Προχτές με πήγε ο μπαμπάς και πήραμε ποδήλατο, γιατί πήρα καλούς βαθμούς στον έλεγχο και τούπε η μαμά τρέχα τώρα τον κανακάρη σου για να μάθεις να τάζεις και τί θα γίνει άμα το παιδί πάει στο πανεπιστήμιο πάλι άνεργος θάναι και έπρεπε να τονε βάλεις δίπλα στο θείο το Σωτήρη να γίνει υδραυλικός να λαδώσει το αντεράκι του και της είπε ο μπαμπάς εσύ να κυττάς τα πιάτα σου και να μη μιλάς.
Πήρα ένα πράσινο με άσπρο γιατί ο μπαμπάς είπε πως τα κόκκινα χαλάνε πιό γρήγορα και μετά μουρμούρισε θα σε φτιάξω εγώ κουνιαδάκι που πα να μου κάνεις γαύρο το γυιό μου πάρτα τώρα στη μάπα.
Το κόκκινο ήταν και πιό ακριβό είπε ο μπαμπάς και εγώ του είπα αφού μας έδωσε λεφτά και η γιαγιά-Μαρία και είπε ο μπαμπάς δε ξέρεις εσύ αυτό που γράφει εδώ είναι ο αριθμός δεν είναι πόσο κάνει και πήραμε το πράσινο με άσπρο.
Έβαλα και καλαθάκι πλαστικό γιατί το σιδερένιο είπε ο μπαμπάς είναι και πιό ακριβό και θα σκουριάσει με τη βροχή και είπα εγώ δε θα κάνω ποδήλατο στη βροχή και μου είπε ναι αλλά δεν είναι καλό και να ακούς τον μπαμπά που ξέρει.
Έβαλα κουδουνάκι και ο μπαμπάς διάλεξε αυτό που κάνει μεγάλη φασαρία και είπε στον κύριο πως ήθελε πιό δυνατό αλλά εκείνος του είπε καλά ακούγεται και αυτό και ο μπαμπάς είπε θέλω να τη σπάσω στην κουφάλα την πεθερά μου που όλο στην αυλή κάθεται και τον γουρλοματιάζει άμα μπαινοβγαίνει και κλείνεται εκείνος στο μπουντρούμι για να μη βλέπει τα μούτρα της σκρόφας που εγώ αυτήν δε την ξέρω όμως και φοβάμαι που είναι στο σπίτι μας.
Φωτάκι που ήθελα δεν εβάλαμε γιατί πού θα πάω εγώ μεσ’ τη νύχτα είπε ο μπαμπάς και να θέλω φως, άστα τα λεφτά να πάρουμε κάτι άλλο και εγώ του είπα δε θέλω κάτι άλλο θέλω φως και είπε ο μπαμπάς θα κάνεις αυτό που λέω εγώ και σταμάτησα.
Είχε και κάτι ωραία καπέλα πλαστικά και σκληρά και γυαλιστερά σαν αυτά που φοράνε στις μηχανές και γαντάκια με Τουίτυ αλλά εγώ δεν θα τρέχω σε αγώνες είπε ο μπαμπάς και δεν πήραμε.
Ούτε τρόμπα πήραμε για να γλυτώσουμε κανα φράγκο είπε ο μπαμπάς και άμα θέλει αέρα θα το πηγαίνει στο Βαγγέλη στο βενζινάδικο να βάζει και ο κύριος είπε σιγά-σιγά στον άλλο κύριο που ήτανε μουτζουρωμένος γιατί έφτιαχνε τα ποδήλατα τί τσίπης είναι τούτος εδώ ρε μαλάκα μου.
Μετά μπήκαμε στο τρόλλεϋ γιατί είπε ο μπαμπάς κρίμα να πληρώσουμε κι’ άλλο χαράτσι στο ταξί και πριν ο μπαμπάς μπήκε σε ένα μαγαζί που έγραφε απ’ έξω ΤΖΟΚΕΡ και άμα βγήκε μού είπε άμα μου κάτσει θα δεις τι ποδήλατο θα σου πάρω εγώ και να χέσω τα λεφτά της γιαγιά-Μαρίας που θα μου πει εκείνη τι θα σου πάρω, θα το πετάξουμε αυτό να σου πάρω ένα καλό. Εγώ του είπα πως δε θέλω να μου πετάξει το ποδηλατάκι μου και έβαλα τα κλάμματα και εκείνος είπε κύττα το μαλακισμένο κλαίει κι’ από πάνω και φταίει εκείνος που δε ρίχνει ένα φάσκελο να πάει σε κάποια κυρία Κική που όμως εγώ δε την ξέρω και μετά έκλαιγα περισσότερο που θα έφευγε ο μπαμπάς μου και μετά δε θυμάμαι.
Μετά η γιαγιά-Μαρία με ρώτησε ο κερατάς ο πατέρας σου το διάλεξε το κουδούνι και είπα ναι και τι θα πει κερατάς και μούπε θα μάθεις άμα μεγαλώσεις και συ να κυττάξεις να μη γίνεις και μετά είπε της τόλεγα εγώ της κόρης μου να πάρει το χασαπάκι και μούθελε υπάλληλο, που εγώ ούτε αυτόν τον ήξερα και μούρθε πάλι να κλάψω με όλους αυτούς τους ξένους που δε τους ξέρω και τα είδαμε τα χαΐρια του είπε και πανάθεμά τον μέσα τον ρεμπεσκέ και μετά εγώ έκλαψα τελικά γιατί ούτε αυτόν τον ήξερα και ποιοί είναι όλοι αυτοί μέσα στο σπίτι μας και με φοβίζουν.
Το Σάββατο θάρθει ο θείος-Νίκος να μου το φτιάξει λιγάκι γιατί τρίζει και ο μπαμπάς είπε φώναξε αυτόν τον μαλάκα τον αδερφό σου να μας το φτιάξει μεγάλος άνθρωπος που παίζει ακόμη με ποδήλατα να γλυτώσουμε κανα φράγκο και είπε η μαμά ά, τον λές και μαλάκα που θα σου γλυτώσει ένα κάρο λεφτά να πας να τα παίξεις στο Τζόκερ και εγώ του είπα να του δώσω τα Πλέυμομπίλ μου να παίξει και μούπε ο μπαμπάς σκάσε συ και μην πετάγεσαι σαν το καβλοράπανο και η μαμά τούπε μη μιλάς έτσι στο παιδί και εγώ βγήκα στην αυλή με το ποδηλατάκι μου να μην ακούω γιατί δε μ’ αρέσουν οι φωνές και τρομάζω.
Μ’ αρέσει το ποδηλατάκι μου και το αγαπάω πολύ και όλο θέλω να κάνω αλλά βαριέμαι συνέχεια μέσα στην αυλή και θέλω να με πάνε στις κούνιες που έχει πολύ χώρο και είναι και άλλα παιδάκια να παίξουμε με τα ποδήλατα αλλά ο μπαμπάς είναι πάντα κουρασμένος και πάει και κάθεται σ’ αυτόν τον Τζόκερ να ξεκουραστεί και στη μαμά δε το λέω να με πάει γιατί θυμώνει και λέει να το πεις στον πατέρα σου τον αχαΐρευτο και να μ΄αφήσεις ήσυχη πούχω φάει τα νιάτα μου στο σίδερο και στο σφουγγάρισμα και στο ξεσκάτισμα, εγώ όμως μια μέρα θα ανοίξω κρυφά την πόρτα και θα πάω στις κούνιες να κάνω ποδήλατο με τ’ άλλα τα παιδάκια και μετά θα φάω ξύλο και σκέφτομαι πως πιό καλά να μην μου είχανε πάρει το ποδήλατο γιατί τώρα στενοχωριέμαι πιό πολύ.
Δάκρυσε και η αναγνώστρια....
Πρώτη φορά σου γράφω σχόλιο φίλε όφιε. Ήθελα να σου πω ότι κάθε ιστορία σου με γεμίζει με πολύ έντονα συναισθήματα. Παρακολουθούσα το μπλογκ σου πολύ πριν γίνω μέλος στο site, τώρα όμως που είμαι μέλος και μπορώ να σχολιάσω θέλω απλά να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την ευκαιρία που μας δίνεις να διαβάζουμε όλα τα όμορφα που γράφεις....
Καρδιά κατευθείαν. Πολύ διεισδυτικό. Πραγματικά ευαίσθητο.
Εξαιρετικός όπως πάντα...
Μας έκανες λίγο πιο πλούσιους και σήμερα
αποτελεί το average μεσοαστικής οικογένειας..
Η τέχνη έγκειται στο πρόσωπο που τα περιγράφει..
Πολύ καλό!!!
Ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον ofios, να μας θυμίζουν από τι αποτελείται το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας μας, γιατί ξεφεύγουμε και το ξεχνάμε. Διεισδυτικότατος!!
epeidh vlepo kathe mera tetoia paidakia katalavaino apoluta ti skeftontai kai pos noiothoun...xtuphses fleva....
Φρίκη , θέλω να κλάψω πολύ αλλά δυστυχώς παρόμοιες καταστάσεις με κάνανε αναίσθητο.