Ανάσα
Υποβλήθηκε από Morfeas στις Σάβ, 25/06/2011 - 02:05.Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα. Σκέπαζε σαν μεταξωτή κουρτίνα την όρασή του και καθήλωνε το βλέμμα του στο ασφάλτινο κενό ανάμεσα στις άσπρες διαγραμμίσεις. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ξημέρωμα Σαββάτου. Ιούλιος. Η μπόρα σαν ερινύα στρίγκλιζε γύρα του μικραίνοντας τον ορίζοντα. Το φεγγάρι κρέμουνταν αναποφάσιστο ακόμα σε κάποια άκρα του ουρανού κι ο ήλιος ίδρωνε και προγκούσε τα σύννεφα να μερέψουν για να αγκαλιάσει τη γης. Εκείνα όμως σαν ατίθασα άτια σκουντρούσαν το ένα στ’ άλλο, μάχουνταν να παραβγούν σ’ έναν αόρατο στίβο, άπλωναν τα αφράτα κορμιά τους που εγκυμονούσαν νερά, αστραπές και αντάρα και ξόδιαζαν τις αντοχές του αφέντη της μέρας.
Το παλιό Χόντα γρύλιζε καθώς τα γρανάζια μπλέκουνταν και ξεμπλέκουνταν στην κοιλιά του. Κατάπινε λαίμαργα τα χιλιόμετρα του έρημου επαρχιακού δρόμου καταπονώντας το γέρικο σασί και τα φαγωμένα του λάστιχα. Ο ανήφορος τέλευε, η πεδιάδα απλώνουνταν πίσω από το χορταριασμένο ύψωμα. Η καταιγίδα συνέχιζε να ξεσπά αχόρταγα στα ζωντανά και τα άψυχα του τόπου. Το άσπρο Χόντα άρχισε να κατηφορίζει. Το αριστερό πόδι του οδηγού του χάδεψε απαλά το πεντάλ του φρένου συγκρατώντας την ξέφρενη κατρακύλα. Τα χέρια του κρατούσαν στέρεα το τιμόνι, όπως κρατά ο νους το όνειρο τη στιγμή που τα βλέφαρα πεταρίζουν στο πρώτο φως της αυγής. Και μετά όλα γίνουνται αγέρας και σκορπιόνται ένα γύρο στην άχλη του πρωινού.