Τα κορίτσια που έφυγαν.

 Δεν ξέρω από ποιο μυστηριώδες  συνειρμικό μονοπάτι μου ήρθαν εκείνο το πρωί στον  νου τα δυο κορίτσια. Κολυμπώντας σε μια θάλασσα που άστραφτε  στον ήλιο,  το βλέμμα μου  μου αγκάλιαζε πεύκα και ουρανό και σκέφτηκα, "τι  υπέροχο που είμαι ζωντανή".  Θυμήθηκα τις δυο συναδέλφους, που έφυγαν από τη ζωή τη χρονιά που πέρασε. Νεώτερες από μένα και οι δυο. 

  Τα  χρόνια  που εργάστηκα   στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης,  γνώρισα αρκετούς από τους συναδέλφους. Καθένας με την προσωπικότητά του και τις εμμονές του.  Μπαινόβγαιναν στο γραφείο για τις υποθέσεις τους:  Μεταθέσεις, αποσπάσεις, μισθολογικά….. Δασκάλες - οι  δάσκαλοι πιο λίγοι-  νηπιαγωγοί, γυμναστές και γυμνάστριες.  Καθένας φορτωμένος το δικό του σακούλι επιδιώξεις και όνειρα..

Δουλειά μου τα προσωπικά μητρώα, η αρχειοθέτηση. Κάποιους τους ήξερα μόνο ως  όνομα,  μια ετικέτα στη ράχη ενός  ντοσιέ,  φθαρμένου για τους παλιούς, καινούργιου και ατσαλάκωτου για τους νεοδιόριστους.  Η φαντασία μου έπλαθε, κατά προσέγγιση,  την εικόνα του προσώπου, μέχρι που η πραγματική γνωριμία στο γραφείο ενίσχυε ή κατέρριπτε τη φανταστική εικόνα. Έτσι έγινε με την Ευγενία, και αργότερα με την Ελένη.

Έχω ένα τετράδιο όπου, μαζί με σημειώσεις σεμιναρίων και άλλα διάφορα,  βρίσκονται  σκόρπια φύλλα με συνταγές που μου δίνουν  κατά καιρούς. Συνταγές από δασκάλες που, στη βιασύνη του σχολικού διαλείμματος, ανταλλάσσουν με ζήλο κέικ, πίτες και μελομακάρονα στις Γιορτές. ‘’Κέικ με ταχίνι’’, έγραφε πάνω πάνω, και ήξερα πως είναι της Ευγενίας.. Μόνο τα υλικά, η εκτέλεση ευκόλως εννοούμενη. ‘’Λίγο καρυδάκι κατά προαίρεση’’, έγραφε στο τέλος. Ακόμα φυλάω αυτό το χαρτί.

Δασκάλα ήταν η Ευγενία, αλλά είχε υπηρετήσει ελάχιστα σε σχολεία. Τον πιο πολύ καιρό αποσπάσεις στη  Διεύθυνση, ,στο Πανεπιστήμιο, κάτι μετεκπαιδεύσεις…Κάμποσο καιρό σε αναρρωτικές άδειες.  Ήταν  ζωγράφος, παρακολουθούσε ταυτόχρονα την Καλών  Τεχνών. Χρόνια πάλευε να τελειώσει, από αναβολή σε καθυστέρηση,  οι εργασίες αργούσαν να παραδοθούν. 

Είχα ακούσει να μιλούν γι αυτήν στο γραφείο, με αγάπη πάντα, αλλά κι έναν καμουφλαρισμένο οίκτο. ‘’Κρίμα….τόσο καλό κορίτσι…’’ Όταν γνωριστήκαμε,  συμπλήρωσα τις λεπτομέρειες  που μου έλειπαν. Μέτριο ύψος, λευκή  επιδερμίδα,  μαύρα μαλλιά κομμένα  ‘’καρέ’’, χυμώδεις καμπύλες κι ένα βλέμμα κάπως ονειροπόλο. Σαν να μην είχε πολύ το νου της στο Πρωτόκολλο, που ήταν η θέση  της, όλο έπιανε ψιλή κουβέντα επί παντός θέματος,  από τα καθημερινά ως τα πιο μεγάλα.. Από το γραφείο μου παρατηρούσα και την ‘’αρχειοθετούσα’’ σιωπηλά.  Είχε μια εμμονή με τις ιατρικές εξετάσεις, τελούσε συνεχώς   εν αναμονή των απαντήσεων. Πάντα το μυαλό της "στο  κακό". Για προσωπικές ιστορίες και  ερωτικά  μπερδέματα δεν έμοιαζε να νοιάζεται. . ‘’Ευγενία’’, της έλεγε μια άλλη  από το διπλανό γραφείο,  ‘’άσε τις μαγνητικές και κοίτα να βρεις κανένα γκόμενο’’. Γελούσε εκείνη και δεν απαντούσε. Τους  άντρες τους είχε, μάλλον, αποκαθηλώσει από νωρίς.  Νωρίς  την είχε επισκεφθεί και ο καρκίνος.  Μια άλλη χίμαιρα που κυνηγούσε ήταν η μετάταξή της στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως εικαστικός. Εκ των υστέρων, σκέφτομαι, ότι μάλλον  την αγαπούσα γι αυτό που είχαμε κοινό. Κι αυτή, σαν και μένα, έτρεχε πίσω από τα άπιαστα.

. Την Ελένη τη γνώριζα  ακόμα πιο λίγο.  Είχε έρθει στο γραφείο μετά την άδεια ανατροφής .  Το πρώτο της μωρό, τον Παναγιώτη, μας τον έφερνε με το καρότσι και τον χαζεύαμε. Οι πιο νέες με λαχτάρα, αλλά και άγνοια,  οι ‘’παλαίμαχες’’ με συναισθήματα ανάμικτα, απροσδιόριστα.. Η Ελένη ήταν νηπιαγωγός. Μάλλον μικρόσωμη, κοντούλα, με μαύρα μαλλιά, μαύρα ανήσυχα μάτια.. Χαμόγελο με κατάλευκα δόντια, σαν  να  τη βλέπω μπροστά μου  τώρα. Τον άντρα της τον έλεγαν Πυθαγόρα, ανάμνηση που τρυπώνει απρόσκλητη - σπάνια ξεχνάω ονόματα.

Είχαμε πάει και στο θέατρο μαζί με την Ελένη και μιαν άλλη  δασκάλα. Καλοκαίρι,  σε υπαίθρια παράσταση.  Η  ''Οπερα της Πεντάρας".  Ολοζώντανη στα μάτια μου η σκηνή,  όπου ψάχνουμε τις θέσεις μας στο  Κηποθέατρο.  Η Ελένη είχε πάθος για τα ωραία της ζωής. 

Ήμουν ακόμη στο γραφείο, όταν μάθαμε ότι έφυγε αιφνίδια, μετά από επιπλοκή στη γέννα του δεύτερου παιδιού της. Το μωρό έζησε, κοριτσάκι νομίζω.  Το άφησε- μαζί με τον Παναγιώτη- βαρειά κληρονομιά στον Πυθαγόρα. Ούτε στην κηδεία της Ελένης ήμουν ούτε στης Ευγενίας. Δειλή, δεν το άντεχα τότε.

  Οι φίλες μου μετέφεραν   ότι  στο κοιμητήριο ακούστηκε ένα jazz  κομμάτι με σαξόφωνο. Ο Πυθαγόρας δεν της χάλασε το τελευταίο χατήρι.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
5
Μέση αξιολόγηση: 5 (2 ψήφοι)
contact