Στις δέκα το πρωί της Τετάρτης δεκαεπτά Μαρτίου, ο άνεργος ηθοποιός Δημήτρης Μαυροστούπης φόρεσε τα πλεχτά γάντια που τού είχε φτιάξει πριν από εικοσιδύο χρόνια η γιαγιά του Αρτεμισία Μαυροστούπη το γένος Παθιακάκη, κατέβασε χαμηλά μέχρι τα φρύδια τον αγορασμένο από σεντόνι τής οδού Αιόλου σκούφο του, τράβηξε την πετούγια τής πόρτας και βγήκε στον κοινόχρηστο διάδρομο τής μονοκατοικίας τής πεζοδρομημένης παρόδου Υψηλάντη. Οσμίστηκε το ψητό κατσαρόλας τής κυρίας Λυμπέρη από τον πρώτο όροφο που είχε και μπαλκόνι και έκανε για δεύτερη φορά την ίδια κίνηση με το χέρι, ανοίγοντας αυτήν την φορά την εξώθυρα που οδηγούσε έξω στον κόσμο, στους ανθρώπους.
Η πόρτα δεν έτριξε πίσω του, χάριν τής διαρκούς και αδιάλειπτης φροντίδας του κυρίου Μιλτιάδη, συγκατοίκου και διαχειριστού τού οικήματος.
Βγήκε στον δρόμο.
Το πρωινό ήταν ευχάριστα μουντό και ο καφετζής στην απέναντι τζαμόπορτα είχε ήδη ετοιμάσει τους μεσημεριανούς του μεζέδες για την αποτελούμενη από συνταξιούχους και εισοδηματίες αργόσχολη πελατεία του. Σήκωσε το χέρι προς τον ηθοποιό, όχι τόσο για να χαιρετήσει κάποιον, που ποτέ δεν είχε καθήσει έστω για μια πορτοκαλάδα στο μαγαζί του, αλλά, γιατί ποτέ δεν ξέρει κανείς εάν θα βρεθεί,
χάριν μιάς ασήμαντης, εξαναγκασμένης χειρονομίας, να παίρνει τηλέφωνο τους συγγενείς του για να τον δουν το βράδυ στις ειδήσεις να μιλάει για το πόσο καλές σχέσεις είχε με τον αποδεδειγμένα μονόχνωτο ηθοποιό, που στο μεταξύ θα είχε αυτοκτονήσει για αδιευκρίνιστους λόγους.
Ο Δημήτρης Μαυροστούπης, αδιόρατα αβέβαιος για τον αν η ανεργία του οφείλοταν στο κακόηχο όνομά του ή σε πιθανό έλειμμα ταλέντου του, προχώρησε με σταθερά βήματα προς το γκαράζ της οδού Γερογιάννη κυττάζοντας πάντα ψηλά, παρατηρώντας την κίνηση των γυμνών κλαδιών των δέντρων στο φόντο τού γκρίζου ουρανού, αναπνέοντας βαθειά την πρωινή δρόσο, που τού θύμιζε την πλατεία τού χωριού του, κάπου στην ορεινή Αιτωλοακαρνανία.
Έστριψε στην Ξενοφώντος.
«Καλημέρα, Σωτήρη», είπε χαμηλόφωνα προς τα τρία σκαλοπάτια που κατέβαιναν στην πόρτα του ημιυπόγειου, όπου ο φίλος και συμμαθητής του Σωτήρης είχε πεθάνει μόνος μέσα σε ακατάσχετο εμετό από δηλητηρίαση από χαλασμένο φαγητό, ηθοποιός και εκείνος, άνεργος, ενίοτε κακότυχος στα περί του βίου του.
«Καλημέρα, Δημήτρη», φαντάστηκε την φωνή τού φίλου του, σταθερή παρέα στην άμυνα που είχε χτίσει απέναντι στην μοναξιά που κουβάλαγε μαζί της η μόνιμη έλλειψη έστω και ελάχιστων διαθεσίμων, έστω και για ένα μικρό μεζέ στο απέναντι καφενείο, που τόσο λαχταρούσε, ειδικά τις βροχερές ημέρες, που το ηλεκτρόφωνο ακουγόταν να παίζει πλάκες με παληά ρεμπέτικα.
Έφτασε στο γκαράζ.
Κατέβηκε την ράμπα, πέρασε το κουβούκλιο τού παρκαδόρου απ΄όπου έβγαινε η ζέστη της θερμάστρας αλογόνου, τόση, που ποτέ δεν είχε στο κρύο δωμάτιό του και πήγε πίσω από τις δυσώδεις τουαλέττες, όπου σε έναν σωλήνα βαμμένο με λαδομπογιά, που ξεφύτρωνε απ΄το χαμηλό, λεκιασμένο ταβάνι και τρύπωνε στο λαδωμένο πάτωμα, ήταν δεμένο το ποδήλατό του, αυτοδιεκδικηθείσα κληρονομιά από τον νεκρό φίλο του Σωτήρη.
Ξετύλιξε την αλυσσίδα, προσέχοντας μη χτυπήσει στον σκελετό και κάνει παραπάνω θόρυβο απ΄όσο τού επέτρεπε η δωρεάν παροχή χώρου στάθμευσης και ο σεμνός του χαρακτήρας, την τύλιξε και την κρέμασε στην διακλάδωση του σωλήνα με άλλον οριζόντιο, πάλι με κινήσεις αθόρυβες σαν τηλεόραση που δεν πρέπει να ενοχλήσει τον άρρωστο και σαν ερωτική πράξη που πρέπει να μείνει κρυφή απ΄τα παιδιά.
Ξεφύσηξε και βγήκε στον Ήλιο, στην κορυφή τής ράμπας.
Ακούμπησε την φθαρμένη δερμάτινη σέλλα στην μέση του κρατώντας με αυτόν τον τρόπο το ποδήλατο όρθιο.
Πέρασε χιαστί την σχολική του σάκκα με τα δακτυλογραφημένα, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα χαρτιά με τα κείμενα της πρόβας, μην ξεχνώντας να υπενθυμίσει στον εαυτό του το πώς, από μικρός, διατηρούσε τα υπάρχοντά του σε όσο γινόταν καλύτερη κατάσταση, σαν να ήταν σίγουρος για το λιπόσαρκο μέλλον που τον ανέμενε να ξεμυτίσει στην ζωή.
Ανέβηκε στο αριστερό πετάλι με το αριστερό πόδι, αφήνοντας το δεξί να μετεωρίζεται πίσω του και ταυτόχρονα τσούλησε το ποδήλατο στον δρόμο για να ανέβει στην σέλλα εν κινήσει, έναν τρόπο που είχε αντιγράψει από τον θείο του τον Ερμή, ένα από τα πρώτα ποδήλατα στην πλατεία Ερεσού. Είχε μάλιστα τελειοποιήσει την κίνηση εφαρμόζοντας και λίγο απ΄την τέχνη του, θέλοντας να μοιάζει με τον Λαμπέρτο Ματζιοράννι στον «Κλέφτη ποδηλάτων».
Αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ ο Βιτόριο ντε Σίκα, πως κάποιος δηλαδή, σε μια μακρινότατη πόλη, αντέγραφε καθημερινά μια ασήμαντη σκηνοθετική του λεπτομέρεια για να κρατάει την ψυχολογία του ψηλά.
Κύλισε στην Λεωφόρο Δαμοκλέους για επτά τετράγωνα και έστριψε στην Αραποστάθη, ένα στενό νωρίτερα δηλαδή, από τον προορισμό του, για ν΄αποφύγει το φημισμένο τυροπιτάδικο τής οδού Σπύρου Λούη, διέσχισε το μήκος άλλων έξι πολυκατοικιών, κινήθηκε για είκοσι μέτρα ανάποδα στον μονόδρομο και σταμάτησε εμπρός στην πόρτα τού Θεάτρου Ιδεών. Ανάσανε βαθειά.
Ανέβηκε τρία σκαλοπάτια κι΄έσπρωξε την πόρτα ν΄ανοίξει.
Ακούμπησε το ποδήλατο στον τοίχο του κρύου διαδρόμου, που οδηγούσε στην αίθουσα προετοιμασίας, ενώ την ίδια στιγμή η πόρτα έκλεισε πίσω του με μια καθυστέρηση, που είχε υπολογίσει στον χρόνο που χρειαζόταν για να ξεζωστεί το σακκίδιο, όχι όμως και να βγάλει τα γάντια και τον σκούφο.
Μπήκε στην ζεστή αίθουσα.
Μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να παραδεχόταν πως η προσκόλλησή του στον χώρο αυτόν, είχε να κάνει και με την ζέστη που απολάμβανε έως το μεδούλι και που άλλος, πιθανόν, να έλεγε θαλπωρή. Ο Δημήτρης όμως, δεν είχε φίλους εδώ, μα ούτε και πουθενά αλλού. Οι άλλοι έβγαιναν, πηγαινοέρχονταν σε σπίτια, συναναστρέφονταν. Το βλέμμα του, που εκτός τής πρόβας περιφερόταν πάντα χαμηλά, δεν τους είχε δώσει ποτέ το θάρρος να τον προσκαλέσουν και ΄κείνον.
Πήραν θέσεις στις καρέκλες. Διάλεγε αυτήν, που τού επέτρεπε να βλέπει το ποδήλατο. Ο δάσκαλος έβηξε, στράφηκαν όλοι προς το κέντρο τής αίθουσας. Ήταν ώρα για τον «Ρινόκερο» να σκάσει μύτη στη σκηνή. Ο Δημήτρης Μαυροστούπης έπρεπε τώρα να γίνεται ο Μπερανζέ.
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Θέλω να πω, το ανθρώπινο πλάσμα… ο ουμανισμός…(ξερόβηξε, η φωνή του ήταν ακόμη μουδιασμένη)
ΖΑΝ: Ουμανισμός! Θεωρίες ξεπερασμένες! Χωρίς διαφάνεια! Γέρασες, αλλά είσαι πάντοτε ένας γελοίος ρομαντικός! Πάει ο ουμανισμός, ξόφλησε! (ο Λευτέρης Μπακόπουλος, που έκανε τον Ζαν, σηκώθηκε απ΄την καρέκλα του και τραβήχτηκε πίσω, υπαινισσόμενος την έξοδο τού Ζαν προς το μπάνιο).
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Μα, επιτέλους, υπάρχει η σκέψη, το μυαλό, που όλο εξελίσσεται (κάπως καλύτερα...)
ΖΑΝ: Τρίχες κατσαρές. Αυτά είναι κλισέ! Βαρέθηκα να σε ακούω να μου λες απίθανα σενάρια. Μπρρρρ! (Η φυσική υπεροψία του Λευτέρη Μπακόπουλου, τον βοηθούσε να ενσαρκώνει τον ρόλο τέλεια, είχεμάλιστα γυρίσει στο πλάι για ν΄ακούγεται η φωνή του από μακρυά, από το υποτιθέμενο μπάνιο)
ΜΠΕΡΑΝΖΕ: Εγώ, απίθανα σενάρια; («...μα όλη η ζωή μου είναι ένα απίθανο σενάριο και ειδικά, το πώς δεν έχω πεθάνει από ασιτία», σκέφτηκε τόσο έντονα, που τού φάνηκε πως ακούστηκε...)
ΖΑΝ: Μάλιστα, μπούρδες με λοφίο… Μπρρρρ (όπου ο Λευτέρης, υπερβάλλοντας την οδηγία τού συγγραφέα σκλήρυνε την φωνή του τόσο που ο Δημήτρης κύτταξε ενστικτωδώς κάτω).
Ο δάσκαλος έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και ζήτησε την σκηνή ξανά.
Μετά από μιάμιση ώρα, ο δάσκαλος έδωσε διάλειμμα. Μόνον εκείνην την στιγμή ο Δημήτρης σκέφτηκε να ρίξει μιά ματιά στο ποδήλατο. Ο ρόλος τον είχε απορροφήσει αναγκαστικά: τα μάτια τής Θάλειας Στούπα δεν έφευγαν από πάνω του στιγμή. Αν τού φερόταν όμως, όπως η Νταίζη του Ρινόκερου, πράγμα πολύ πιθανό δεδομένης και της δυναμικότητας τού χαρακτήρα της...
Σταμάτησε την σκέψη μ΄ένα ανεπαίσθητο τίναγμα του κεφαλιού.
Βγήκε μέχρι τον διάδρομο και έκανε πως στερεώνει καλύτερα το ποδήλατο στον τοίχο. Στην πραγματικότητα, το άγγιγμα στο παγωμένο ατσάλι τον συνέφερνε από το όνειρο που πήγαινε να κατρακυλίσει.
Είχε διαβάσει πως ο Ιονέσκο είχε βάλει τον εαυτό του στο πρόσωπο τού Μπερανζέ. Στο μεταξύ, είχε ευτυχήσει να έχει πεθάνει πριν μόλις μερικά χρόνια. Ούτε αυτός θα μάθαινε ποτέ πως σε μια διπλανή χώρα κάποιος έπαιζε έναν ρόλο που δεν καταλάβαινε, απλώς για να περνά ζεστά τίς ώρες του και να ανέχεται την εξεταστική ματιά τής Θάλειας Στούπα επάνω του.
Η πρόβα ξανάρχισε.
Για όσο διάστημα η πρόβα επανελάμβανε ξανά και ξανά μια πραγματικότητα που ποτέ δεν υπήρξε παρά στο μυαλό του αντιγραφέα της, το ποδήλατο παρέμενε παγωμένο έξω στον διάδρομο.
Αλλά όχι μόνο του.
Ο Δημήτρης, που δεν συμμετείχε στην επόμενη σκηνή, παρακολουθούσε στον διάδρομο έναν νεαρό να κυττάζει το ποδήλατο. Το αίσθημα ιδιοκτησίας δεν ήταν τόσο δυνατό όσο, η ανάμνηση του νεκρού του φίλου. Δεν φοβήθηκε λεπτό. Κάτι στην στάση του νεαρού, κάτι τα χέρια που ήταν χωμένα βαθειά στις τσέπες του τζην, κάτι το ξεκάθαρα θαυμαστικό στον τρόπο που κύτταζε το ποδήλατο, τον ησύχασαν.
Αναρωτήθηκε πώς θα τελείωνε την πορεία του το ποδήλατο όταν μετά από λίγα ή και περισσότερα χρόνια, θα πέθαινε κι΄αυτός. Το ατσάλι δεν έχει μνήμη, είναι τόσο ανθρώπινο, που σε παγώνει η ευθύτητα της συμπεριφοράς του, σκέφτηκε. Είχε κάποτε πάει στο Σχιστό, σε μια μάντρα σιδερικών, όπου δούλευε ο αδερφός τής μάνας του, που τον είχε παρακαλέσει για δουλειά, να βγαίνει κανένα μεροκάματο, να μην δώσουν το σπίτι στο Γαλάτσι. Την άντεξε την βαρειά δουλειά μέχρι την μέρα, που
ανάμεσα στα σιδερικά που όδευαν για ανακύκλωση είδε παληά κρεββάτια και σκουριασμένα ποδήλατα. Δεν ήθελε να τ΄αφήσει να πάνε στην πρέσσα και μετά στο καμίνι, πέσαν οι άλλοι επάνω του να τον τραβήξουν από τον σωρό τα σίδερα, εκείνος φώναζε, θυμάται πως είχε φωνάξει τόσο πολύ για πρώτη φορά στην ζωή του, ούτε στα διαλείμματα στο σχολείο δεν είχε φωνάξει τόσο.
Με τα μάτια ακόμη επάνω στον νεαρό, άπλωσε ασυναίσθητα τα δάχτυλά του στο αριστερό του μπράτσο και ψηλάφησε κάτω απ΄ το πουκάμισο τις δύο ουλές που τού είχε αφήσει η μέρα εκείνη. Η μνήμη, που παραμένει πάντα στον ενικό, ήταν εκεί, ανεξίτηλη. Δεν τού ήταν ξεκάθαρο εάν εκείνες οι εικόνες τον έκαναν να μην αφήσει το ποδήλατο να βγει στον δρόμο μαζί με τ΄άλλα τού δωματίου τού Σωτήρη και να το πάρει μαζί του ή εάν ήταν καθαρή και αγνή ιδιοτέλεια ντυμένη σε φορέματα
συναισθηματικότητας.
Άφηνε επιτηδευμένα την ομίχλη ακίνητη γύρω από το θέμα αυτό.
Στο μεταξύ, τα χνώτα τού νεαρού έξω στον διάδρομο ήταν το μόνο στοιχείο που έδειχνε πως από την πόρτα δεν έβλεπε μια αποτύπωση, αλλά, την πραγματικότητα, ίσως πολύ αργή, αλλά, ναι, ήταν αυτή η ίδια η πραγματικότητα. Το ρολόι έδειξε ώρα μηδέν. Σηκώθηκε, παραμέρισε κάποιον που βρέθηκε εμπρός του, βγήκε στον διάδρομο κι΄ένιωσε σαν νάμπαινε στο παγωμένο δωμάτιό του.
Ο νεαρός γύρισε και τον είδε.
“Είναι ενός φίλου μου που πέθανε...”, είπε ο Δημήτρης, σαν από καιρό έτοιμος γι΄αυτό που θ΄ακολουθούσε.
“Είναι πανέμορφο...Παληό, αλλά, πανέμορφο...”, είπε ο νεαρός έχοντας γυρίσει πάλι τα μάτια του στο ποδήλατο, “Πώς το λές..;” ρώτησε κυττώντας τον στα μάτια, περιμένοντας...
“.......” άφησε να βγει από την μύτη του μια ανάσα που είχε μείνει μέσα του σαν μετά από μακροβούτι, κύτταξε το ποδήλατο και το είδε για πρώτη φορά, για πρώτη φορά ανακάλυψε πόσο όμορφο στ΄αλήθεια ήταν, πόσο έμοιαζε με τα ποδήλατα που βάζαν στις ταινίες για να αποτυπώνουν το αρχέτυπο ενός ποδηλάτου, κατάλαβε πόσο θα μπορούσε να τόχει αγαπήσει.
“Σωτήρη...Tο λέω Σωτήρη...”
Ο νέος δεν μίλησε, μόνο άπλωσε το χέρι του στην αριστερή μανέτα και την άγγιξε με την ανάστροφη τής παλάμης του, σαν κοιμισμένη ερωμένη.
“Μπορεί να σου φαίνεται παράξενο, αλλά, το λέω Σωτήρη...”, ξανάπε ο Δημήτρης για να σπάσει την κρυστάλλινη σιωπή που είχε κρεμαστεί από πάνω τους ενώ σκέφτηκε, πως η σιωπή υφίστατο πάντα σε ενικό αριθμό και αυτή.
Ο νεαρός έγειρε συγκαταβατικά το κεφάλι στο πλάι και κύρτωσε τα φρύδια: “Δεν του πάει και τόσο” είπε, “...αλλά πάλι...”, σήκωσε το μέτωπό του προς τον Δημήτρη: “...είναι για τον φίλο σου, έτσι..;”
Ο Δημήτρης συμφώνησε μ΄ένα βλέμμα και κύτταξε έξω απ΄το τζάμι τηςεξώπορτας μή βλέποντας τίποτε εξόν απ΄τα δάκρυα που περίμεναν να εκβάλλουν στα μάγουλά του. Δεν πρόλαβε να θολώσει η ματιά του: “Ε, και...Ούτε θα το μάθει ποτέ...Είναι νεκρός...Τόσο κρύος, όσο και το μέταλλο τού ποδηλάτου του...”.
Τα σύννεφα έξω πύκνωσαν, ή τουλάχιστον έτσι τού φάνηκε, και κάπου σ΄ένα διπλανό κτίριο ένα ρολό κατέβηκε με δύναμη. Ο ήχος ταίριαζε περισσότερο σε κεραυνό.
“Σου λείπει...” επέμεινε ο νεαρός και άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα. “Εμένα με λένε Μιχάλη και έρχομαι στο επάνω πάτωμα, κάνω σκίτσο και ζωγραφική. Δουλεύω κιόλας, σηκώνω τα τηλέφωνα σε μια ασφαλιστική...”, είπε μονορούφι και τον τράβηξε έξω από την δεύτερη δίνη που έκανε να τον καταπιεί.
“Εγώ είμαι στον πειραματικό θίασο και με λένε Δημήτρη. Έρχομαι μόνον για την ζεστασιά και γιατί δεν έχω τί άλλο να κάνω”, είπε.
Ένα φορτηγό άλλαξε ταχύτητα περνώντας απ΄έξω, τού φάνηκε πως ταυτόχρονα είχε μυρίσει το καυσαέριο. Γύρισε και κύτταξε προς την πόρτα που είχε στιγμιαία σκοτεινιάσει από τον περαστικό ίσκιο τού φορτηγού.
“Θες καφέ; θα πεταχτώ να πάρω και για μένα”, είπε ο νέος κι΄έδειξε προς τον δρόμο με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του.
“Έλα, είναι η σειρά σου, Δημήτρη, παίζεις...”, ψιθύρισε δυνατά η Θάλεια Στούπα βγάζοντας το κεφάλι της στον διάδρομο.
“Δεν έχω λεφτά για καφέ”, απάντησε αγνοώντας το κάλεσμα. Μόλις είχε δώσει στον Μιχάλη την πιό κρυφή αλήθεια των τελευταίων δύο του χρόνων.
“Και δεν θέλω να παίξω στην επόμενη σκηνή”, είπε στο κεφάλι τής Θάλειας που περίμενε χωρίς ν΄ακούει τον διάλογο των δύο. “Δεν θέλω να είμαι ο Μπερανζέ”.
“Γιατί..;”ρώτησε η Θάλεια και αποκάλυψε και τον υπόλοιπο εαυτό της βγαίνοντας στον διάδρομο. Προχώρησε προς το μέρος του. Η πόρτα έκλεισε πίσω απ΄τον Μιχάλη, που βγήκε στον δρόμο.
“Γιατί φοβάμαι πως κάποια μέρα θα πάρεις εσύ τον ρόλο της Νταίζης και τότε, θα με σιχαθώ τελείως”.
“Μα είναι απλώς ένα έργο...”, απολογήθηκε χωρίς λόγο η Θάλεια.
Προχώρησε προς το μέρος της, την προσπέρασε, μπήκε στην αίθουσα. Κάθισε στην καρέκλα του:
“Δεν έχω τί να κάνω...Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θέλω να συνεχίσω να τυρρανιέμαι απ΄τον Μπερανζέ ή, έστω, σαν τον Μπερανζέ...”, είπε κυττάζοντας τον δάσκαλο στα μάτια.
Το ποδήλατο στεκόταν χωρίς να ανασαίνει, τό ίδιο και οι υπόλοιποι.
Ο δάσκαλος κατέβασε τα γυαλιά στην άκρη τής μύτης του και τον κύτταξε πάνω απ΄τον σκελετό: “Το ξέρω” είπε κουνώντας το κεφάλι του δυό φορές. “Μα είναι ένα μακροβούτι που πρέπει να κάνεις”, θρόισαν τα φύλλα της πρόβας στα χέρια του, “Αλλιώς δεν θα μάθεις ποτέ πώς είναι να ζεσταίνεσαι επειδή κολυμπάς γρήγορα μέσα σε παγωμένα νερά”.
Ο Λευτέρης Μπακόπουλος σηκώθηκε: “Εμένα θα μου επιτρέψετε...” είπε απότομα και δυνατά και βγήκε στον διάδρομο όπου, παρ΄ολίγο να πέσει πάνω στον Μιχάλη που είχε στο μεταξύ γυρίσει και κράταγε έναν αχνιστό καφέ στο χέρι του. Η Θάλεια είχε ακουμπήσει στην πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ακούστηκε μια βρισιά και το ποδήλατο να χτυπάει στον τοίχο. Ο Λευτέρης Μπακόπουλος στην
βιασύνη του είχε μπλεχτεί στην μανέτα τού φρένου. Τινάχτηκε έξω να στερεώσει το ποδήλατο. Στην αίθουσα καρέκλες τραβήχτηκαν και σιγανές ομιλίες μόλις ξεκίναγαν. Η πρόβα είχε έτσι κι΄αλλιώς τελειώσει.
Βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μιχάλη, που είχε ήδη πιάσει το ποδήλατο: “Ορίστε, ο καφές σου, μόνο που ήπια δυό γουλιές κι΄εγώ. Δεν μου περισσεύανε για δυό καφέδες, χα,χα..!”.
Ο Δημήτρης έπιασε το χάρτινο κουπάκι και τράβηξε μια γερή γουλιά ζεστού καφέ. Τού ήρθε μια νοσταλγία για όλα όσα δεν είχε κάνει στην ζωή του, μια ανεξήγητη διάθεση για ταξίδι: “Εσύ πώς θα τόλεγες το ποδήλατο..;”
“...”, ο Μιχάλης με μιάν αμήχανη κίνηση έπιασε στην δεξιά παλάμη του το στόμα του και με τ΄αριστερό έξυσε την κορυφή τού κεφαλιού του.
“Εσύ τί όνομα θα τούβγαζες..;”, επέμεινε ο Δημήτρης Μαυροστούπης.
“Ντόλυ...”
Μάτια διάπλατα: “...Ντόλυ..;”
“Ναί...Είναι κορίτσι και θα μ΄άρεσε να φεύγω μ΄αυτήν στο ηλιοβασίλεμα σαν τον Λούκυ Λούκ...”, χαμογέλασε για λίγο ο Μιχάλης και μετά έσκασε στα γέλια, παρασέρνοντας και τον άνεργο ηθοποιό στον ίδιο χείμαρρο. Η Θάλεια Στούπα δεν ήταν μπροστά για ν΄ακούσει πως και αυτός μπορούσε να γελάει.
Ο διάδρομος είχε ζεσταθεί απ΄την ανθρώπινη παρουσία.
“Γέλασα”, σκέφτηκε ο Δημήτρης Μαυροστούπης μόλις το ξέσπασμα έφυγε και το γέλιο κρεμάστηκε μόνο στα μάτια του, “κι΄είχα χρόνια να γελάσω...Πόσο τόθελα...Πόσο τόθελα...”
Άπλωσε το χέρι του, ξεπέρασε το κόκκινο φουλάρι, που είχε περασμένο στο τιμόνι τού ποδηλάτου και τόβαλε στην τσέπη του.
“Ορίστε, η Ντόλυ είναι δικιά σου...” είπε στον Μιχάλη, “Μόνο μην πεις σε κανέναν ότι πριν, την έλεγαν Σωτήρη...”
Η τυλιγμένη αλυσσίδα στο υπόγειο γκαράζ τής οδού Γερογιάννη κρεμόταν ανόητα, πλέον, στο λουκέτο της.
.....καθώς ερχόμουν με το τραίνο κοίταγε έξω από το παράθυρο τον ουρανό και αδιάφορα τα γκρι κτίρια και τους μονότονα βαμμένους τοίχους της Αττικής οδού. Άκουγα μουσική από ένα σταθμό στο ράδιο και η σκέψη μου ήρθε σε εσένα, στον fantasmamore αλλά και σε όλα τα παιδιά που με την εξωτερίκευση του κόσμου τους πλουτίζουν την καθημερινότητά μας.
Η αλήθεια είναι ότι αναρωτήθηκα που χαθήκατε τόσο καιρό. Προς στιγμήν ανησύχησα.
Καταπληκτικό!
Σε παρακαλώ πάρα πολύ, μην αργήσεις το 2ο μέρος.
Να υποθέσω θα είναι κάτι σαν την κάλπικη λύρα; Σύντομες ιστορίες των κατόχων του;
Όφιε, μπράβο σου, πολύ όμορφο κείμενο έγραφες· σ´ευχαριστώ πολύ.
Να ζήσεις
Ακολουθεί δεύτερο μέρος γραμμένο από άλλο μέλος των blog, παραμένει όμως το ίδιο ποδήλατο, που σε κάθε διήγημα θα αλλάζει χέρια και γραφέα.
Νόμιζα πως δεν θα το διάβαζε κανείς, είναι τεράστιο...
Μα δεν το διαβάσαμε.
ΤΟ ΡΟΥΦΗΞΑΜΕ.
Μπράβο, και περιμένουμε τις συνέχειες.
Έτσι τη πατάω πάντα, στην αρχή το βλέπεις μεγάλο και ξεκινάς λίγο βαριεστημένα και διστακτικά να το διαβάζεις κι όταν τελειώσεις σου φαίνεται σαν να σ' έκαψε μια βαθειά ρουφηξιά καπνού. Νομίζω πως καλό θα ήταν να μπουν τα επόμενα μέρη σύντομα για να αποφύγουμε τυχόν στερητικά σύνδρομα...
εμένα με έχουν πιάσει ήδη ! ! ! !
που είναι το 2ο μέρος ρε παιδιά !!!
...........που περιμένουμε το δεύτερο μέρος, να διοργανώσουμε καμιά ποδηλατοπορεία διαμαρτυρίας για την καθυστέρηση ή να περιμένουμε λίγο ακόμη;
+1 δεν μπορούν να παίζουν έτσι με τα νεύρα μας ! ! ! !
..δηλαδή έλεος!
Πώς την πατάω έτσι κάθε φορά!
Να γυρνώ στο σπίτι, πεινασμένος σα λύκος, και κει που το πιάτο αχνίζει μπροστά μου προκλητικότατα, να λέω: "ας διαβάσω κάτι πρώτα!".
Σήμερα ήταν η σειρά του ofios. Έλεγα τόσο καιρό να το καθυστερήσω μπας και βγει εν τω μεταξύ το part2...
Έλα όμως που το διάβασα...
...έλα όμως που δεν κατεβαίνει μπουκιά τώρα!
Ένα ευχαριστώ κ' από μένα ofios!
καλή ιδέα, μου συγχωρείτε να πάρω μέρος τηλεπαθικά όμως καρδιακώς
Το δεύτερο μέρος είναι από άλλο μέλος των blog,
όπως και το τρίτο θα είναι πάλι από άλλον.
Λοιπόν δεύτερε, κοίτα καλά! Αν δεν βγάλεις σύντομα το δικό σου μέρος θα το γράψω εγώ. Το δικό μου γράψιμο το γνωρίζεις
Θα κάνω ρόμπα τον Μαυροστούπη, θα βγάλω στη φόρα τη σχέση του δάσκαλου με τη Θάλεια, και θα πω στη μάνα του Μιχάλη, ενώ βλέπει τηλεόραση, ότι ο γιος της παίρνεται με τον Μπακόπουλο να πάθει έμφραγμα να έχουμε να τρώμε παξιμαδάκια με τον καφέ.
κουλουράκια θες να πεις...
Να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε κατ οίκων περιορισμό μέχρι να τελειώσει το έργο του !