Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

τι νωρίς, τί αργά...

Καλά είναι, δεν έχω παράπονο, Σοφούλα μου. Προκειμένου εκείνο το μπαλκόνι, χίλιες φορές η αυλίτσα κι’ ας έχει μάντρα κι’ ας μη βλέπω πέρα απ’ τα δέντρα.

Να, εδώ μου θυμίζει και λίγο το χωριό. Όλο μου φαίνεται πως θα χτυπήσει η πόρτα και θα μπει η θεια-Κονκέπτα με τ’ αυγουλάκια για τα παιδιά στο χέρι, φρέσκα-φρέσκα, ζεστά από την κότα.

Κάθε Κυριακή...

Κάθε Κυριακή στην μικρή, επαρχιακή πόλη, ήταν γιορτή. Από κάθε γωνιά, από κάθε μακρινή συνοικία, ξεκινούσαν σαν μικρά ρυάκια που κατηφορίζουν προς την θάλασσα, και μαζεύονταν στο κέντρο, στην μεγάλη πλατεία με τα πλατάνια, τα παιδιά με τα ποδήλατα. Η πόλη κάθε Κυριακή ξυπνούσε χαμογελαστή από τα γέλια, τα τραγούδια, τις φωνές και τα κουδουνίσματά τους. Ένας ένας, δυο δυο, παίρνανε τον δρόμο, συναντιόντουσαν στις διασταυρώσεις, καλημερίζονταν, και συνέχιζαν παρέα. Μερικές φορές γινόντουσαν τόσοι πολλοί που κλείνανε τους δρόμους, ακόμα και τους πιο φαρδιούς. Κοντά στο μεσημέρι μαζεύονταν στην πλατεία και την γέμιζαν με τις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα στιλβωμένα σώματα των ποδηλάτων τους. Καθόντουσαν για ώρες και στήνανε ένα πανηγύρι, με τραγούδια και ακροβατικά, μιλούσανε ώρες ατέλειωτες για την μουσική, την ποίηση, τον έρωτα, την ζωή. Ανταλλάζανε βιβλία, δίσκους, ιδέες, κάνανε φιλίες, ερωτεύονταν. Οι ηλικιωμένοι που περνούσανε, κοντοστέκονταν και τους χαζεύανε. Χαμογελούσαν γαλήνια, θαυμάζανε και ζηλεύανε τα νιάτα, την ζωντάνια τους, την ελευθερία τους… Μετά από ώρες, και ενώ συνήθως το σκοτάδι άρχιζε να πέφτει, παίρνανε τον δρόμο ο καθένας για το σπίτι του. Αισθάνονταν όλοι πιο γεμάτοι καθώς αποχαιρετιζόντουσαν και δίνανε ραντεβού για την επόμενη Κυριακή…

Ώσπου μια Κυριακή η πόλη ξύπνησε μέσα στην σιωπή. Ούτε τραγούδια, ούτε φωνές, ούτε κουδουνίσματα. Όλοι βγήκαν απορημένοι στους δρόμους για να τους βρουν άδειους, με χιλιάδες μικρά λευκά χαρτιά να πετάνε από δω κι από κει μανιασμένα. Όσοι τα διάβαζαν, τα περνούσαν αμίλητοι στον διπλανό τους. Σε λίγες ώρες η σιωπή της πόλης είχε γίνει ένας βουβός θρήνος, και μακριές ουρές από μαυροφορεμένες φιγούρες άρχισαν να ανηφορίζουν προς το νεκροταφείο…

25 χρόνια και μια νύχτα

Ο ήλιος έπεφτε βασανιστικά πάνω του και του έκαιγε το σβέρκο. Βρισκόταν περίπου στα μισά της διαδρομής του προς την κωμόπολη και, αν και οι μεγάλες ανηφόρες είχαν περάσει, είχε ακόμα πολύ περπάτημα. Σκέφτηκε να ξαποστάσει σε μια ελιά και να συνεχίσει όταν η ζέστη θα είχε υποχωρήσει, αλλά φοβόταν μήπως καθυστερήσει και τον πάρει η νύχτα, δεν ήξερε και καλά την διαδρομή... Και το χειρότερο ήταν πως του είχε τελειώσει το νερό και ο λαιμός του, κατάξερος, τον πονούσε φοβερά. Έτσι συνέχισε να σέρνει τα βήματά του στην καυτή άσφαλτο, ελπίζοντας πως θα συναντούσε κάποιο χωριό στην διαδρομή ή έστω κάποια πηγή.
Μετά από λίγο, κι ενώ χάζευε τα πόδια του που παίζανε με την σκιά του, στον ίδιο μονότονο ρυθμό περπατήματος, άκουσε το γάβγισμα ενός σκύλου. Σήκωσε το κεφάλι και σκέπασε τα μάτια του με την παλάμη για να μπορέσει να δει. Στην κορφή του λόφου υπήρχε ένα μικρό λευκό σπιτάκι με κεραμίδια και μια μάντρα με μισοπεσμένα δοκάρια, που χορεύανε στον αχνό της καυτής γης. “Τουλάχιστον, θα έχει νερό” σκέφτηκε και κίνησε προς τα εκεί.
Ο παππούλης που έμενε εκεί, προφανώς βοσκός, ήταν πολύ ευγενικός. Του πρόσφερε νερό και φρούτα και τον ρώτησε που πήγαινε.
- Θέλω να πάω στην Αθήνα κι έπειτα, αν όλα μου πάνε καλά, να γυρίσω τον κόσμο.
Ο γέρος τον κοίταξε με περιέργεια.
- Και πόσο χρονών είσαι;
- 15.
- 15...
- Μάλιστα.
- Οι γονείς σου το ξέρουν πως έφυγες; Τους είπες που πας;
- Ο πατέρας μου δεν ξέρω ποιος είναι, δεν τον γνώρισα ποτέ.
- Κι η μάνα σου;
Ο νεαρός έμεινε σιωπηλός και χαμήλωσε το κεφάλι, ντρεπόταν να πει την αλήθεια.
- Εντάξει λοιπόν, εμένα λόγος δεν μου πέφτει. Αλλά με τα πόδια στην Αθήνα, δεν πρόκειται να φτάσεις ποτέ. Έλα μαζί μου...

ΚΟΜΠΟΛΟΪ, ΑΠΩΛΕΣΘΗ...

«Μπα, έχεις και ποδηλατάκι, βλέπω...», χτσακ! το κομπολόι...

«Σ’ είχα κόψει ‘γω τι περίεργο μούτρο ήσουνα... Όχι με κακό, δηλαδής...», ξανα-χτσάκ! το κομπολόι...

«Είδα στη μετακόμιση κάτι πικάπια και κάτι δίσκους με μανέστρους απ’ όξω και κάτι ηχεία με ποδάρι και λέω, τούτος ‘δω είναι μυστήριο τρένο...», φτσιτ!... η ροχάλα...

«Κι’ ένα σωρό βιβλία, ρε αδερφάκι...Και τηλεόραση με κώλο, από τ’ς παληές... Λέω, δε μπάει τούτος ‘δω... Σ’ν επόμενη συνέλευση θα σκιστούμε...», πτσιτ!...αυτοκαθαριζόμενο δόντι...

Κάμψη του κορμού εμπρός, παύση του κομπολογίου: «Θαρθείς στη συνέλευση;»

contact