Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Ανάσα

Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα. Σκέπαζε σαν μεταξωτή κουρτίνα την όρασή του και καθήλωνε το βλέμμα του στο ασφάλτινο κενό ανάμεσα στις άσπρες διαγραμμίσεις. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ξημέρωμα Σαββάτου. Ιούλιος. Η μπόρα σαν ερινύα στρίγκλιζε γύρα του μικραίνοντας τον ορίζοντα. Το φεγγάρι κρέμουνταν αναποφάσιστο ακόμα σε κάποια άκρα του ουρανού κι ο ήλιος ίδρωνε και προγκούσε τα σύννεφα να μερέψουν για να αγκαλιάσει τη γης. Εκείνα όμως σαν ατίθασα άτια σκουντρούσαν το ένα στ’ άλλο, μάχουνταν να παραβγούν σ’ έναν αόρατο στίβο, άπλωναν τα αφράτα κορμιά τους που εγκυμονούσαν νερά, αστραπές και αντάρα και ξόδιαζαν τις αντοχές του αφέντη της μέρας.

Το παλιό Χόντα γρύλιζε καθώς τα γρανάζια μπλέκουνταν και ξεμπλέκουνταν στην κοιλιά του. Κατάπινε λαίμαργα τα χιλιόμετρα του έρημου επαρχιακού δρόμου καταπονώντας το γέρικο σασί και τα φαγωμένα του λάστιχα. Ο ανήφορος τέλευε, η πεδιάδα απλώνουνταν πίσω από το χορταριασμένο ύψωμα. Η καταιγίδα συνέχιζε να ξεσπά αχόρταγα στα ζωντανά και τα άψυχα του τόπου. Το άσπρο Χόντα άρχισε να κατηφορίζει. Το αριστερό πόδι του οδηγού του χάδεψε απαλά το πεντάλ του φρένου συγκρατώντας την ξέφρενη κατρακύλα. Τα χέρια του κρατούσαν στέρεα το τιμόνι, όπως κρατά ο νους το όνειρο τη στιγμή που τα βλέφαρα πεταρίζουν στο πρώτο φως της αυγής. Και μετά όλα γίνουνται αγέρας και σκορπιόνται ένα γύρο στην άχλη του πρωινού.

Α, ΡΕ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ...

Είμαι στο βήτα δέκα το διπλό, το αρθρωτό, κι΄έχω φορτώσει σαράντα πενήντα άτομα και ανεβαίνω για Μενίδι. Ανεβαίνω Αχαρνών, μπαίνω Σουρμελή, στρίβω Λιοσίων, με πιάνει ψιλόβροχο, λέω να πάρει ο διάλος την τύχη μου μέσα...
Έχω και τρύπα στο μουσαμά τού μύλου του συρόμενου και στάζει και νερά απ΄το ψιλόβροχο κι΄είναι κι΄ένας μαλάκας που μούχει ζαλίσει το συκώτι με τη γρίνα, λέου τώρα θα τονε περιλάβω να γίνει δω μέσα χαμός και θέλω μόνο τέσσερα χρονάκια για το εφάπαξ και πάνου κει, σταματάω στην Βρεττού και μου σκάει μύτη το κωλοπαίδι με το ποδήλατο το σπαστό νάμπει μέσα.

Τόνε κοζάρω απ΄τον καθρέφτη,πάει και μπαίνει απ΄τη μεσαία,
"Έξω" του λέω, "δεν έχει ποδήλατα στο όχημα"!
"Δεν έχει" μου λέει, "γι αυτό θα βάλω εγώ ένα νά έχει!"
"Ρε δεν επιτρέπεται" του λέω,
"Να διαβάσεις τον κανονισμό", μου λέει.
"Δεν ξέρω ΄γω κανονισμό, δε βάζεις ποδήλατο μέσα, γκέκε;" του λέω.
"Δε ξέρεις γιατί δε στόπανε ή για΄ δε ξέρεις να διαβάζεις;" με ρωτάει.
"Δε μου τόπανε!" του λέω.
"Πάρε!" μου λέει και βγάζει μια φωτοτυπία τον κανονισμό και μου την κολλάει στα μούτρα.
"Ρε βιαζόμαστε!" του λέω, "κατέβα κάτου!"
"Κι΄ άμα κατέβω μου λέει θα βιάζεστε λιγότερο..;"

Σηκώνουμαι πάνω και πάω κοντά:
"Ρε νιόνιο, κατάλαβες ή θες να στο κάνω πενηνταράκια;"
"Άστο σε δεκάευρω", μου λέει, "έχω τρύπια τσέπη."
"Δεν επιτρέπεται ποδήλατο δω μέσα!"
"Μα δεν θα κάνω ποδήλατο" μου λέει, "μόνο θα το κουβαλήσω..."
"Ε, δε το κουβαλάς!" τού λέω.
"Ακουμπισμένο τόχω" μου λέει "δεν το κουβαλάω!"
"Ρε, πλάκα μού κάνεις, σύρε και τράβα και άμε και κατέβα το ποδήλατο κάτω!", του λέω.
"Στάσου!", μου λεει, "πού το βλέπεις εσύ το ποδήλατο;"
"Κι΄αυτό τί είναι ρε ξεφτέρι;" τονε ρωτάω.
"Είναι δύο ρόδες η μία πλάι στην άλλη πάνω σ΄ένα σίδερο!", μου λέει, "τα ποδήλατα τίς ρόδες τίς έχουν τη μία μπρος και την άλληνα πίσω, έτσι δεν είναι..;"
"Ρε με δουλεύεις;" του λέω, "Κατέβα μη σε θρηνήσει η μάνα σου!"

Bicycle Underground 0.1 Beta

(work in progress, δεν είναι έτοιμο ακόμα, απλά θεώρησα ότι έχει μια αξία όσο είναι σχετικά επίκαιρο)

Πλησιάζει η ώρα, και τώρα, αντί να είμαι όλος στο παρόν, για κάποιον περίεργο λόγο, με έχει πιάσει η νοσταλγία και τριγυρίζω το κουβάρι στο κεφάλι μου. Ψάχνοντας για μια άκρη στο νήμα, ψάχνοντας την αρχή, ίσως είναι απλώς η ζωή μου που περνάει μπροστά από τα μάτια μου σαν ένα περίεργο είδος σινεμά. Έχει κανένας ποπ-κορν; Ίσως φταίει ότι φοβάμαι λίγο... Σε λίγο όλα θα παίζονται... Πλησιάζει η ώρα 0

Ίσως...
Ίσως να φταίει που μεγάλωσα τη δεκαετία του '70. Δεν ξέρω... Ίσως το ότι πρόλαβα να αναπνεύσω λίγο από τον επαναστατικό άνεμο που έπνεε τα τέλη της δεκαετίας του 60, αρχές των 70, ήμουν άλλωστε παιδί του 1968. Πάντα αισθανόμουν μια υπερηφάνεια για αυτό, κι ας μου ήταν δύσκολο να την εξηγήσω.

Ίσως το ότι μεγάλωσα βλέποντας Ντιουκς (The Dukes of Hazzard), αν το καλοσκεφτώ, μετά από τόσα χρόνια, μια απλοϊκή σειρά, απλά ήταν εκπληκτικό το πόσα πράγματα είχε πιάσει σωστά. Οι καλοί ήταν οι παράνομοι, ο κακός ο Δήμαρχος και ο Σερίφης το τσιράκι του. Ήταν ακόμα τα χρόνια πρωτού, οι χρηματοδοτήσεις από το πεντάγωνο, τη CIA και δεν ξέρω ακόμα ποιες άλλες ύποπτες πηγές αρχίσουν να καθορίζουν την ατζέντα του τι προβάλλεται και τι όχι, ακόμα πιο βασικά, τι γυρίζεται και τι όχι. Ήταν τότε που οι φτηνές αμερικάνικες παραγωγές κατέκλυσαν το σύμπαν (ναι ένας λόγος που ήταν φτηνές ήταν το γεγονός της μεγάλης εσωτερικής αγοράς, έβγαζαν ήδη αρκετά λεφτά προτού ξεκινήσουν να τις πουλάνε έξω, αλλά δεν ήταν ο μόνος, αν πλήρωναν όλες τις σκηνές με τα πολεμικά ελικόπτερα και τα αεροπλάνα, δεν θα υπήρχε ποτέ περίπτωση να βγάλουν τα λεφτά τους).

Πάλι εμείς;


Με τον Πέτρο είμαστε χρόνια φίλοι. Ήμασταν μαζί στη σχολή και τώρα που είμαστε στη ΓΑΔΑ πάλι στο ίδιο τμήμα μας έχουν. Θυμάμαι τότε που ήμασταν στραβάδια και είχαμε παρουσιαστεί μαζί, εκείνο τον ψηλό τον δόκιμο. Τον κοιτούσες και σε έπιανε φόβος από το βλέμμα του.

Αύριο γίνεται η μεγάλη απεργία και ο Υποδιοικητής έχει τρελαθεί. Μόνο λαγουδάκια δεν μας έχει βάλει να κάνουμε. Από το πρωί μας έχει μαζέψει και μας λέει τι πρέπει να κάνει η κάθε ομάδα. Ο Αργύρης με τους δικούς του θα είναι οι κουκουλοφόροι επειδή είναι πιο γεροδεμένοι και καλοί στο τρέξιμο. Εγώ με τον Πέτρο θα τους κουβαλήσουμε τα ξύλα ο Μανώλης ο Κρητικός με τα άλλα παιδιά θα πάει στην πορεία. Και γιατί κύριε Υποδιοικητά δεν τα παίρνουν τα παιδιά μαζί τους τον ρωτάω. Το βλέμμα που μου έριξε με έκανε να παγώσω. Και τι θέλεις μου λέει να τους δούνε να κατεβαίνουν από το λεωφορείο και να μας γυρίζουνε στα κανάλια; Την άλλη φορά κόντεψα να φάω στέρηση για πάρτη σας που κατεβήκατε από το λεωφορείο λες και κατεβαίνατε για ψώνια, παλιόβλαχοι Ο Πέτρος δίπλα μου με κλώτσησε στο πόδι. Που στο καλό θα τα βρούμε τόσα ξύλα κύριε Υποδιοικητά τον ρωτάω εσείς μας είπατε για καμιά σαρανταριά κομμάτια. Να κόψεις το λαιμό σου μου απαντάει. Σταμάτα ρε μαλάκα μου λέει ο Πέτρος αφού τον ξέρεις, Αν πει κάτι δεν του γυρίζεις το κεφάλι με τίποτε, τι θέλεις τώρα να μας κάνει καμία έγγραφη και να τρέχουμε. Καλά λέω από μέσα μου ας κάνω το χαζό.