Καλά είναι, δεν έχω παράπονο, Σοφούλα μου. Προκειμένου εκείνο το μπαλκόνι, χίλιες φορές η αυλίτσα κι’ ας έχει μάντρα κι’ ας μη βλέπω πέρα απ’ τα δέντρα.
Να, εδώ μου θυμίζει και λίγο το χωριό. Όλο μου φαίνεται πως θα χτυπήσει η πόρτα και θα μπει η θεια-Κονκέπτα με τ’ αυγουλάκια για τα παιδιά στο χέρι, φρέσκα-φρέσκα, ζεστά από την κότα.
Γελάει ο γιός μου. Κάθε που έχει λαϊκή, πετάγομαι, είναι μια κοπέλλα, Ντίνα τηνε λένε, έχει κάτι αυγά, μοσκοβολάνε. Ε, παίρνω κι’ εγώ μια καρτέλλα για τ’ αγγόνια μου και τηνε πάω δώρο την Παρασκευή το βράδυ. Γελάει ο Μάνθος: τί έφερες μάνα, αυγά! φτωχοί είμαστε, για δε ξέρουμε πού πουλάνε αυγά. Άμε, του λέω στην ευκή του θεού και της Παναγίας, που όλα τα ξέρεις εσύ. Εγώ τα φέρνω για τα παιδιά κι’ αλλίμονό σου.
Έχω και ‘γω το μαράζι μου, Σοφούλα μου. Δεν τ’ αντέχω μακριά απ’ το νησί, μα τι να κάμω...Κι’ από τα κι’ έπειτα που ‘φυγε ο Μάρκος μου, άφησα και το διαμέρισμα και βολεύτηκα σε τούτο ‘δω. Κι’ είναι κάτι καλοί ανθρώποι, δε ζητάνε, μόνο κάθε τέλος του μήνα, περνούνε να πιούμε έναν καφέ και τους δίνω και το νοίκι. Κι’ αυτοί από νησί κουβαλημένοι είναι. Πόνο έχουν που τ’ αφήκαν όλα ‘κει, μα τι να κάμεις...Φτωχό νησί, φτωχοί κι’ οι ανθρώποι.
Δεν πειράζει όμως, Σοφούλα μου, δεν έχω παράπονο, τίποτα δε ζήλεψα στη ζωή μου, μόνο την περπατησιά της μάνας μου και το χαμόγελο της θεια-Φιλίτσας, θεός σχωρέσ’ τες.
Νά, ζήλεψα και τα παιδιά με τα ποδήλατα εδώ στη γειτονιά, μα όχι με κακό, με πόνο για τα παιδικάτα μου, που δεν απόσωνα να παίξω, να φχαριστηθεί η ψυχή μου παιχνίδι, να χορτάσω τρεχάλα και χαρά και φωνές. Άκουγα τις άλλες μανάδες να φωνάζουν στα παιδιά τους να μαζευτούν και σφιγγόταν η καρδιά μου από την πίκρα, που δεν με φώναζε και μένα η μάνα μ’ να μαζευτώ, να πλυθώ και να πλαγιάσω νωρίς.
Τρέχα για τις αγελάδες, τρέχα να ποτίσεις, τρέχα να ταΐσεις, πάνε, κύλισαν τα χρόνια, Σοφούλα μου, σαν το νεράκι κι’ άμε πιάστα...
Τώρα, θα στο πώ και μη με κοροϊδέψεις. Είναι ‘δω παρακάτω ένα παληό μαγαζί, τόχει ένας Συριανός, Φραγκίσκο τονε λένε. Του πάνε μηχανάκια, ποδήλατα και τους φκιάνει πότε το λάστιχο, πότε τα φρένα, πότε τούτο, πότε τ’ άλλο. Φτηνός βλέπεις και ‘δω η συνοικία δε σηκώνει ακρίβειες και καινούργια πράματα. Ένα μπάλωμα, το πολύ μια σαμπρέλλα.
Εκεί πάνε κι’ αφήνουν οι πιτσιρικάδες ό,τι παλιό ποδήλατο έχουν και δε το θέλουν πιά, έτσι σαν ενέχυρο κι αγύριστο, άμα δεν έχουν να του πληρώσουν τα κολλήματα στο μηχανάκι, του αφήνουν κανα παληό ποδήλατο. Τάχει κι’ αυτός εκεί σαν τους πραματευτάδες στο Μοναστηράκι, δε τ’ αγοράζει κανείς, μόνο τα βάζει και τα βγάζει πρωί-βράδυ για να κάνει μπούγιο στο πεζοδρόμιο, να νιώθει και ‘κείνος πως δεν περάσαν τα χρόνια κι’ έχει ακόμα δουλειά.
Τα προχτές λοιπόν, πέρναγα να πάω στην κυρα-Ζωή να της κάμω λίγο παρέα. Και σα να μη το κατάλαβα, ήταν και ‘κείνος ο ευλογημένος έξω και παίδευε ένα μηχανάκι να του περάσει λάστιχο, του λέω, έχεις κανένα ποδήλατο που να σου πιάνει τόπο, που να μη το θες.
Σηκώνεται χωρίς να μιλήσει, μπαίνει στο μαγαζί και βγαίνει μ’ ένα παιδικό. Νάτο, σου κάνει; ρωτάει.
Τί να μου κάμει; Χωράω ν’ ανέβω ΄γω πάνω ‘κει, κυρ-Φραγκίσκο;
Ά, για σένα το θές, μου λέει, και ξαναφεύγει μεσ’ το μαγαζί.
Ντράπηκα λίγο, μα αφού δεν έδειξε ‘κείνος να του φαίνεται παράξενο, είπα μισή ντροπή δική μου και μισή δική του και περίμενα. Τί κάνεις, Αντώνια, είπα στον εαυτό μου, ποδήλατο στα γεράματα; Καλά κάνω, μού’πε, ναι, ποδήλατο στα γεράματα, τί θες τώρα εσύ...
Και μου βγάζει ένα γυαλιστερό, ένα μεγάλο, σαν από ‘ κείνα πούχανε οι ταχυδρόμοι, μα πιό καινούργιο. Πώς μου φάνηκε, Σοφούλα μου, χτύπησε η καρδιά μου σα νάμουνα κοπελούδα και νάβλεπα τον Μάρκο μου στην περατζάδα στο χωριό Κυριακή απόγευμα.
Ταράχτηκα, είπα, δε μπορώ εγώ να τ’ ανεβώ τούτο ‘δω, μα σφίχτηκα και δεν είπα λέξη. Πόσο κάνει; Τόσο.
Μου φάνηκαν λίγα, μα δεν μπόραγα να μιλήσω να πω τίποτα, δεν έβγαινε λέξη.
Το πήρα, τόφερα σπίτι τσουλητό και τόβαλα στη γωνιά στην αυλή και το καμάρωνα. Σάστισα. Έλεγα, τίνος είναι το ποδήλατο, Αντώνια; Δικό μου είναι, κατά δικό μου, αποκρινόταν.
Το πρώτο βράδυ, Μάϊος ήταν, έμεινα στην αυλή με μιαν εσάρπα στους ώμους να το κυττώ και να μην μιλώ, ώρα πολλή. Αμέ ήξερα να κάνω, λες; Άρχισα και ‘γω ν’ ανεβαίνω πάνω και να το πηγαίνω με τα πόδια πέρα-δώθε, δέκα βήματα, και δωσ' του κρρρρ ή αλυσσίδα, να λέω τώρα θα ξυπνήσει κανένας να με δεί και να μην έχω μούτρα να βγω έξω. Κι’ όλο σήκωνα τα πόδια, πότε τόνα και πότε τ’ άλλο να βρω πώς στέκεται χωρίς να πατάς. Έμαθα μετά. Ήρθε ο έγγονάς μου και τού τόπα μυστικό, μη το μάθει ο Μάνθος και με περιγελάσει, και μούδειχνε πώς να κάνω.
Λέω, τί είναι η ζωή, Σοφούλα μου, να μαθαίνει ο δεκάχρονος την γιαγιά του να κάνει ποδήλατο! Πώς ήρθε το πράμα και μου φάνηκε σα να με μάθαινε να είμαι παιδί. Σα νάκανε με το δαχτυλάκι του τους δείκτες του ρολογιού πίσω και να ‘δειξαν πάλι στα δεκατέσσερά μου.
Έμαθα όμως. Το παίρνω και πάω από ‘δω κι’ από ‘κει, το πήγα και στον κυρ-Φραγκίσκο και τούβαλε καλαθάκι και σκάρα και άμα χρειάζεται το λαδώνει κιόλας να μη τρίζει. Λέμε και καμμιά κουβέντα για το νησί του ο καθένας και γελάμε με το πώς είμασταν με τα βρακιά τα μπαλωμένα και περνάει η ώρα. Έστω και τώρα, τι νωρίς τι αργά, δε πειράζει, καλά είναι, δεν έχω παράπονο...
...με εκανες και δακρυσα. κι ειχα και δυο στιγμες πολυ προσφατα, πολυ μεγαλες, μια με τον παππου μου, και μια με τον ποδηλατα μου, απο αυτες που δεν ξεθωριαζουν, απο αυτες που μενουν οταν φευγουμε εμεις...
να 'σαι καλα...
Μπράβο...
μια καλοπροαίρετη παρατήρηση..
Βάλε κάτι στήν αρχή να καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι μιλάει γυναίκα...
Αν ξεκινήσει κανείς με την σκέψη ότι μιλάει άνδρας, το καταλαβαίνει αρκετά πιό μετά στό κείμενο...
@vang: ευχαριστώ,μάλλον δίκιο έχεις, αλλά, δεν τα σχεδιάζω, το έχω σαν εικόνα και τους βάζω να μιλάνε.
@morfeas: τι περιμένεις και δεν τα γράφεις αυτά που έζησες;
...όταν θες. Τα έγραψα.
;-)
αν τα αποφθέγματα που βάζεις τους ήρωες σου κάτι φορές να λένε, είναι προιόν μελέτης η οι συνθήκες που μεγάλωσες...
Πάντως μερικοί (όπως εγώ διότι μέχρι τα 22 μου ζούσα σε επαρχία) κάποια λόγια τέτοια τα χουν ακούσει, πολλές φορές δε, μεγάλωσαν μέσα σε αυτά..
Η μητέρα μου είναι στα 62 τώρα φίλε μου..
Ζω μακρυά (βλέπεις η ζωή τα φερε έτσι) και το κείμενο σου μου ξέθαψε κάτι απο το μυαλό..
Παλιά σαν παιδί που την ρώταγα γιατί δεν ξέρει ποδήλατο (σαν οικογένεια δεν χρησιμοποιήσαμε ποτέ ΙΧ ο πατέρας μου με ποδήλατο γύρναγε στο Άργος.. δεν είχε διπλωμα ούτε ήξερε να οδηγάει αυτοκίνητο) ξέρεις τι μου απάντησε??
"Οταν ανέβαινα το ποδήλατο του παππού σου μια μέρα που με είδε (γιατί τό κανα κρυφά) μου σπασε στα πόδια δυό κλαριά απο τριανταφυλλιές λέγοντάς μου.. "-Οι πουτ@νες ανεβαίνουν σε ποδήλατα, αν σε ξαναδώ θα σε σκοτώσω!"
Με θλίβει το γεγονός οτι είμαι μακρυά και δεν μπορώ τώρα (έστω και αργά) να της διδάξω το αγαθό της ισσοροπίας..
Ο πατέρας μου δεν ασχολήθηκε ποτέ(να την μάθει).. στο ποδήλατο εξάλλου δεν συμπεριφερόταν με λατρεία... τοχε κάτι σαν μουλάρι ενα πράγμα.. το σέβομαι κιαυτό βέβαια.
Άγγιξες χορδή ευαίσθητη πάντως.. θαμμένη στα σκοτάδια της ψυχής...
@Royaloak ακούς??? Αυτές ήταν πατριαρχικές κοινωνίες!!!
Ευτύχησα να προλάβω αρκετούς παληούς στο νησί και γνώρισα μια αξιοπρέπεια (σήμερα είναι απαγορευμένη λέξη ή παρανοούμε το νόημά της) που ξέρω πως δεν θ αυπάρξει πιά.
Προσπαθώ με κάθε τρόπο να κρατήσω τις λέξεις και τις εκφράσεις, αλλά δυστυχώς πολλοί φεύγουν και πολλά χάνονται.
Επίσης, πολλές εκφράσεις δεν γράφονται και έτσι το κείμενο βγαίνει στερημένο από ζωντάνια.
Χαίρομαι που σ' άρεσε, ευχαριστώ.
Πραγματικά μου άρεσε πολύ και το τωρινό αλλά και παλιότερα που έχεις γράψει.
Έχει μια δύναμη η γραφή σου και δυεισδυτικότητα.
Και πάλι μπράβο και ευχαριστώ