
Ποτέ δεν μιλάω για τη δουλειά μου. Η εχεμύθεια άλλωστε είναι ένα σημαντικό της στοιχείο. Όμως εκείνη τη μοναδική φορά ένιωσα να σημαδεύτηκα, να άλλαξα και ποτέ δεν σταμάτησε να με στοιχειώνει, αν κι έχουν περάσει έξι ολόκληρα χρόνια από τότε... Έτσι, κάθε φορά που γεμίζει ακόμα ένας χρόνος, παίρνω μια μπουκάλα ακριβό σκωτζέζικο μαλτ και ξαναζω εκείνες τις στιγμές λεπτό προς λεπτό...
Δεν θα δυσκολευόμουν πολύ να εντοπίσω το «στόχο» μου αφού είχα όλα τα χαρακτηριστικά και τις πληροφορίες, ακόμα και εάν βρισκόταν σε άλλη πόλη. Θα χρειαζόμουν βέβαια κάποιο χρόνο όμως είχα μεγάλη εμπειρία… ενώ εκείνη όχι… κι όμως, υπολόγισα λάθος, δεν εκτίμησα ακόμα ένα της χαρακτηριστικό, το ότι παθιαζόταν με αυτό που πίστευε κι έκανε τα πάντα για να το πραγματοποιήσει. Μα δεν την ήξερα ακόμα…
Στο άκουσμα του ονόματός της κατάλαβα πως δεν μπορούσα πια να κάνω πίσω. Άνοιξα, λοιπόν, τη πόρτα, κάτι για το οποίο δεν μετάνιωσα ποτέ.
- Στο χα πει πως θα σε βρω
- Τελικά με βρήκες
- Δεν το περίμενες?
- Δεν ήμουν σίγουρος
- Μη λες ψέματα
- Κι εσύ, τελικά ήρθες
- Δεν το περίμενες κι αυτό?
- Και πάλι, δεν ήμουν σίγουρος
- Ναι, το πιστεύω αυτό
Την έφερα μέσα και της έδειξα τη γωνιά με τα πολλά σκούρα μαξιλάρια. Την άφησα να χαλαρώσει ενώ εγώ πήγα και ντύθηκα φέρνοντας ένα μπουκάλι malt που χε ξεμείνει μισογεμάτο στο ντουλάπι μαζί με δυο σκονισμένα ποτήρια. Τη βρήκα ημίγυμνη να καπνίζει περιεργαζόμενη με εξερευνητική ματιά το χώρο μου.
Ήταν από τις γυναίκες που πραγματικά μου αρέσουν. Μυστηριώδης φιγούρα, αρκετά κοντή και αδύνατη, κοντό μαλλί, σκοτεινά, μεγάλα, περίεργα γυαλιστερά σκούρα μάτια. Καθόλου βάψιμο, καθόλου φτιάξιμο, καθόλου περιττή ή πλαστική ομορφιά. Μόνο μια αύρα αγωνίας σε κατέκλυζε κάθε φορά που το βλέμμα της στόχευε με αποφασιστικότητα κι αδιαλλαξία τις κόρες σου, ακολουθώντας τις νευρικές κινήσεις των ματιών που κάνει ένας άνθρωπος όταν τον περιεργάζονται σχολαστικά.
- Γιατί θες να πεθάνεις?
- Για να καταλάβω πως είναι η ζωή
- Μα έτσι παύεις να ζεις
- Κι εσύ που το ξέρεις?
- Κοίτα, δεν υπάρχει τίποτα μετά, μόνο κενό
- Κι εδώ γύρω τι υπάρχει?
- Υπάρχει η ζωή
- Και το κενό?
- Υπάρχει κι αυτό αλλά μπορείς να το γεμίσεις
- Κι όμως, αυτό με σκοτώνει καθημερινά
- Μα ακόμα δεν έχεις ζήσει
- Ποτέ μου δεν έζησα
- Δεν ξέρεις το αύριο
- Δεν με νοιάζει αφού δεν το ξέρω
- Δώσε μου ένα λόγο που θες να πεθάνεις
- Δεν έχω λόγο για να ζήσω
Ήμουν περίεργος αν θα το πήγαινε μέχρι το τέλος. Είχα προσφέρει το θάνατο πολλές φορές και δεν με χαλούσε να το κάνω ακόμα μια φορά. Αλλά ποτέ δεν μου το ζήτησαν αυτοί που θα «φεύγαν». Δεν έχω τύψεις αλλά ακόμα κι αν είχα, αυτή τη φορά δεν θα χα λόγο για να έχω. Είναι η δουλειά μου, είμαι επαγγελματίας και κάποιος μου ζητά να την κάνω στον εαυτό του. Ναι, δεν υπάρχουν λεφτά στη μέση, αλλά τα λεφτά δεν είναι το παν. Άλλωστε θα μπορούσε να το επιχειρήσει και μόνη της κι έτσι θα χανα την ευκαιρία να ζήσω –για πρώτη μου φορά τόσα χρόνια- από κοντά τον άνθρωπο που θα σκότωνα.
– Πως θες να πεθάνεις?
- Όσο γίνεται γλυκά μα, απομυθοποιημένα
- Δεν είμαι ποιητής ξέρεις
- Ο ποιητής δεν ξέρει να σκοτώνει
- Δώσε μου ένα λόγο για να στο κάνω εγώ
- Θα ξαναβρεις κάποιον να στο ζητήσει?
- Πότε θες να γίνει?
- Είμαι, ούτως ή άλλως, έτοιμη
- Ποιος ξέρει ότι είσαι εδώ?
- Κανείς, ταξίδεψα 8 ώρες με τραίνο, μόνη μου
- Έχεις μιλήσει σε άλλον για μένα?
- Δεν άφησα ίχνος σου πουθενά
- Είναι τρελό όλο αυτό
- Είναι λογικό αυτό που κάνεις εσύ?
Κοίταξα τα αδύνατα γυμνά της χέρια. Είδα τα άτσαλα σημάδια στους καρπούς της και τη φαντάστηκα ημιλιπόθυμη και γυμνή στη ξεχειλισμένη μπανιέρα της, με τους σκισμένους καρπούς να χρωματίζουν κόκκινο το νερό που έτρεχε με ορμή από την ανοιχτή βρύση. Σίγουρα ήθελε να πεθάνει και εγώ μπορούσα να της προσφέρω ένα γλυκό θάνατο. Στιγμιαία κοίταξα –με τρόπο- το κορμί της. Είχε καιρό να με καυλώσει ένα γυναικείο κορμί. Ο πληρωμένος έρωτας σε κάνει αναίσθητο κι αυτό βοηθά τη δουλειά μου αρκετά. Γύρισε απότομα κι αναγνώρισε τη λιγωμένη ματιά του αρσενικού.
- Μπορείς να με «πάρεις» αν θες
- Μπορώ?
- Άλλωστε δεν έχω να σε «πληρώσω» με κάτι άλλο
- Θέλεις?
- Δεν νομίζω να νιώσω κάτι
- Μου ζήτησες «γλυκό» θάνατο, δεν ξέρω αν μπορώ
- Δοκίμασε, εσύ δεν έχεις να χάσεις τίποτα
- Ο μόνος «γλυκός» θάνατος που ξέρω είναι η αιμορραγία
- Δηλαδή?
- Χάνοντας αίμα, «σβήνεις» ανώδυνα και σιγά
- Καταλαβαίνεις τη «στιγμή»?
- Αν δεν χάνεις αίμα από το κεφάλι, ναι
- Και ο τρόπος?
- Το μαχαίρι μου φαίνεται ιδανικό στη περίπτωσή σου
- Θα πονέσει?
- Όχι, θα ναι απότομο, ίσως μικρό τσούξιμο
- Που?
- Νομίζω πως το καλύτερο σημείο είναι η μηριαία
- Ποια?
- Η δεύτερη μεγαλύτερη αρτηρία μετά την αορτή
- Βρίσκεται στο μηρό?
- Ναι, άσε με να σου δείξω
Έσκυψα και «κάθισα» πάνω στο δεξί της πόδι πιάνοντας το μηρό της με τα χέρια μου. Της εξηγούσα οδηγώντας τα δάχτυλά μου γύρω από την κορυφή του μηρού της νιώθοντας το ζεστό της δέρμα.
- Έτσι, αν κοπεί αυτή, υπάρχει ακατάσχετη αιμορραγία
- Πόσο γρήγορα πεθαίνεις?
- Υπολογίζω γύρω στα 5-10 λεπτά, σίγουρα όχι παραπάνω
- Πως νιώθεις?
- Αδειάζει το αίμα και πέφτει η πίεση απότομα, λιποθυμάς σταδιακά, σβήνεις…
- Υπάρχει περίπτωση να κάνεις λάθος?
- Θα πρέπει να με αφήσεις να το ψάξω και να σ αγγίζω για ώρα
- Και πως θα γίνει?
- Εσύ πες μου πως θες
- Δεν θα μ άρεσε να υπάρχει πόνος
- Γιατί?
- Γιατί δεν θα μπορώ να επικεντρωθώ στη «στιγμή»
- Αυτό μπορούμε να το κανονίσουμε, τι άλλο?
- Θέλω να μην μ’ αφήσεις εκείνη τη στιγμή
- Τι?
- Θέλω εκείνη τη στιγμή κάποιος να ναι κοντά μου
- Φοβάσαι?
- Όχι, μόνο που δεν θέλω να πεθάνω μόνη μου
- Εντάξει, θα ‘μαι δίπλα
- Θέλω να ‘σαι μαζί μου
- Εντάξει, θα ‘μαι μαζί σου
- Πότε?
- Πότε θες?
- Όσο πιο γρήγορα μπορείς, μόνο να ναι νύχτα
- Εντάξει, αύριο το βράδυ
- Σ ευχαριστώ
- Μπορείς να κάνεις μια βόλτα αν θες, κάτι, να θυμάσαι…
- Δεν θέλω να βγω, μου αρκεί να μείνω εδώ
- Θες να κοιμηθείς?
- Όχι, θα περιμένω να βγει ο ήλιος πρώτα
- Κι εγω…
Το χάραμα με βρήκε ξύπνιο και ντυμένο. Περίμενα να πάει 9 για ν ανοίξουν τα μαγαζιά. Έπρεπε ν’ αγοράσω τσιγάρα, ποτά και προμήθειες. Η μέρα θα ‘ταν δύσκολη κι η νύχτα απρόβλεπτη. Εκείνη είχε γείρει μισόγυμνη και μισομεθυσμένη στα μαξιλάρια. Ανάσαινε αργά κι έμοιαζε απόλυτα ήρεμη. Θα θελα να ξέρω τι όνειρα θα ‘βλεπε τώρα. Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσα να πω πως ήταν όμορφη, λουσμένη με το πρώτο φως της μέρας. Ομως ένιωθα ένα ανεπαίσθητο κι αδιόρατο σκούρο σύννεφο να την αγκαλιάζει, σαν να ‘ταν ο ίδιος ο θάνατος που ξεκουραζόταν. Ένιωσα ένα μικρό ρίγος κι αποφάσισα να βγω για μια βόλτα χαζεύοντας στο δρόμο μέχρι ν ανοίξουν τα μαγαζιά. Πριν φύγω τη σκέπασα μ' ένα σκούρο σεντόνι.
...
Ήταν απόγευμα πια. Είχαμε τσιμπήσει κάτι πρόχειρο. Είχε κάνει μπάνιο και φορούσε μόνο ένα δικό μου φούτερ και το εσώρουχό της. Είχε όμορφα πόδια. Αν και προτιμώ τα φτηνιάρικα, σήμερα προτίμησα να πάρω δυο μπουκάλια ακριβό σκοτσέζικο malt.
- Συνηθίζεις τ’ ακριβό?
- Όχι, αλλά σήμερα…
- Πρέπει να μεθύσω?
- Φτάνει μόνο να νιώθεις πιο ελεύθερα
- Πειράζει που φόρεσα δικά σου ρούχα?
- Σου πάνε καλύτερα τα χρώματα
- Τώρα πια δεν έχει σημασία
- Γιατί δεν έχει σημασία
- Γιατί το χρώμα θα το δω σήμερα
- Πως?
- Όλο ερωτήσεις, «πως», «γιατί»
- Είναι που το βρίσκω παράλογο
- Που θέλω να πεθάνω?
- Που θέλει μια κοπέλα στα 30 της να τα τινάξει!
- Πες μου, τι είναι η ζωή?
- Αυτό που υπάρχει γύρω μας κι είμαστε μέσα
- Σωστά, εγώ λοιπόν σταματάω να ‘μαι το κέντρο
- Το κέντρο?
- Ενσωματώνομαι στο «γύρω μας», απλά αυτό
- Δηλαδή?
- Κοίτα, πριν γεννηθούμε είμαστε ένα μικρό κομμάτι αυτού που είπες, αυτού που υπάρχει τριγύρω μας, ένας κόκκος άμμου, μια ριπή αέρα, ένα αδιόρατο όνειρο, μια λάμψη φωτιάς, ο κρότος του κεραυνού, μια σταγόνα βροχής κι αφού πεθάνουμε πάλι αυτό γινόμαστε. Το «πέρασμα» ΔΕΝ είναι Ο ΘΑΝΑΤΟΣ αλλά Η ΖΩΗ. Είμαστε ένα μικρό κομμάτι της φύσης σε διαρκή κίνηση, σε αλληλουχία και εναλλαγή. Μόλις γεννηθούμε σταματάμε, μένουμε ακίνητοι και παρατηρούμε το θαύμα να περιστρέφεται γύρω μας ανήμποροι να το αισθανθούμε ή να τα αγγίξουμε, πόσο μάλλον να το καταλάβουμε. Μόλις φτάσει το τέρμα ξαναπερνάμε στη πρότερη κατάσταση, στη πραγματικά εφήμερη, όμορφα ανώδυνη, υποσυνείδητη πραγματικότητα. Το βίωμα δεν είναι η ζωή, το βίωμα είναι ο θάνατος. Εκεί υπάρχουν όλες οι μεγάλες αλήθειες, η Ελευθερία, η Αγάπη, εκεί συμβαίνει η Θέωση, με καταλαβαίνεις?
- Αν κάνεις λάθος?
- Αν κάνω λάθος θα χω χάσει μια συνηθισμένη ζωή μερικών επώδυνων ή ανώδυνων χρόνων μαρτυρίου, μια ακόμα αυταπάτη που γέννησε το φτωχό και δέσμιο πεπερασμένο κι εγωκεντρικό ανθρώπινο πνεύμα.
- Δε φοβάσαι?
- Όχι, είμαι σίγουρη για το που πάω
Η δουλειά μου, η ζωή μου ολόκληρη, περιστρεφόταν γύρω από το θάνατο. Ούτε εγώ τον φοβόμουν γιατί ήξερα πως θα καταλήξω γρήγορα στο χώμα και θα με φάνε τα σκουλήκια κι αυτό είναι όλο. Όμως έβλεπα –για πρώτη φορά- πως κάποιος τον έβλεπε σαν ζωή. Ήξερα πως δεν είναι τρελή αλλά δεν ήξερα τον τρόπο να την αντικρούσω λογικά μιας κι αυτά που άκουγα δεν μου φαίνονταν παράλογα, παρόλο που δεν τα ενστερνιζόμουνα.
- Και γιατί δε περιμένεις να τελειώσει «φυσικά» ο κύκλος σου?
- Πως είναι το «φυσικά»?
- Να έρθει η δικιά σου «ώρα»
- Να με πατήσει αυτοκίνητο, να πάθω καρκίνο, να πεθάνω από βόμβα ή να με σκοτώσει ένας δολοφόνος? «φυσικό» δεν είναι κι αυτό?
Φυσικό ήταν, όλα στη ζωή είναι, όλα στο «πρόγραμμα». Όμως αυτή διάλεξε να βγει από το πρόγραμμα. Ακόμα κι αν τη έκλειναν σε ψυχιατρείο δίνοντάς της τόνους ψυχοφάρμακα, θ’ άλλαζε ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα? Άλλωστε δεν θέλησε ν’ αρπάξει κάτι, να γυρίσει θέλησε, ν αφήσει αυτό που είχε, το μόνο που έχουμε, τη «ζωή», που κι αυτή ακόμα μας τη κατασκεύασαν άλλοι πριν γεννηθούμε για μας.
...
Ήταν ήδη βράδυ. Την παρατηρούσα που έστριβε αμίλητη τσιγάρο.
- Τι θα ‘θελες ν’ ακούμε εκείνη τη στιγμή?
- Δε ξέρω, κάτι ήρεμο ίσως, εσύ τι θα ‘κουγες?
Διάλεξα το «Streets of Philadelphia» επειδή τ’ ακούω σαν σκέφτομαι τον δικό μου θάνατο… Κάθισα στο γραφείο. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στα μαξιλάρια με κλειστά τα μάτια, χαμένη σε ήχους και στίχους, νεκρική σιγή ανθρώπων αποφασισμένων, άγνωστων κι όμως, τόσο κοντά όσο ο θάνατος μπορεί να τους ενώσει… ή να τους χωρίσει… Άνοιξα το βιβλίο ανατομίας που έχω και ξανακοίταξα την αναλυτική διαδρομή της μηριαίας. Ίσως τα 10 λεπτά να ήταν πολλά… πολλά για μένα. Ίσως αν ήμουν ψύχραιμος και ακριβής θα της χάριζα λιγότερο από 5 λεπτά.
I was bruised and battered and I couldnt tell
What I felt
I was unrecognizable to myself
I saw my reflection in a window I didnt know
My own face
Oh brother are you gonna leave me
Wastin’ away
On the streets of philadelphia
Ήξερα πως τέτοιες στιγμές δεν πρέπει να τις παρατείνεις υπερβολικά. Η κόλαση με τον παράδεισο απέχουν ένα βήμα. Δεν ήθελα να ρισκάρω με αυτήν. Ήθελα να της δώσω ότι ακριβώς ζήτησε. Ήξερα επίσης πως μόλις έβρισκα την αρτηρία δεν υπήρχε περίπτωση να αναστραφεί η πορεία. Το αίμα θα άδειαζε κι ο εγκέφαλος δεν θα μπορούσε να αντέξει περισσότερο χωρίς μετάγγιση. Αισθανόμουν έτοιμος και καθόλου θεός. Ούτε διάβολος. Περίεργο. Πρώτη φορά ένιωσα να αισθάνομαι Άνθρωπος. Και για πρώτη φορά ένιωσα ΚΟΝΤΑ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟ.
Την πλησίασα και κάθισα απέναντί της. Γέμισα τα ποτήρια μας ακόμα μια φορά. Άνοιξε τα μάτια της. Κατέβασα μια μεγάλη γουλιά νιώθοντας το γνωστό κάψιμο λιγότερο δυνατό από άλλες φορές. Έσκυψα μπροστά της κι άρχισα να την ψηλαφώ στους γυμνούς της μηρούς. Ένιωσα το βλέμμα της πάνω μου ήρεμο κι αμόλυντο. Ένιωσα κι ένα σκίρτημα. Ένιωσα να καυλώνω χαϊδεύοντας τη.
- Κρυώνεις?
- Όχι
- Θέλω να σε «πάρω»
I walked the avenue till my legs felt like stone
I heard the voices of friends vanished and gone
At night I could hear the blood in my veins
Black and whispering as the rain
On the streets of philadelphia
Τη φίλησα. Ένιωσα τα χείλια της ζεστά και την ανάσα της να μυρίζει αγιάζι και οινόπνευμα. Έβαλα τη γλώσσα μου βαθιά μέσα της ψάχνοντας το εσωτερικό της δέρμα. Ένιωσα τη δική της γλώσσα από κάτω, δεκτική, παθητική. Της έβγαλα ότι φορούσε. Ήταν ζεστή όπως κι εγώ. Ένιωσα το στήθος της σκληρό πάνω μου. Άπλωσα τα πόδια μου καθιστός στα μαξιλάρια και στήριξα τη πλάτη μου στο τοίχο. Την έφερα από πάνω μου και μπήκα μέσα της αργά. Την οδηγούσα όσο μπορούσα ήσυχα, παρατηρώντας τα μισόκλειστα σκοτεινά γυαλιστερά μάτια της. Είχε αφεθεί πάνω μου κι είχε τυλίξει τα χέρια της στο λαιμό μου.
Αρχίσαμε να κινιόμαστε όλο πιο γρήγορα, ο εφήμερος πόθος βγήκε στην επιφάνεια. Ένιωσα μια στάλα ιδρώτα να τρέχει από τον κρόταφό μου ενώ τα δάχτυλά της είχαν γραπώσει το λαιμό μου. Αρχίσαμε να κάνουμε έρωτα παθιασμένα, γρήγορα, ηδονιστικά, σκληρά. Ένιωσα να μπαίνω μέσα της μέχρι το τέλος κι η ανάσα της να είναι καυτή. Όμως, ακόμα κι έτσι, μόνο το τραγούδι ακουγόταν στο δωμάτιο αλλά ακόμα καμιά κραυγή, κανένας ήχος -έστω σιγανού- ουρλιαχτού. Ένιωσα το σφίξιμο και την αρχή του σπασμού της. Άρπαξα, με γρήγορη κίνηση, το μαχαίρι που χα κρύψει κάτω από τα μαξιλάρια. Το κάρφωσα με αποφασιστική ψυχραιμία και δύναμη στον αριστερό της μηρό την ώρα που οι σπασμοί της κορυφώθηκαν, στρίβοντάς το ελαφρά και βγάζοντάς το αμέσως.
Ain’t no angel gonna greet me
Its just you and I my friend
My clothes don’t fit me no more
I walked a thousand miles
Just to slip the skin
The night has fallen, Im lyin’ awake
Άκουσα μια μόνο στιγμιαία κραυγή οργασμού πριν δαγκώσει τα χείλια της που –κι αυτά ειρωνικά- μάτωσαν. Ζεστό, σχεδόν αχνιστό, κόκκινο αίμα άρχισε να βρέχει τα κορμιά μας, πίδακας κόκκινος τη στιγμή της κορύφωσης. Τη κράτησα σφιχτά φέρνοντάς τη πάνω μου, νιώθοντας τα νύχια της μπηγμένα στον αυχένα μου. Αφέθηκε πια, ανήμπορη και «τελειωμένη», κρεμάστηκε στο κορμί μου, ήμασταν ακίνητοι, δυο γυμνά κορμιά λουσμένα, κόκκινα, ένιωσα τα χείλια της στ αυτιά μου κι ένιωσα την ανάσα της να μου τρυπά βαθιά το κεφάλι.
- Πως είσαι?
- Γυρίζει…
- Πονάς?
- Όχι…
- Μετάνιωσες?
- Όχι…
- Τι νιώθεις?
- Αγάπη…
- Κι εγώ…
- Κράτα με…
- Δε σ’ αφήνω…
- Για πάντα?
- Για πάντα…
Ένιωσα τον τελευταίο της ρόγχο. Ένιωσα το σπίτι να έχει ένα κόκκινο ζεστό χρώμα παντού. Ένιωσα να την κρατώ από το χέρι και να ακούμε Springsteen κάνοντας έρωτα στο κόκκινο. Ένιωσα απόλυτα ήρεμος, απόλυτα ακριβής. Ένιωσα απόλυτη ειρήνη. Ένιωσα οργασμό. Έτσι, για μερικά δευτερόλεπτα… ή λεπτά… ή για πάντα… όσο διάβολο κράτησε…
I can feel myself fading away
So receive me brother with your faithless kiss
Or will we leave each other alone like this
On the streets of philadelphia
Ένιωσα το κορμί της να κρυώνει. Ένιωσα να θέλω να σηκωθώ. Την πήρα αγκαλιά. Άπλωσα τη ματωμένη νεκρική της γύμνια πάνω στο κρεβάτι ανάσκελα. Ξάπλωσα πάνω της. Έκλεισα τα μικρά της βλέφαρα κρύβοντας τα όμορφα άδεια και πάντα σκοτεινά μάτια της, φυλακίζοντας στη μνήμη μου το τελευταίο της βλέμμα. Αγκάλιασα το κεφάλι της στρίβοντάς το ελαφρά, κολλώντας το μάγουλό μου στο δικό της. Αποφάσισα να κλείσω κι εγώ τα μάτια μου για λίγο. Ένιωσα δάκρυα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να μεταγγίζονται από το δικό μου πρόσωπο στο δικό της. Ένιωσα για πρώτη φορά να ζηλεύω που δεν ήμουν ΕΓΩ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ.
Κοιμήθηκα μ’ ένα λυγμό στη ζωή μου, για πρώτη και τελευταία φορά, πριν χαράξει…
Πολύ δυνατό κείμενο, γλώσσα που σε παίρνει μαζί της, σε παίρνει μαζί της σ έναν εφιάλτη.
Σημ.1. Από τη στιγμή που κάνατε έρωτα -κανείς από τους δυο δεν είχε ιδέα πώς θα νιώσει- πίστευα πως δεν θα χρησιμοποιήσεις το μαχαίρι.
Σημ. 2. Αυτή η ατμόσφαιρα ΄΄παρακμής΄΄ και το άφθονο ουίσκι που πίνουν, μου θύμισε τον Raymond Carver,και τη συλλογή διηγημάτων ΄΄Οι Αρχάριοι΄΄.Το ομώνυμο διήγημα είναι το καλύτερο της συλλογής.
Αν και δεν είναι το στυλ μου, σκέφτομαι να διαβάσω και τα υπόλοιπα κείμενά σου.
πες μου ότι δεν το έχεις γράψει εσύ γιατί έχω σκάσει από τη ζήλια μου από χτες.
@bookluv: «τα εργαλεία κάνουν το μάστορα» λένε κι εδώ ο επαγγελματίας ψάχνει να βρει το καλύτερο δυνατόν εργαλείο. Άλλωστε το μαχαίρι σκοτώνει άμεσα κι από κοντά. Δεν έχει τυχει να διαβασω Carver αλλά με επηρεάζει ο Georges Bataille (και άλλοι παρακμιακοί, ονόματα δε λέω για να μην σπρώξω τον κόσμο στην καταστροφή!).
@tkant: λοιπον σου ‘χω «διαγωνισμό» το επόμενο διάστημα, θα βρούμε 10 λέξεις και θα προσπαθήσουμε, όσοι θέλουμε, να φτιάξουμε ένα κείμενο με αυτές, αν εσύ είσαι μέσα θα έχουμε τουλάχιστον δυό οπότε θα το βάλω μπροστά (αν μπει κι η μπουκλαβ ανεβαίνουμε), αν δεν είσαι μέσα δεν το κάνω για να μην είμαι μόνος μου! (τα κείμενα συνήθως τα δίνω «έξω» και μου τα γράφουν για να κάνω μετά τον έξυπνο! χεχεχεχεχεχε)