Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Η πρώτη μέρα

- Συμβαίνει.
- Μα πως είναι δυνατόν; Εγώ πάντοτε πίστευα, να, πίστευα πως άγγελοι δεν υπάρχουν...
- Μπορεί όταν το πίστευες, άγγελοι για εσένα να μην υπήρχαν. Μπορεί να είχες δίκιο.
- Και τότε, γιατί τώρα; Ποιος ο λόγος να περνάει ένας άνθρωπος όλη του τη ζωή, μην πιστεύοντας σε πράγματα που δεν είναι ορατά και τώρα, τώρα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, να ανακαλύπτει πως τόσα χρόνια σπατάλησε την ζωή του με λάθος τρόπο; Λες πως είσαι άγγελος και λες ακόμα πως ότι ζω συμβαίνει, δεν το ονειρεύομαι. Κι εμφανίζεσαι μπροστά μου για να μου δώσεις κάτι που θα έχω χάσει μέχρι αύριο το πρωί;
- Ναι, είναι έτσι ακριβώς.
- Είμαι άρρωστος, ξέρεις. Χάνω τις αναμνήσεις μου και μαζί τους, την ταυτότητά μου. Είναι σαν να είναι όλα εκεί, οι αγάπες και τα μίση μου και οι χαρές και οι πίκρες, στοιβαγμένες σε συρτάρια μα εγώ δεν έχω τα κλειδιά, τα συρτάρια ετούτα να ανοίξω. Σιγά – σιγά, όσα ήξερα χάνονται, οι μέρες ξεκινάνε όλο και πιο λευκές, οι άνθρωποι που με χαιρετούν είναι πιο αχνοί. Μου λες πως αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω δεν θα θυμάμαι πια τίποτα κι όμως, εσύ, ένας άγγελος, το μόνο πράγμα που μπορείς να μου χαρίσεις, είναι ένα όνειρο!
- Ναι. Διάλεξε 7 ημέρες της ζωής σου που να θέλεις να τις ξαναζήσεις. Μπορεί να σου φαίνεται σαν όνειρο, αλλά οι μέρες αυτές θα διαρκέσουν ακριβώς εφτά ημέρες. Θα ζήσεις όλα όσα έζησες και τότε, χωρίς καμία αλλαγή, θα νιώθεις ακόμα και την ζέστη ή το κρύο, την υφή από τα μάλλινα πουλόβερ και τις οσμές της άνοιξης... Θα είναι όνειρο που όνειρο δεν θα 'ναι. Διάλεξε μονάχα 7 ημέρες...

Περί πνευματικότητας του ποδηλάτου (πως ένα μυστήριο περιμένει λύση)

"Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου" κατά την ποιητική έλαμψη του Εμπειρίκου. Ο Εμπειρίκος κάποια ωραία πρωία εμπνεύστηκε από την ανάπτυξη του ποδηλάτου - το κεντρικό γρανάζι με τα δόντια που προκάλεσε την κίνηση προς την εμπειρίκια εκδρομή - εγώ ένα ωραίο απόγευμα από τη σαμπρέλα. Πειράζει; Μη με κατηγορήσετε γι΄ αυτό. Άλλοι φταίνε, αυτοί που προέκτειναν την έννοια της πνευματικότητας σε νέα πεδία αλλά ασφαλώς όχι ποδηλατικά. Γιατί όμως, τι έφταιξε το καημένο το ποδήλατο;

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΘΑΝΑΣΑΚΗΣ

Φρόντιζαν να ανηφορίζουν πάντα προς το παληό πολυβολείο γύρω στις οκτώμιση, έτσι, που μόλις ο ήλιος έσκαγε μύτη ανάμεσα στα δυό βουνά, να τον βλέπουνε να λούζει την πλαγιά στο φως του, να ρίχνει εκείνα τα φωτεινά βέλη ανάμεσα στις λόχμες και τα κλαδιά των δέντρων.

Ήταν οκτώ και είκοσι και θέλανε μια ακόμη απότομη στροφή και εκατό μέτρα ήπιας ανηφόρας για να θαυμάσουν τον μεγάλο βασιλιά να δείχνει το πρόσωπό του.

Αγριοφράουλες

Οι ρόδες κυλούσαν γλυκά κάτω από τ' αστέρια που σημάδευαν τον σκοτεινό ουρανό. Φεγγάρι δεν υπήρχε, ούτε σπίτια, μονάχα μια σειρά από κιτρινισμένα φωτάκια από τις ξύλινες καλυμμένες με πίσσα κολόνες του δρόμου, που κατέβαινε την πλαγιά σαν δαντέλα, πυκνώνοντας καθώς κρυβόταν σε μια στροφή στη ρίζα του λόφου. Ακόμα και η κορυφογραμμή των βουνών ήταν ελάχιστα πιο σκούρα από τον ουρανό, σχεδόν την υπέθετες μονάχα από την απουσία αστεριών.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κούνησε το φωτάκι της, που στιγμιαία δυνάμωσε το φως του, για να ξαναγυρίσει στο ετοιμοθάνατο λαμπύρισμα του την επόμενη στιγμή. Είχε ξεχάσει να αγοράσει μπαταρίες και η ιδέα να συνεχίσει την διαδρομή χωρίς φως, δεν της φαινόταν καθόλου ελκυστική. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και η πλαγιά στ' αριστερά του δρόμου ήταν πολύ απότομη. Γύρισε το διακόπτη και το φως άρχισε να λαμπυρίζει με ρυθμό. Για ένα δευτερόλεπτο ο κόσμος γύρω της έλαμπε και το επόμενο βυθιζόταν στο σκοτάδι. “Καλύτερα από το τίποτα” σκέφτηκε και συνέχισε την διαδρομή της.
Ο αέρας ήταν παγωμένος, αλλά ευχάριστα παγωμένος, έτσι όπως την χάιδευε στο πρόσωπο, τυλίγοντας την με την βαριά μυρωδιά της γης. Το δευτερόλεπτο που το φωτάκι έσβηνε, πριν τα μάτια της προλάβουν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, ένιωθε σαν να είναι μόνη της στο κενό, σαν να πετάει σε ένα όνειρο, που κρατούσε πάντοτε τόσο λίγο. Όπως συνέβαινε και την κάθε της ημέρα, παραπατούσε λίγο στο όνειρο και λίγο στις ανάγκες της πραγματικότητας κι αναρωτιόταν πως γίνεται το όνειρο να φαίνεται πάντοτε πιο σύντομο.

Η πίεση στη δουλειά. Η εικόνα μιας οθόνης υπολογιστή, το μισογεμάτο τασάκι, ένα στόμα που μιλάει, χωρίς να βγάζει ήχους, σημασία έχει να φαίνεται πως ανοιγοκλείνει.

Ελεύθερη να γελά, σε κάποιο δρόμο που δεν γνώριζε.

Η γιορτή που είναι αναγκασμένη να πάει την Παρασκευή, ένα ρολόι που χτυπά, ένα δάχτυλο που δείχνει, δεν ξέρει προς τα που, σημασία έχει να δείχνει.

Μια αγκαλιά. Κι έπειτα, τίποτε παραπάνω.