Να ο Θεός, Παναγιώτη...

"Τόφερε! Τόφερε ο Παναγιώτης! Ήρθε τ’ Άγιο Φως, παπά! Τόφερε ο Παναγιώτης!" έτρεξε η Ματούλα του Θανασού στην μπασιά της εκκλησιάς να προλάβει το νέο.
Πετάχτηκε ο παπα-Ανάργυρος έξω να προϋπαντήσει τον Παναγιώτη, ανέμισαν τα ράσα, έσιαξε με το ζερβί χέρι τα μαλλιά να μην δείχνει σαν τον τρελλό μπρός στο εκκλησίασμα που περίμενε εδώ και τρεις ώρες τ’ Άγιο Φως.

Έτρεξε προς το μονοπάτι που ανέβαινε απ΄τον λόφο, άνοιξε τα μάτια να δει στο σκοτάδι το Φως νάρχεται, και ‘κει στην κοιλιά της πλαγιάς, ένα φωσάκι τόσο δά, σκαμπανάβαζε κι’ ερχόταν, ερχόταν γρήγορα, σαν κάποιος καβάλα σ’ άλογο να το έφερνε. Μαζευτήκαν όλοι κι’ έβλεπαν το Φως να πλησιάζει. Σε λίγο θα χανόταν μέσα στης Μαριάς το ρέμα, εκεί που το μονοπάτι βυθίζεται και χάνεται μέσα στα σκίνα και τις ντοροβάτες και θα χανόταν κι΄η ανάσα τους μαζί, μη και ήταν ένα ψέμα των ματιών όλο αυτό και μήπως νόμισαν πως είδαν εκείνο που θέλαν και το Φως δεν ήταν να φτάσει απόψε στο χωριό να αναστήσουν κι΄αυτοί σαν χριστιανοί.

Κι’ όταν φάνηκε τελικά στο μονοπάτι ο Παναγιώτης με το φανάρι στο ακροτίμονο του ποδήλατου, έγινε τέτοιος χαμός, που ο παπα-Ανάργυρος φώναξε «Σιγά, Χριστιανοί! Σεις αναστήσατε πριν της ώρας του!» «Ποιάς ώρας του παπά; Εδώ και τρεις ώρες έχει περάσει η ώρα του...», τόλμησε να μουρμουρίσει κάποιος. «Σιωπή, Τσάμη, σιωπή, που θα μου πεις εσυ πότε θ’ αναστήσω! Ανάσταση είναι άμα έρθει το Φως. Χωρίς το Φως Ανάσταση δεν γίνεται!»

Και τρέξανε όλοι στον Παναγιώτη, να τονε συχαρούν, να τονε συδράμουν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής, να απλώσουν το χέρι στο καταϊδρωμένο μέτωπο στις τελευταίες πεταλιές να του πάρουν λίγο κούραση με τη χαρά τους.
«Βλογημένος νάσαι, παλλικάρι μου, βλογημένο να σ’ έχει ο Θεός του κόσμου όλου», κι ο επίτροπος στραβοκύτταξε τον παπά για τούτην εδώ την αιρετική φράση του. Ο Παναγιώτης ξέμπλεξε το σχοινί που σιγούρευε το φανάρι και τόδωσε στον παπά. Μα το μούτρο του δεν είχε καμμιά χαρά κι΄έμεινε σκυθρωπό σα ναρχόταν από θλίψη και να πήγαινε σ’ άλλη θλίψη.

Το πλήθος μπήκε στο ναό, η λειτουργιά άρχισε, μα ο Παναγιώτης έμεινε έξω και πήγε στην βρύση που ήταν στο πλευρό της εκκλησίας. Με τόνα χέρι έρριξε λίγο νερό στο πρόσωπο ενόσω με τ’ άλλο στηριζόταν στον φθαρμένο σοβά. Τα φρύδια του δεν είχαν ξεσμίξει ούτε μια στιγμή, ούτε μια στιγμή δεν είχε νιώσει να του φεύγει ‘κείνη η βαρειά διάθεση. Κάθησε στο πεζούλι κι΄άκουγε την λειτουργία. Τ’ άρεσε η βυζαντινή μελωδία, τ’ άρεσε κι΄ας λογούσε τον εαυτό του άθεο. Πού ήταν ο θεός όταν γίνονταν οι αδικίες στον κόσμο; Μόνο άμα τον έβλεπε θα τον πίστευε. Μα η μελωδία τον γαλήνευε, του ησύχαζε κάπως το μέσα του.

Θάχε περάσει καμπόση ώρα και οι συχωριανοί άρχισαν να βγαίνουν με ευχές και αγκαλιές. Πάντα τέτοια μέρα φίλιωναν όλοι στο χωριό κι΄ ήταν υποχρεωτικό να αγκαλιαστούν και να χαιρετηθούν ακόμη κι΄ εκείνοι οι πιό τσακωμένοι. Βρέθηκε να χαιρετάει όλους , όλοι να θέλουν να του ευχηθούν και ‘κείνος να μη μπορεί να σκάσει ένα χαμόγελο. «Βαρειά καρδιά ή μαύρη ψυχή άραγες...», σκέφτηκε. «Μπορεί και νάχε δίκιο ο δικαστής που μ’ έβαλε τόσα χρόνια μέσα. Τι κάνω εγώ ‘δω πέρα με τούτους τους αθώους εδώ», είπε μόνος του, μα φαίνεται πως τόπε φωναχτά κι΄ο παπάς τ’ απάντησε πως οι άνθρωποι πρέπει νά συνάζονται με τους ανθρώπους και πως και τα ζώα πάνε παρέα γιατί αν πάνε μοναχά τους τα τρώει το θεριό. «Δε νιώθω, παπά, δε νιώθω» τ’ αποκρίθηκε ο Παναγιώτης και τον άφησε σύξυλο να τονε κυττάει, μέρα γιορτής, να φεύγει για το πατρικό του μονάχος του σέρνοντας το ποδήλατό του.

Μ’ αυτό το ρημάδι είχε γυρίσει στο χωριό, κάπου εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα δρόμο, όταν αποφυλακίστηκε. Από τα μικράτα του ήταν σαν νάχε κάποιο χέρι και να τον έσπρωχνε κατα κεί, στα κάγκελα, στους ψηλούς συρματοστεφανωμένους τοίχους κι΄όταν βρέθηκε ‘κει μέσα, θαρρείς και λυτρώθηκε, σα να περίμενε, από πεντάχρονο παιδί ακόμα, πως εκεί θα χωνόταν κάποια μέρα και πως τώρα που ‘χε μπει, ξεπληρώθηκε κάποιο χρέος, κάποιο παληό γραμμάτιο. «Στη φυλακή θα καταντήσεις, Παναγιώτη» τούλεγε ο δάσκαλός του ο κύριος Χατζάρας, και ‘κείνος τόχε γράψει πιά πως η φυλακή ήταν αναπόφευκτη. Και πήγε κι΄έκατσε χρόνους πέντε εκεί μέσα, δικασμένος με επιείκεια για πρότερο έντιμο βίο. Ο βίος. «Η ζωή στα δικαστηριακά», τούπε ένας παλιός. «Άμα ακούς βίος, να ξέρεις πως ένα κομμάτι του πρόκεται να το χάσεις πίσω απ΄τις μπάρες..!»

Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο μικρό σπιτάκι, οπού ‘χε αφήσει ένα καντηλάκι να καίει, δε τ’ άρεσε να μπαίνει σε σκοτεινό σπίτι, τούφτανε η μοναξιά του. Την είχε και στον καφενέ, που πήγαινε τις πρώτες ημέρες που είχε γυρίσει στο χωριό αυτή τη μοναξιά, ήταν σα στάμπα που έλεγε, αυτός εδώ θάναι μόνος του από ‘δω και πέρα. Άλλοι τον είδαν με καλό μάτι όταν γύρισε κι΄άλλοι ξοφλάγαν με μια βαρειά καλημέρα. Δεν κάκιζε κανέναν, μα το βράδυ έβλεπε εφιάλτες, πως γυρνούσε μέσα στο χωριό και μίλαγε στον κόσμο και ‘κείνοι δεν του αποκρίνονταν , σα να μην είχε φωνή, σαν να τον έβλεπαν μα να μην τον άκουγαν, και στο τέλος τον έδειχναν με το χέρι κι΄έλεγαν βαρειές κουβέντες που δεν έφταναν στα αυτιά του μα τον πλήγωναν και μόνον με τις ματιές τους.

Ξύπναγε με βαρειά καρδιά και δεν τόχανε το βάρος παρά μόνο σαν έπαιρνε το πετάλι κι΄έκαμε μέχρι να στάξει γλυκός ιδρώτας απ΄το μέτωπό του. Άδειος απο κάθε σκέψη έφτανε όπου φανταστείς. Μακρυά μέσα στο δάσος, πέρα στην νεραϊδόβρυση και στο Χαλασόρεμα και δεν είχε ποτές του λογαριάσει κατά πού ξεκίναγε και πώς θα γύρναγε, με τί πλεμόνια θάπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Πάντα γύρναγε στο σπίτι. Είχε ‘κείνον τον φόβο πως άμα έμενε έξω ένα βράδυ δεν θα΄θελε πιά να ξαναγυρίσει στο χωριό και θ’ άρχιζε να πλανάται δω και κει.
«Ο πλάνητας, παιδί μου, δεν έχει σκοπό στη ζωή του», τούλεγε ο Χατζάρας. Τόξερε κι΄αυτό ο δάσκαλος ή έφταιγε αυτός που είχε στήσει τη ζωή του πάνω στις ράγες που τούχε στήσει ο δάσκαλος; Εύκολη δικαιολογία. Και αυτός δεν είχε δικαιολογηθει ούτε όταν ο δικαστής τον είχε ρωτήσει αν έκλεψε. Είχε πει, «Ναι». Με το κούτελο ψηλά. «Εκλεψα». Ο δικαστής είχε χαμηλώσει το κεφάλι στα χαρτιά του και σα να ντρεπόταν τούχε πει «Κύριε Στάρκο, η ειλικρίνειά σας σας σώζει». Η μικρότερη ποινή ήταν δική του. Πέντε χρόνοι κόλασης ήταν δικά του. «Μα έκλεψα», είχε πει και τα κατάπιε αγόγγυστα, εξόν από του τελευταίους έξι μήνες, που του χαρίστηκαν.

Και τώρα, στο σπιτάκι που τ’ αγάπαγε πολύ, άφηνε την ξώθυρα πάντα ξεκλείδωτη, να μπορεί να βγαίνει και να μπαίνει όποτες ήθελε δίχως ν ακούει τον ήχο του κλειδιού, ‘κείνο το παγωμένο κλακ που σ΄έκλεινε από μέσα ή απ’ όξω. Όποιος ήθελε ας ερχόταν. Αυτός παρέα ήθελε, μα δεν είχε άλλον τρόπο να το πεί από το ν’ αφήνει την πόρτα ξάνοιχτη.
Η θεια-Θοδώρα τόχε ανοιώσει πως η πόρτα έμενε πάντα ξάνοιχτη και τού πήγαινε φαγάκι ζεστό, μα μόνο κάθε δεύτερη μέρα, να μη τονε προσβάλλει. Γέλαγε τότες η ψυχή τού Παναγιώτη κι΄έλεγε μέσα του, «Νά ο Θεός, Παναγιώτη, να ο Θεός» και μαλάκωνε και καθόταν έπειτα στο κατώφλι και ρούφαγε σιγά σιγά ένα ρακάκι αραιωμένο με λιγουλάκι νερό. Λάδωνε και την αλυσσίδα νάναι έτοιμη πάντα, να μπορεί να ξεφεύγει όποτε θέλει από τον εαυτό του.

Πάνω στο πετάλι ο εαυτός του δε μίλαγε ή μίλαγε μα αυτός δεν τον άκουγε. Άμα συνέχιζε να τον ακούει και πάνω στο πετάλι, τότες θάπεφτε από κανα γκρεμό. Για όλα τον κατηγόραγε ο εαυτός του. Για όλα εκείνος έφταιγε. Κι’ έκανε πετάλι όσο που δεν ακουγόταν πια ή φωνή μέσα στ΄αυτιά του μυαλού του.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου είχε πάει είκοσι χιλιόμετρα χωματόδρομο πήγαινε και είκοσι έλα, μόνο και μόνο για να μην ακούει τη φωνή να του λέει πως εκείνος ήταν η αιτία που η βροχή ξέσουρε τον δρόμο και δεν βγαίνει τ ‘αυτοκίνητο ως πέρα στη δημοσιά να πάει να φέρει το Φως, πως ήτανε δική του η γρουσουζιά και την πληρώνανε όλοι.
Έτσι, έτρεξε από μόνος του να σβήσει τη φωνή, να την σταματήσει να του λέει πως φταίει.
Κυριακή της Λαμπρής τώρα,κι’ είπε να πάει μέχρι την πλατεία, να κάτσει δα και λίγο στο καφενείο σα όλους τους άλλους. Νάπαιρνε το ποδήλατο..; Για να μπορεί να φύγει γρήγορα έτσι και τύχαινε τίποτα...

Τούκαμε καλό ο ήλιος που ξέφευγε ανάμεσα απ΄τα πλατανόφυλλα και τον ζέσταινε. Στη φυλακή ο ήλιος δεν ήταν ίδιος. Ήταν ακόμη καλύτερος. Ήτανε λίγος, γι΄αυτό. Μα ήταν μισός. Μισές μέρες του χρόνου. Μισή μέρα στο προαύλιο. Μισό προαύλιο λιόλουστο. Εδώ τον είχε όποτε τον ήθελε. «Να ο θεός, Παναγιώτη», είπε στον εαυτό του, κι΄άπλωσε τα ποδάρια του σταυρωτά στο πλάι του τραπεζιού. Ένιωσε μετά από λίγο ζεστός όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή βαθειά. Χαμογέλαγε. Μετά απο πολύν καιρό, χαμογέλαγε.
«Γειά σου, ρε Παναγιώτη, με την ποδηλατάρα σου!» φώναξε ο Τάκης από ένα τραπεζάκι από κάπου απέναντι, ένιωσε να ξυπνάει και ανασηκώθηκε στην καρέκλα του. Είδε γύρω του ταυτόχρονα να σηκώνονται καμμιά πενηνταριά ποτήρια κι’ άκουσε άλλες τόσες φωνές,
«Γειά σου Παναγιώτη!» Σαν σε όνειρο έπιασε το ποτήρι του, το σήκωσε, ευχήθηκε και σκέφτηκε, «Να ο Θεός, Παναγιώτη...» Τώρα το μόνο πού’ μεινε να ελπίζει ήταν να σταμάταγε πιά κι’ η φωνή να μιλάει μέσα στο κεφάλι του.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...να εκφράσω πόσο με άγγιξε το κείμενό σου.
Τόσο ανθρώπινη, τόσο πνευματική , αυτή η βουτιά στα εσώψυχα αυτού του ταπεινού και καταφρονεμένου...
Κάτι τον έσπρωχνε να φέρει το άγιο φως τη βραδιά εκείνη, όχι για τη σωστή αιτία, μια κι ήταν ''άθεος'', ή μάλλον για τη μόνη σωστή αιτία, πίστευε πως κουβαλούσε πάνω του όλη την αμαρτία του κόσμου.
Να ο Θεός, στο γελαστό πρόσωπο των ανθρώπων, στην καλή κουβέντα, στο εγκάρδιο τσούγκρισμα του Πάσχα.
Αυτό το ίδιο το πατερικό ''είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου''.
Αυτό το Θεό τον έχουμε ανάγκη, άθεοι και πιστοί.
Καλή Ανάσταση ,φίλοι, και συγχωρείστε τις σκόρπιες σκέψεις μου. Ε.

Vale
Απών/απούσα

Σε περίοδο νηστείας και δε χορταίνεσαι με τίποτα.

Σημ. Αλλά πάλι θέλω να σε δείρω ;)

Gefer
Εικόνα Gefer
Απών/απούσα

Σ' ευχαριστούμε και πάλι...

Μοναδικός.

KAthanas
Απών/απούσα

BookLuv wrote:

Να ο Θεός, στο γελαστό πρόσωπο των ανθρώπων, στην καλή κουβέντα, στο εγκάρδιο τσούγκρισμα του Πάσχα.
Αυτό το ίδιο το πατερικό ''είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου''.
Αυτό το Θεό τον έχουμε ανάγκη, άθεοι και πιστοί.
Καλή Ανάσταση ,φίλοι!

Πιο όμορφο, εγκάρδιο, αληθινό, ανθρώπινο αναστάσιμο μήνυμα από το παραπάνω που συνοψίζει το κείμενο του ofiou δεν έχω διαβάσει.
Καλή Ανάσταση!

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, σευχαριστώ πάρα πολύ. Μπήκε μέσα στην καρδιά μου όπου θα μένει.
Καλή Ανάσταση.

ofios
Απών/απούσα

Χαίρομαι πολύ που σας άρεσε, ναστε καλά.

Όσον αφορά το ξύλο, αγαπητέ Vale, έχω μεγάλη ξυλοχωρητικότητα, οπότε θα το αντέξω τέτοιο ξύλο σαν το δικό σου...

ΚαλΉ Ανάσταση σε όλους μας!

Ainastros
Απών/απούσα
Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact