Απόσπασμα από την βιογραφία τού Ανεστάκου, του αγνώστου ρεμπέτου και οργανοπαίκτου εκ Καμινίων:
Εντρεπότουνε ο Ανεστάκος, εντρεπότουνε επιπλέον του χαραχτήρος του, που από τα γενοφάσκια του ήτο ελαφρώς χαμηλοβλεπής.
Εντρεπότουνε ένεκα που το Χαρικλάκι ανεχώρησε δι΄άλλας παραλίας μετά του Διονύση του Μπεγλέρη και απεκόμισε φεύγοντας και το γκαζοζέν του Ανεστάκου, αφηνοντάστονε άνευ ρόδας, ήτοι, χωρίς πρόσωπο στην κενωνία του προσφάτως σχηματισθέντος Ελληνικού έθνους και επικυρίως, εις τα περί την Κοκκινιάν σοκκάκια, όπου επεριφερότουνε τα τελευταία σαρανταδυό του χρόνια, επί συνόλου σαραντατεσσάρων.
«...είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού μας τώρα,
με πήρε πια ο ποταμός, με πήρε πια η μπόρα...».
Γεννημένος στα Αλάτσατα της πάλαι ποτέ Ιωνίας, εμετεκομίσθη διετές παιδίον εις Περαίαν, ένεκα που ο πόλεμος τους έδιωξε με μιάν αλλαξιά ρούχα, πέντε βρακόπανα για το παιδί και το ζουμπά, το κοντομπούζουκο του θείου Θανασού, που ο πατέρας το επήρε μαζί, αν και ποσώς κατείχε την τέχνη του άδειν μετά συγχορδίας.
Είχε ακούσει όμως ότι, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, τον οποίον εκτιμούσε ιδιαιτέρως, έπαιζε τον ταμπουράν, όστις εσυγγένευε με τον ζουμπάν και είπε να κάμει τιμήν στο οργανάκι και να το σώσει απ΄τη φωτιά και τους τσέτες. Δικαίως εσώθη το οργανάκι, χάριν λάθους συγγενείας όμως, καθότι ο ζουμπάς και το μπουζούκι έχουν προπάππον το μανδολίνον και ουχί τον ταμπουράν.
Ο Ανεστάκος, λοιπόν, που τον έστελνε η μάνα του σχολειό για να πηγαίνει κι΄αυτός τραβούσε στον τεκέ πενιές για να μαθαίνει, ετίμησε τον ζουμπάν ιδιαιτέρως και κλίση μεγάλη και επιμέλεια έδειξε προς την εκμάθηση τού οργάνου και ήρχισεν λίαν συντόμως να ΄κονομάει, ούτως ειπείν, τα δέοντα για την ζήση του. Διότι η χαμαλίκα και το τελωνείο εταιρίαζαν ποσώς με τον χαρακτήρα του Ανεστάκου, όστις ηρέσκετο και εις την δημιουργικότην.
Έκλεβε, το λοιπό, καμμιά ωρίτσα μετά το σχόλασμα, ελάμβανε υπό μάλης το οργανάκι και κατηφόριζε στα βραχάκια της Δραπετσώνας να μην τον ακούει κανείς, καθότι εντρεπότουνε όπως προείπα, και βαλνότανε να βγάλει αυτά που άκουγε να μουρμουράνε στο τελωνείο όλη μέρα οι εργάτες:
«...στο Φάληρο που πλένεσαι
περιστεράκι γένεσαι...»
Επαιδεύτηκε καιρό με τα μακάμια, μα τελικώς το κατάφερε το ζουμπαδάκι να λαλήσει κατά πώς τόθελε.
Εκεί στα βραχάκια έκαμε και την γνωριμία του Αντώνη του ιχθυαλιέως, ένεκα του οποίου ο Μάρκος συνέγραψε το γνωστό άσμα σε δύο μέρη: «Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης» και «Ήρθ΄η Κάρμεν στην Αθήνα».
Και καθόσον και επιπροσθέτως το είχε κομματάκι δύσκολο το πρωινό ξύπνημα ο Ανεστάκος, επροτίμησε μόλις ξεσκαρδάμισε μπουζουκικώς, να δουλέψει σε δύο μαγαζιά, τόνα στην Κοκκινιά στο ταβερνείον «Η ΣΚΑΛΑ» και τ΄άλλο στην Δραπετσώνα ,στον τεκέ του Μικέ του λαθρέμπορα, που του ήρεσε το άσμα του Βαγγελάκη του Παπάζογλου και τό καμάρωνε πως τόχε γράψει για την πάρτη του:
«Τα κονομούσα έξυπνα και πάντοτε στη ζούλα,
γιατ' ήμουνα λαθρέμπορος και τα πουλούσα ούλα».
Στο μέν πρώτο έπαιζε τον μπαγλαμά, καθότι το μαγαζί ήτο φήμης και ο Ανεστάκος άγνωστος ακόμη οργανοπαίχτης, ενώ στο δεύτερο είχε την καρέκλα του καβατζωμένη δίπλα στον Μιχαλάκη τον Νταλκάντζα, κουτσαβάκη απ΄το Κουζάντασι και τα λαλάγανε αμφότεροι τα καρίπικα και τα μόρτικα.
Ό,τι εδιδασκότανε στην ΣΚΑΛΑ, το επήγαινε και στον τεκέ. Έμαθε να κουρδίζει και τη μπουργκάνα στο καραντουζένι κατά Μάρκο, έμαθε και ισοκράτημα με ανοιχτές χορδές, έμαθε και να χαμηλώνει το κούρδισμα σε σολ μπεμόλε για να γλυκαίνει τον ήχο, ήρθε κι΄έγινε το νούμερο ούνο στον τεκέ.
«...Πέντε μάγκες στον Περαία πέρασαν απ' τον τεκέ
ένας είπε απ' την παρέα πα’ να πιούμε ένα αργιλέ...»
Μόλις έβαλε στην άκρη πέντε τάλαρα, επήγε τον ζουμπά σ΄ένα μαγαζί κάπου στην Αθήνα, στου Σταθόπουλου του μάστορα πούχε το μαστορείο δυό στενά απάνου από το παντοπωλείο του Έξαρχου και τού άλλαξε τα στριφώνια με φιλντισένια.
Τα παληά είχαν σκουριάσει, αλλά, τα κράτησε για την ιστορία και την ταλαιπωρία που κουβαλάγανε πάνω τους.
Τάχε κουρντίσει και ο θείος ο Θανασός και ποιός ξέρει και ποιός άλλος από καιρού χαμένος, παληότερα. Αφού να σκεφτείς, το μπουζουκάκι όταν έφτασε στα χέρια τού πατέρα του είχε ακόμη μπερντέδες, που κατόπι ο Ανεστάκος τους έβγαλε γιατί τόφερνε τ΄οργανάκι ‘κεί που ήθελε με το κούρδισμα και δε τους είχε πιά ανάγκη.
Με τα επόμενα τάλαρα που εκαζάντησε, διότι ήτο και εγκρατής σε αντίθεση με τους χαρακτήρες στα άσματα που τραγούδαγε, επρομηθεύτηκε το γκαζοζέν απόνα γνωστό του καραγωγέα, που εξελίχθηκε σε μεταφορέα και κατόπιν σε μεταπράτη, οπότε και το γκαζοζέν δεν έστεκε πλάϊ στην επιτυχία του και το εκποίησε προς τον Ανεστάκον έναντι ευτελούς ποσού.
Η μετακίνησις όμως, εκατέληξε δύσκολος μετά την απώλεια του γκαζοζενίου (με το Χαρικλάκι και τον Μπεγλέρη εντός) και ο Ανέστης μετά βίας επρόφτουνε να μεταβεί από το ταβερνείο στον τεκέ με τα πόδια, άσε που και κάτι μαυράκια που έκανε θέλοντας και μή, του έκοβαν κατιτίς απ΄την ανάσα και έφτανε ξέπνοος και ενίοτε ξεθυμασμένος δια τα δέοντα εις τον τεκέν.
Λύσις δεν εφαίνετο εις τα βάθη του ορίζοντος, είδε κι΄απόειδε ο Ανεστάκος, τον είχε κόψει και το πολύ περπάτημα, ώσπου μιάν ημέρα εκεί που ρούφαγε τον πολλά βαρύ και όχι στον φημισμένο καφενέ τού Εϊντζιρίδη στη Σερίφου στα Καμίνια, τούρθε μια ιδέα άμα είδε τον ταχυδρόμο τον Στελλάκη να περνάει απάνου στο ποδήλατό του. Έτρεξε πίσω του, «ρε Στελλάκη» του εφώναξε με μισήν ανάσα, «να σου πώ», του λέει, σταματάει ο Στελλάκης που ήτο τακτικός θαμών του τεκέ, «τί’ ναι, ρε μαέστρο», τονε ρωτάει, τό και τό, λέει ο Ανεστάκος, δεν νταγιαντώ πιά να τρέχω μές΄τους δρόμους, έτσι κι΄έτσι και μην σφυρίξεις σε κανέναν τίποτε, αλλά, το Χαρικλάκι και λοιπά και λοιπά, και πώς θα γίνει να κονομηθούμε κανα δίτροχο να γλιτώσουμε τον δρόμο, αδερφάκι Στελλάρα. Μην σε κόφτει, λέει ο Στελλάκης, θα σε βολέψω με κάτι παληά που τάχουμε στη μάντρα σε αχρηστία και έννοια σου, τάφος ο Στελλάκης περί τη Χαρικλώ.
Έτσι ο Ανεστάκος έβαλε μπροστά να μάθει να πεταλάρει...
Έλα μου όμως, που το πράγμα έπρεπε να γίνει στα κρυφά...
Τον εβόλεψε και πάλι ο Στελλάκης.
Τον έβαλε να μαθαίνει με τους άλλους ταχυδρομαίους στη μάντρα που έκαναν το μάθημα της ταχυδρομικής.
Μόνο που αντίς για τον σάκκο με τα γράμματα, που είχανε ζαλωμένο οι άλλοι στην πλάτη, ο Ανεστάκος είχε ένα τσουβάλι με σακκουλιασμένα μέσα τον μπαγλαμά και το κοντομπούζουκο. Γκλάνγκα-γκλούνγκα βαράγανε τα δυό σκαφάκια μεταξύ τους, κυττάγανε οι άλλοι, μα δε βγάζανε τσιμουδιά.
Τον είχε φτιάξει ο Στελλάκης τον Ανεστάκο στα μάτια τους μέγα μόρτη και βαρύμαγκα και σκιάζονταν μη και μπλεχτούνε με δαύτονε.
Σεκλέτης άνθρωπος ο Ανεστάκος και κρυφίως συναισθηματικός, ήρθε και το λάτρεψε το σιδερικό (κατά πως τόλεγε) μετά από πέντ΄έξι μήνες, μα έλα μου που δεν τόλμαγε να εμφανιστεί στην πιάτσα πάνω σε δαύτο...
Την έκαμε την δουλειά του όμως μια χαρά και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Γιατί στην αρχή φοβότανε μή και πέσει από ΄κει πάνου και βλάψει τ΄οργανάκι, μα τελικώς, όλα πήγαν καλά.
Κι΄ έλα που έβαλε ο διάλος το ποδάρι του και τού το φάγανε ένα βράδυ όξω απ΄τον τεκέ το ποδήλατο, ήρθε και μαράζωσε ο Ανεστάκος, έγραψε και το πρώτο κατάδικό του τραγούδι να μη σκάσει απ΄τη στεναχώρια:
«...εψές μού τη μαζέψανε τη μαύρη μπιτσικλέτα
και μένανε με σύρανε μεσ΄τα βαριά σεκλέτια.
Γιατ΄είναι κρίμα κι΄άδικο εγώ χωρίς πετάλι
και τό δικό μου σίδερο να καβαλάνε άλλοι...»
Και ναι μεν ήταν το πρώτο του άσμα, έλα μου όμως που δεν είχε τα μούτρα να βγει και να το τραγουδήσει στον τεκέ.
Κατέβαινε το λοιπό, σαν άλλοτες στα βραχάκια και τραγούδαγε τον πόνο του στη θάλασσα.
Ώσπου, μίαν ωραίαν ημέρα του σωτηρίου έτους 19... ο Ανεστάκος, μη μπορώντας άλλο χωρίς πετάλι, επήγε και εγράφτηκε Ταχυδρόμος...!
Και πάλι ο Στελλάκης είχε καθαρίσει για τον μαέστρο...
Αν ευτύχησε ο Ανεστάκος μετά από αυτό δεν ξέρω να σου πω.
Σαν βρισκόμασταν στον καφενέ στη Σερίφου, μαζί κι΄ο Στελλάκης, εφιλοσοφούσε και μας έλεγε πως η ζωή είναι μιά βάρκα, που πρέπει να την περάσεις απέναντι, και τραβάς κουπί,και σε κοντράρει το ρεύμα να σε πάει λίγο πιό κει από κει που θες να πας, και τότες πρέπει να σημαδέψεις λίγο πιό πέρα απ΄την ακτή και να κάμεις κουπί αλλού από ΄κει που λογάριαζες, και πως λίγο το κουπί και λίγο το ρεύμα, μπορεί και να σε βγάλουν στα βοτσαλάκια με σιγουριά...
Αυτά για τον Ανεστάκο, που συχωρέθηκε χτές βράδυ και που καμμιά ιστορία του ρεμπέτικου δε θα τονε γράψει ποτές κι΄ας ήταν ρεμπέτης στην ψυχή και ποδηλάτης στην πράξη...
Εξαιρετικό! Βρε νταλκά ο Ανεστάκος...
την απόλαυσα, μολονότι κάποιες λέξεις μου είναι άγνωστες.
Μπράβο σου.
"άσε που και κάτι μαυράκια που έκανε θέλοντας και μή, του έκοβαν κατιτίς απ΄την ανάσα και έφτανε ξέπνοος και ενίοτε ξεθυμασμένος δια τα δέοντα εις τον τεκέν."
όλα τα λεφτά!
Που το βρήκες βρε Οφιε απίθανο.. Αν και εχω λιώσει απ το ξενύχτι κάθησα και το διάβασα όλο.. Σταλιά σταλιά..