την Βασιλική.

Ο Τζίκας άρχισε να μιλάει χαμογελαστός: “Ας υποθέσουμε πως έκανες ποδήλατο. Κι΄ας πούμε πως πάθαινες λάστιχο.” Έβγαλε το σβηστό, διαλυμένο πλέον τσιγάρο απ΄το στόμα του. “Με τι θα φούσκωνες την καινούργια σαμπρέλλα;” είπε γέρνωντας το κεφάλι στο ένα πλάι.

“Με κάτι σαν αυτό που κρατάς, υποθέτω...”

Ο υπαστυνόμος κύτταξε επιπόλαια την τρόμπα που κράταγε στο χέρι του. Ο Καρατάσος με αυτό το 'κάτι', τούχε ξεφύγει άλλη μιά φορά. “Με μια τρόμπα δηλαδή”, συμπέρανε για λογαριασμό του ο Τζίκας.

“Ναι, με μιά τρόμπα”, κύτταξε απορημένος ο ιατροδικαστής.

“Πάντως, αν χρησιμοποιούσες αυτήν εδώ, μάλλον δεν θάκανες δουλειά...”
Τον πλησίασε και του έβαλε την τρόμπα στο χέρι. Ο Καρατάσος ζάρωσε το μούτρο του μόλις την έπιασε κι' έκανε μια μικρή προσπάθεια να την κρατήσει χωρίς να του πέσει.

Τη ίδια ακριβώς στιγμή η Πάλογλου χτύπησε το χέρι της στο πλάι του ποδιού της, γύρισε όλο της το κορμί στο πλάι κι΄ άφησε ένα “Όχι ρε γαμώτο” να φύγει απ΄τα σφιχτά της χείλια, που τραβήχτηκαν σε ένα πλατύ χαμόγελο απογοήτευσης. Ήταν καλή, αλλά, όχι τόσο όσο θάπρεπε. Μόλις το συνειδητοποιούσε.

Ο Καρατάσος είχε βάλει το δάχτυλό του στο στόμιο τής μετασκευασμένης τρόμπας και ψηλαφούσε την οπή απ΄όπου είχε φύγει μιάμιση ώρα πριν το θανατηφόρο βλήμα για να σφηνωθεί με μεγάλη ακρίβεια στην καρδιά τού παντελώς άσχετου με το ποδήλατο Φωτιάδη.

“Ποδηλάτης, λοιπόν,” άρχισε τον μονόλογό του ο υπαστυνόμος με τα χέρια στις τσέπες και τη ματιά στο χαλί όπου το αποτύπωμα των παπουτσιών είχε ξανακρυφτεί μέσα στο άπλετο φως. “Το μέγεθος του παπουτσιού λέει πως είναι γύρω στο ένα εβδομήντα με ένα εβδομήντα πέντε, περίπου ογδόντα κιλά αν κρίνουμε από το βάθος του ίχνους, με δύο τρόμπες στο ποδήλατό του, τη μία, την κανονική, στο σακκίδιο και την άλλη, την φόνισσα, στον σκελετό. Γάντια ποδηλασίας ασφαλώς, αφού ίχνη δεν βρέθηκαν, και κράνος οπωσδήποτε για να κρύψει με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο τα μούτρα του, για την περίπτωση που κάποιος από τους περιοίκους αποδεικνυόταν παρατηρητικός. ” Γύρισε στην αρχιφύλακα: “Πάλογλου, γράψτα αυτά σε παρακαλώ”.

Περίμενε μέχρι η μικρή να τελειώσει το στενογράφημά της και συνέχισε. “Γράψε πως δεν φορούσε ποδηλατικά γυαλιά, αν φορούσε θα έπρεπε να είναι κίτρινα, νυχτερινής οράσεως κι' αυτός δεν θα ήθελε να τραβήξει την προσοχή και τέλος, γράψε πως ο άνθρωπος που ψάχνουμε έχει άριστες τεχνικές γνώσεις για να μπορέσει να κάνει την τρόμπα να φτύσει με...” γύρισε στον Καρατάσο “..με πόσα χιλιόμετρα, Ανέστη, τρυπάει μια σφαίρα το σώμα;”
“Και σαράντα είναι αρκετά” μουρμούρισε εκείνος στριφογυρίζοντας το υβρίδιο στο χέρι του.

“Αυτά, λοιπόν...”

Ο Σωτηρίου είχε μείνει άναυδος: “Με χρειάζεστε..;” τραύλισε.
“Όχι. Αλλά κράτα τα για σένα αυτά που είπαμε 'δω μέσα. Οι άλλοι θα τα μάθουν στην ώρα τους.”
“Μάλιστα!” είπε και κατέβασε απότομα το χέρι του που μηχανικά είχε σηκωθεί για να χαιρετήσει, χωρίς πηλίκιο, τους ανωτέρους του.

Ο Καρατάσος πέρασε την παλάμη του πάνω από το μέτωπό του σκουπίζοντας έναν ανύπαρκτο ιδρώτα και είπε σιγά: “Γρήγορο ήταν... Ένα δεν καταλαβαίνω όμως.” Ο Τζίκας στήλωσε τα μάτια του επάνω του. “Γιατί πέταξε την τρόμπα και μάλιστα, τόσο κοντά..;”

“Για να μην χρειαστεί σε κανέναν συμποδηλάτη και αποδειχτεί ότι δεν ήταν τρόμπα”, απάντησε ο Τζίκας αμέσως.
“Βλέπεις, Ανέστη, στο τέλος μιας ποδηλατοπορείας βρίσκεται πάντα η 'σκούπα', ορισμένοι ποδηλάτες, δηλαδή, που φροντίζουν όσους έχουν πάθει κάποια μικροζημιά. Ένα λάστιχο, μιά βγαλμένη αλυσσίδα, κάτι τέλος πάντων που πήγε στραβά. Και μην ξεχνάς πως ο ύποπτός μας, με όλη αυτήν την διαδικασία, είχε μείνει στην ουρά της πορείας, εκεί ακριβώς που είναι η 'σκούπα'. Δεν θα ριψοκινδύνευε, λοιπόν, να βρεθεί κάποιος που θα του ζητούσε τρόμπα...”

Η Πάλογλου μίλησε μόλις βγήκε ο Καρατάσος: “Είχες πλεονέκτημα, Τζίκα.”
“Είχα” απάντησε αυτός κουνώντας το κεφάλι του.
“Και τί γίνεται σ΄αυτές τις περιπτώσεις...”
“Ξεκινάς ποδήλατο...” είπε σηκώνοντας τα φρύδια ο υπαστυνόμος και ανέβηκε τα σκαλιά για να δώσει οδηγίες παρακολούθησης τής ποδηλατοπορείας για τα επόμενες τέσσερις ή πέντε Παρασκευές.

Το ίδιο βράδυ, αρκετές πεταλιές παραπέρα, ο Νίκος Καμπάς, ποδηλάτης ο ίδιος και ιδιοκτήτης παρακμιακού ποδηλατάδικου, πάθαινε ανακοπή στην μπανιέρα του σπιτιού του πίνοντας μόλις τρεις γουλιές απο το αγαπημένο του δέκα ετών malt Talisker, όπου η πρώην σύζυγος του Λεωνίδα Φωτιάδη είχε φροντίσει να συμπληρώσει τρεις μόλις σταγόνες από ένα εξαιρετικά δραστικό δηλητήριο. Στο πορτάκι του πλυντηρίου, ανάμεσα σε μεγάλες φούσκες σαπουνιού, τα πολύχρωμα ποδηλατικά ρούχα που κανείς δεν θα ξαναφόραγε, γύριζαν σαν ένα αλλόκοτο καλειδοσκόπιο.

Ακουμπισμένη στο κάσωμα της πόρτας η Ντίνα Χατζηπλή, πρώην Φωτιάδη, παρατηρούσε ανέκφραστη τον δεύτερο νεκρό της βραδυάς, τον Νίκο Καμπά, να βυθίζεται αργά-αργά στο χλιαρό νερό. Κρίμα, σκέφτηκε, είχε πάθος στο κρεβάτι...
Αλλά, ήταν μεγαλύτερο το πάθος της για εκδίκηση. Η εκδίκηση που, ως γνωστόν, έχει καλύτερη γεύση όταν σερβίρεται κρύα. Και αυτή, σαν μάστερ-σεφ, την είχε σερβίρει σχεδόν κατεψυγμένη.
Ακριβώς δώδεκα χρόνια μετά από την μέρα που έπιασε τον Φωτιάδη με 'κείνη την τσούλα την υπάλληλό του. Την σπιτωμένη από καιρό υπάλληλό του. Που γέλαγε στην πλάτη της κάθε φορά που αυτή πέρναγε από το γραφείο.
Στο δικαστήριο είχε καταφέρει να αποσπάσει ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία που είχε κάνει ο Φωτιάδης όταν μεσουρανούσε στις μεταφορές κατεψυγμένων ανά την επικράτεια. Άνοιξε, όμως, κι' ένα μικρό πορτάκι στην ψυχή της κι' έβαλε μέσα 'κει την υπόσχεση για εκδίκηση και την κράτησε κρυφή από όλους.

Ο Καμπάς δεν ήταν στο σχέδιο. Προέκυψε. Και αν δεν είχε γίνει τόσο φορτικός ζητώντας όλο και περισσότερα λεφτά για να κρατάει κλειστά στόματα δεξιά κι' αριστερά, δεν θάχε σκεφτεί ποτέ να τον ταχυδρομήσει στον δημιουργό του.

Ποιός τού' πε να πάει να μπλέξει με κλεμμένα ποδήλατα και με όλο αυτό το δίκτυο, που ξεκίναγε από κακομοιριασμένα πρεζόνια και κλεφτάκια βήτα διαλογής και κατέληγε σε κλεπταποδόχους, σαν τον ίδιο, κι' από 'κει σε νταλίκες της αλβανικής μαφίας...
Εκείνο που της την έσπαγε αφάνταστα ήταν το ότι ήταν και ό ίδιος ποδηλάτης. Πεταλάριζε πλάι-πλάι με 'κείνους των οποίων εποφθαλμιούσε τα ποδήλατα... Πρόστυχο... Πολύ πρόστυχο, ακόμη και για αυτήν...

Για τις επόμενες τρείς ή τέσσερεις Παρασκευές μια ομάδα αστυνομικών με ποδηλατικά θα παρακολουθούσαν το Freeday με μεγάλη προσοχή. Μάταια.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Μια πολύ ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία, δώρο του Όφιου για το πολύ πρωινό ξεκίνημα της μέρας μου.
Νομίζω οι παρομοιώσεις ένα από τα δυνατά σου σημεία.
Keep on cycling ...and writing.
Αα, και μόλις διαπίστωσα ότι στις ποδηλατοβόλτες βρίσκομαι στη σκούπα για τους εντελώς λάθος λόγους!

RockaRolla
Εικόνα RockaRolla
Απών/απούσα

.... για εμένα κατατάσσεται στις "πολύ δυνατές".
... στις "άνετα την προωθώ σε φίλους ΚΑΙ την ξαναδιαβάζω στο καπάκι".
.
.
.
[έχω μια απορία, αν θα φανεί εξίσου ελκυστική και δυνατή σε κάποιον "εξωτερικό"]
.
.
.
.
.
... αν και δεν θα έπρεπε να γράψω κριτική ως άσχετος με το άθλημα, έχω την εντύπωση ότι ενώ τα πρώτα 4/5 είναι (για εμένα) ΚΑΘΑΡΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ στις πολύ καλές στιγμές της, το τελευταίο 1/5 μοιάζει λίγο "βιαστικό"...
... πράγμα που με προβλημάτιζε πάντα σε τέτοιου είδους έργα....

priggipas
Εικόνα priggipas
Απών/απούσα

Τι μας κάνεις Παρασκευιάτικα βρε Όφιε! Τώρα φοβάμαι ότι θα ψάχνω δεξιά-αριστερά για ασφαλήτες [ανορθόγραφε!] το βράδυ ανάμεσά μας και θα πέσω σε καναν υπόνομο...

scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

πολύ καλή η ιστορία και μ' έκανε να σκεφτώ,
δεν αξιζει να "χρησιμοποιώ" τη πτυσσόμενη μπορντο,
είναι ακριβή και βαριά και αφήνει ίχνη,
ίσως τελικά υπάρχουν πιο έξυπνοι τρόποι
να "τακτοποιώ" τους ανοικτούς λογαριασμούς που έχω...

VAkt
Εικόνα VAkt
Απών/απούσα

δε ολντ φασιον γουε'ι' !
...

scrabler wrote:
πολύ καλή η ιστορία και μ' έκανε να σκεφτώ,
δεν αξιζει να "χρησιμοποιώ" τη πτυσσόμενη μπορντο,
είναι ακριβή και βαριά και αφήνει ίχνη,
ίσως τελικά υπάρχουν πιο έξυπνοι τρόποι
να "τακτοποιώ" τους ανοικτούς λογαριασμούς που έχω...

Automation
Εικόνα Automation
Απών/απούσα

Τον βρήκα τον «ένοχο» της ιστορίας του Όφιου, την ώρα που παραδίδεται μαζί με το ποδήλατο του:

Arnold

Vale
Απών/απούσα

Όλα είναι θέμα ύψους υπέροχε ofios.

Σημ.Υπέροχος όπως πάντα.

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

μπράβο σου

vang
Απών/απούσα

Πολύ καλό! Με αρχή μέση και τέλος! Υπόθεση και απόδοση υποδειγματικά!

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact