ΠΡΟΣ: ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
ΑΠΟ: ΕΝΩΜΟΤΑΡΧΗΝ ΘΩΜΑΝ ΜΑΡΛΑΦΟΥΚΗΝ
ΘΕΜΑ: ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΘΕΙΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΞ ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ ΠΑΣΤΡΟΘΟΔΩΡΗΣ
ΒΑΘΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΝ
Ταγματάρχα μου,
Όπως γνωρίζετε και έχετε υπ’ όψιν σας, εδώ και τρείς εβδομάδας έχω εις την δύναμιν της ενωμοτίας Κάτω Γκλανιτσιάς χωροφύλακαν τιναν, ονόματι Φανούριον Παστροθοδωρήν, όστις εάν μου επιτρέπετε, μου δίνει διαρκώς εις τα νεύρα και να πάρει η ευκή τον μπάρμπα του μέσα, όστις, όταν η μήτηρ του Φανουρίου απέθανεν, του πατρός αποβιώσαντος από τεσσάρων ετών ήδη, δεν τον αφήκεν να υπάγει εις το ορφανοτροφείον ένθα και τα σκληρότερα τομάρια αργάζονται και καθίστανται σεβαστοί υπήκοοι του κράτους και του βασιλέως μας, αλλά τον επήρε και τον εσυμμάζεψε, που κακοχρονοναμηνέχει ο ευλογημένος.
Επιτρέψατέ μοι και αφείστε με να ενθυμίσω εις την ταγματαρχοσύνην σας ότι, το συγκεκριμένον άτομο είναι ανθυποξάδελφος, ήτοι τρίτος εξάδερφος, του Κοινοτάρχου της Άνω Γκλανιτσιάς του περιβόητου και φημιστού Διακοστραβελάκη Πλουμιστού της οικογενείας των Διακοστραβελακαίων άτινες παλεόθεν εσυντήρουν τα πλυντήρια μαλλιού της περιοχής Άνω Σέκλανων, ομόρου της Άνω Γκλανιτσιάς περιοχής, τα οποία εκληρονόμησαν από τον προπάππον τού Ανδρέα του Φυστίκωνα, νύν μπακάλη και μεγαλοτυρέμπορα της περιοχής μας, μεγάλον ως προς τον όγκον των πωλήσεων εννοουμένου, ατυχώς όμως ουχί και ως προς το μέγεθος των πωλουμένων μερίδων τυρού εις το παρακείμενον του τυροκομείον ταβερνείον.
Ως ευαρέστηθε και πιθανοτάτως γνωρίζετε, τα Άνω Σέκλανα είναι κατ’ εξοχήν εριοπαραγωγός περιοχή, γεγονός το οποίον ουχί μικράν αλλά μεγάλην μάλλον έχει σημασίαν εν τη εξελίξει της υποθέσεως ταύτης και δη του επεισοδίου , που εκόστισεν το αριστερόν ους του εν λόγω χωροφυλακίου, διότι μου δίνει εις τους νευρώνας και ουχί χωροφύλαξ, παρά χωροφυλάκιον δικαιούται να χαρακτηρίζεται. Σημείωσις, όμως δέον όπως ληφθεί και περί της παραγωγής ερίου εις την Κάτω Γκλανιτσιά ήτις βαίνει διαρκώς αυξανομένη πάραυτα.
Ο χωροφύλαξ ούτος, ιδιότροπος περί την συμπεριφοράν ενίοτε, προσέτι δε μονόχνωτος και τυρβάζων περί τα αλλότρια, εσυνήθη να κινείται μετά μεταλλίνης διτρόχου κατασκευής, εισαχθήσεις εκ της αλλοδαπής και μάλιστα εκ της Φράντσιας, όπου αν δεν σφάλλω έχουν τον Πάπα και προσκυνάνε, παναθεματακοκκαλάτους μέσα, μεταλλίνης λοιπόν κατασκευής, με την ονομασίαν «ποδήλατον», κατασκευήν λίαν επικίνδυνον, ως κατέστη σαφές και απεδείχθη εκ του συμβάντος μεταξύ του αναβάτου και του κοπαδίου τού Μαρκέλλου Βαστοσφίγγη ορμωμένου εκ της Άνω Γκλανιτσιάς.
Ήδη, από τας πρώτας ημέρας του Μαρτίου του σωτηρίου έτους 1887, ήρχισεν η κουρά των κοπαδίων και, δόξα τω Αγίω Βλασίω, προστάτου των τσομπαναραίων, συνεχίζεται απροσκόπτως έως και σήμερον, παρά του γεγονότος, εν τω οποίω ενεπλάκη ο χωροφύλαξ Παστροθοδωρής, που ήλιο ασυννέφιαστο να μη δει ποτές του έτσι οπού μας έκαμεν.
Ο Μάρκελλος Βαστοσφίγγης, κάτοικος Άνω Γκλανιτσιάς, συνοδευόμενος εκ της γυναικός αυτού Μαγδαληνήν και τας αδερφάς αυτής, Ασπασίαν και Χριστονύφην, μεγαλοκοπέλας και εν δυνάμει γεροντοκόρας, οδήγει το κοπάδι του εν μέση οδώ προς τον χώρον κουράς της Πέρας Μπουχεσίνας για το, μετασυγχωρήσεως, κωλοκούρεμα των προβάτων, ήτοι της κουράς των μηρών, του στήθους και της κοιλίας των ζώων προς παραγωγήν του περιβοήτου κοιλόμαλλου, κοντοΐνου ούτως ειπείν μαλλιού, χαμηλής ποιότητος, σημαντικοτάτης όμως πηγής προσόδου της περιοχής μας.
Ο Μάρκελλος Βαστοσφίγγης εξάλλου, δεν είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής, αλλά, είναι σώγαμπρος και ξενοπαντρεμένος με αποτέλεσμα να μην κοινωνεί τα χρηστά ήθη,τα έθιμα, αλλά και του γλωσσικού ιδιώματος της περιοχής, προέρχεται δε εκ χωρίου τινός της νήσου Τήνου και τί στο διάολο θέλει τέλος πάντων και μας κουβαλήθηκε εις τα μέρη μας κανείς δεν εννοεί.
Μοίρα φιλοπαίγμων έφερε επί της αυτής οδού και τον Φανούριον κινούμενον επί της μεταλλίνης κατασκευής εν μέση οδώ προς Αρκουδόρεμα δια συνήθην επιστασίαν, αλλά και δια να μην τον βλέπω εμπρός μου και μου γυρίζουν τα συκώτια, εσυνήθιζον να τον αποπέμπω (επί της ουσίας και ουχί αποστέλλω) εις μακρινάς αποστολάς, που ο Όσιος Πατερημός (τοπικός όσιος ούτος μη αναγραφόμενος εις τους της ιεράς αρχιεπισκοπής καταλόγους αγίων και αγιασάντων) να τις κάνει αποστολάς...
Εις άνευ ορατότητος σημείον, λοιπόν, ο Φανούριος, που να μην εφανέρωνε η μάνα του στον πατέρα του τ’ απόκρυφά της, ειδών εξάφνως το κοπάδιον του Μαρκέλλου, δεν επρόλαβεν να σφίξει τους μεταλλικούς χαλινούς, οι οποίοι δια περιπλόκου κατασκευής επιβραδύνουν το όχημα αυτό του διαβόλου, επέπεσεν επί του κοπαδίου, τα δε πρόβατα εξώθησεν το έξαφνον του συμβάντος, μάλλον, και ουχί η δύναμις του Φανουρίου, που να μην σώσει να δει δύναμιν ανάμεσα στα σκέλια του, προς όλας τα κατευθύνσεις και δή, βελάζοντα σπαρακτικούς κλαυθμούς τρόμου.
Ο δε Μάρκελλος άμα τη ανανήψει από την πρώτη εντύπωσιν του συμβάντος έσπευσε προς τον χαμαί κείμενον Φανούριον, που να μην έσωνε να σηκωθεί ποτές το τομάρι, αδράττων δε αυτόν υπό των αμασχάλων εταρακούνησε κραυγάζων «Βρε παλιομπασκίνα, παναθεματακοκκαλά σου (δίκαιον είχε εις αυτό) ρε (επανέλαβε δις) παλιομπασκίνα, τι έκαμες βρε!» και ήρχισεν να κοπανάει την κεφαλήν του Φανουρίου με την τραγιάσκαν του (ενώ θα έπρεπε να έχει επιλέξει την μαγκούραν).
Η δε Μαγδαληνή βλέπουσα τον σύζυγον να πλήττει πρόσωπόν τι της εξουσίας, ούτως ειπείν, σπεύδει προς αυτόν ίνα αποσωβήσει τον κίνδυνον τιμωρίας από της κεφαλής του Μαρκέλλου, που δεν ήξευρα καν ότι υπάρχει τέτοιος άγιος, βοήθειά μας.
Πριν δεν προλάβει να τον πλήξει καιρίως, ο Φανούριος αναφωνεί «Άσε με εμένα, με βαρείς μετά, τρέχα τώρα να μαζώξουμε το κοπάδι !» ο δε Μάρκελλος αντιληφθείς την ορθότητα του λόγου αφήνει ούτον και τρέχει προς τα πρόβατα, ο δε Φανούριος, σπεύδει προς την αντίθετον κατεύθυνσιν, που να μην εύρει άσπρο χιόνι να πατήσει, είχε σκεφτεί ορθώς., που γιδόψειρες να πιάσει το τριχωτό του.
Παρατηρών δε, προβατίναν τινάν να διαφεύγει προς το ρέμα κραυγάζει προς τον Μάρκελλον «Πιάσε βρε την τσιόλα μούργα!» επισημαίνοντας την προβατίναν με τα μικρά αυτιά η οποία όμως, ευρίσκετο προς ιδίαν κατεύθυνσιν όπου και η Μαγδαληνή. Βλέπων δε ο Μάρκελλος, που δεν κατέχει την των τσομπαναραίων γλώσσαν, προς την κατεύθυνσιν αυτήν, αναφωνεί «Ποιάν είπες μούργα, ρε παλιοσκεμπέ, την γυναίκα μου !» εγκαταλείπει το κοπάδι και στρέφεται ξανά κατά του Φανουρίου, η δε Μαγδαληνή, αντιληφθείσα την παρανόησιν και σπεύδουσα να πιάσει εκείνη την προβατίνα, σκοντάφτει και ανατρέπει εαυτόν επί θάμνου και ανασηκώνεται η φούστα της αποκαλύπτουσα τα αποκάτου της .
Στρέφων δε την κεφαλήν ο Μάρκελλος βλέπει το ανάρμοστον θέαμα και φωνάζει «Κατέβασε τα βρακιά σου, μωρή πρόστυχια!» και τότε αι δύο αδερφαί αυτής, γεροντοκόραι κατά πεποίθησιν και ουχί εξαιτίας των περιστάσεων, ορμούν κατά του Μαρκέλλου αναφωνούσαι «Πρόστυχια την αδερφή μας, ρε παλιολιμενιάρη!» επιπροσθέτως δε ρίπτουσαι λίθους προς την κατεύθυνσίν του, ο δε Μάρκελλος τρέπεται εις φυγήν και δη άτακτον, ενώ ο Φανούριος, διάλος τα πεθαμένα του, εξακολουθεί να φωνασκεί αυτήν την φοράν «Τί κάνετε βρε, σας φεύγει κι’ η μπουτσικογκέσα !», εννοών ετέραν προβατίναν με πολύ γυριστά και μεγάλα κέρατα που, φευ, ηκολούθει την πρώτη προς τον χαμόν.
Ο δυστυχής Μάρκελλος, εν μέσω λιθοβολισμού αντιλαμβάνεται τον χαρακτηρισμόν του Φανουρίου, που το στόμα να του ράψει ο Αη Θαράπης, στρέφεται προς τας διώκτας του και αναφωνεί, «Ορίστε που συνεχίζει να τηνε βρίζει! Τί με βαρείτε εμένανε;». Τότε αι δυο αδελφαί στρέφονται προς τον Φανούριον ο οποίος, βλέπων ότι τους ετράβηξε το ενδιαφέρον επαναλαμβάνει «Η μπουτσικογκέσααααα !!!» χειρονομώντας και πάλιν προς την μεριά της ανατραπείσας Μαγδαληνής, εις την κατεύθυνσιν της οποίας ευρίσκετο, φευ, και η τρέχουσα προς τον κρημνόν προβατίνα.
Αύτη ήτο η αρχή του τέλους.
Αι δύο αδελφαί θεωρούσαι ότι, ο χαρακτηρισμός έχει ως αντικείμενον την αδερφήν των, στρέφονται εκ νέου κατά του Μαρκέλλου, ο οποίος εν των μεταξύ είχεν αναθαρρήσει και εμειδία προκλητικώς προς Φανούριον και του λέγουν «Μπουτσικογκέσα την αδερφή μας!» λέγει δε εκείνος «Ναι, σας είπα πως την έβριζε και πριχού!» λέγουν δε εκείνες «Μπουτσικογκέσα πα’ να πει με μεγάλα κέρατα!» και πριν προλάβει ο Μάρκελλος να καταλάβει πίπτουν και αι δυο επ΄αυτού κραυγάζουσαι «Πότε πρόλαβες, μωρέ χτικιάρη, να βάλεις τα κέρατα στην αδερφή μας, λέγε βρε!!!» τρεπόμενος δε ο Μάρκελλος εις φυγήν, μη εννοών τί συμβαίνει, αρχίζει να καλεί εις βοήθειαν τον Φανούριον, που νερό να θέλει και ο λεπρός να του το δίνει, «Τρέχα χωροφύλαξ, τρέχα θα με σπαράξουν!» ο δε Φανούριος, που φαΐ να θέλει και αγελαδοκούραδα να βρίσκει, εξακολουθεί να θεωρεί ως μέγά τι την σωτηρίαν του κοπαδιού και εξακολουθεί κραυγάζων «Πιάστε μωρέ το κάτσενο, πιάστε το μουργοκάλεσσο, σας έφυγε και το λάγιο, πάει κι΄η ορθοκέρα, πάει το κοπαδάκι, βρε άχρηστοι!, πάει το κοπαδάκι βρε ξενοτοπίτη, συφοριασμένε!» ότε και ο Μάρκελλος καταβάλλων υπεράνθρωπον προσπάθειαν, απεμπλέκεται από του επιπόνου εναγκαλισμού των γεροντοκόρων και επιτίθεται με στραβοσουγιάν κατά του απελπισθέντος Φανουρίου, επιπίπτων δε επ΄αυτού αποκόπτει μετά μανίας το αριστερόν ους, που να είχα τάξει λουκουμαδόπιτα στον Αη-Λιά τον σαρακοφάγο να σημαδέψει χαμηλότερα ο Ντηνιακός να τελειώνουμε με τα σπόρια του κακοχρονεμένου.
Τα εντεύθεν του χρόνου τούτου γεγονότα σας είναι ήδη γνωστά και δεν θα τα επαναλάβω.
Δια ταύτα, κυρ-ενωμοτάρχα μου, φρονώ ότι, η απώλεια του κοπαδιού βαρύνει κατά το ήμισυ την κοινότητα της Κάτω Γκλανιτσιάς, όπου υπηρετεί ο Φανούριος και κατά το έτερον ήμισυ τον κοινοτάρχην Πλουμιστόν Διακοστραβελάκην της Άνω Γκλανιτσιάς, όστις μας επέβαλλεν την παρουσίαν του Φανουρίου εις την ενωμοτίαν μας και οφείλει να αποδεχθεί το αναλογούν μέρος του άχθου τούτου.
Επιπροσθέτως, υπογραμμίζω ότι, οφείλομεν να προσαρμοζόμεθα εις τους έξωθεν νεωτερισμούς άτινες δεν δυνάμεθα να αγνοούμε και ως εκ τούτου, προτείνω θέσπισιν κανόνος όπως αναγκασθώσι τα κοπάδια να κινούνται πλέον εις το δεξιόν των οδών, προς αποφυγήν παρομοίων ατυχημάτων εις το μέλλον.
Ο Μάρκελλος Βαστοσφίγγης θεωρείται και τύποις ελεύθερος, άμα τη απολύσει του από του νοσοκομείου όπου και αναρρώνει μετά τα συμβάντα, αν και θα παραμείνει τύποις ελεύθερος, εξακολουθών διαβιών εις οικίαν Μαγδαληνής μετά των δύο αδελφών αυτής.
Δια δε τον χωροφύλακαν Φανούριον Πατροθοδωρή, έχω να προτείνω την προαγωγήν του εις αγροφύλακαν με ταυτόχρονη μετάθεσίν του εις Άνω Σέκλανα, πλησίον Άνω Γκλανιτσιάς, δεδομένου ότι η Άνω Γκλανιτσιά δεν διαθέτει ενωμοτίαν, δια να μάθει ο μπάρμπας του πόσα απίδια πιάνει ο σάκκος άμα έχεις τέτοιους λεβέντες εις την δύναμίν σου !
Τέλος, έχω να προτείνω την μετονομασίαν των Άνω Σεκλάνων και μάλιστα το ταχύτερον δυνατόν, αφορμήν λαμβάνων εκ του περιγέλωτος που έτυχεν η κοινότης αύτη και του χάους που εδημιουργήθει στο σεβαστόν δικαστήριον άμα τη αναφορά της ονομασίας "Άνω Σέκλανα" υπό των μαρτύρων κατά την διάρκειαν της δίκης.
Μετά τιμής διατελλών και ευπειθώς αναφέρων,
Θωμάς Μαρλαφούκης
Ενωμοτάρχης Κάτω Γκλανιτσιάς
Γι' αυτό το διάβασα χτες το βράδυ αλλά ματαέκανα και μια ψιλοπρωϊνή μαζί με τον καφέ μιας που δεν είναι της μοδός οι σπουδαρχίδες και οι φίλαρχες όπως λεν, αλλά τα λάγια*, όπως τα εννοούν βέβαια οι πιο παλαιοί βορειοελλαδίτες.
* Ορισμός: λάγιος -α -ο [lájos] E4 : (λαϊκότρ.) γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: Λάγιο αρνί. [βλάχ. lai(ŭ) `μαύρος΄ -ος]
* Ιδιωματισμός: Βγαίνει από το λαμόγιο, το ακούμε συνήθως κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και χρησιμοποιείται και ως φιλικός χαρακτηρισμός μεταξύ φίλων, εκτός από την καθεαυτή σημασία του.
Νίκο, μπράβο σου! «Έκλεψα» το κείμενό σου για να το απολαύσω και τις επόμενες μέρες.
http://fourtounis.gr/diafora/astinomika.html
έτσι ήταν ο τρόπος γραφής κάποτε!