Οκτώβρη μου,

[στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, τον σκοτωμένο στις 9 Οκτώβρη, πίσω στο σκοτεινό 1967]
[στον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, τον σκοτωμένο στις 9 Οκτώβρη, πίσω στο σκοτεινό 1967]
Τις νύχτες η γέρικη αγάπη μου
δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Σηκώνεται, ντύνεται, ποδαίνεται
κι αρχίζει να βαδίζει πάνω κάτω
στο δρόμο με τα κεχριμπάρια...
Χύνονται τα κεχριμπάρια στο διάβα του
και ροβολάνε σαν βώλοι δακρύων
που σίτεψαν μέσα στο χρόνο
κι έγιναν ωχροί δείκτες πόνου και θλίψης.
Η παλιά μου αγάπη μονολογεί.
Που’σαι άστρο,
άστρο που φώτιζες τις νύχτες το μαξιλάρι μου
και βάραιναν γλυκά τα μάτια,
μετά τα χάδια και τα φιλιά,
που δεν ήθελαν να τελειώνουν.
Μια Μεγάλη Πέμπτη βράδυ είναι,
που το ξημέρωμά της σε μνήματα
φέρνει τα βήματά της γέρικης αγάπης...
Πηγαίναμε αμίλητοι. Ο ένας οδηγούσε, ο άλλος έστριβε τσιγάρα. Τα άναβε δυο δυο και έδινε το ένα στον οδηγό. Στα πόδια του συνοδηγού υπήρχε ένα κουτί από παπούτσια. Μέσα είχε κασέτες, με αριθμούς και μυστήρια ονόματα γραμμένα στις ράχες με μπλε μελάνι. 1 ΠΙΝΚ ΦΛΟΥΝΤ, 2 ΜΠΙΤΛΣ, 3 ΤΑΝΓΚΡΑΜ, 4 ΡΕΑΡ ΕΡΘ, 5 ΚΡΗΜ, 6 ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ… Τις ακούσαμε όλες. Με τη σειρά. Πλευρά πλευρά. Σε κάθε στάση για κατούρημα αλλάζαμε. Σε κάθε καντίνα που βρίσκαμε σταματούσαμε. Αν πεινάγαμε, τρώγαμε. Αν όχι, πίναμε από μια μπύρα.