Ούτε πέτρα...

Η μονοκατοικία έστεκε ανάμεσα στις πολυκατοικίες με μιάν άνεση χώρου, που τής χάριζε ο φαρδύς περίβολος με τον κήπο και η γωνιακή της θέση στην κάθοδο της οδού Κρέμου. Τα χρώματά της είχανε κυλίσει εδώ και χρόνια παρασυρμένα απ΄τον καιρό και την βροχή στους υπονόμους της Καλλιθέας και ένα ζεστό ζαχαρένιο χρώμα είχε μείνει να την κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στο περιβάλλον γκρίζο. Από την στέγη και τις λεπτές, αδιόρατες ρωγμές στον τραβηχτό σοβά, ρυάκια λάσπης και χώματος είχαν τραβήξει ρυτίδες σε κάθε απόχρωση του καφέ και τής ώχρας, που όλες τους, άλλες μικρότερες κι΄άλλες πιό μεγάλες, άλλες στεγνές από καιρό και άλλες νωπές ακόμα, έρρεαν προς τις πλάκες του πεζοδρομίου.

Η κεντρική είσοδος, τοποθετημένη έκκεντρα, στο αριστερό μισό της πρόσοψης, εξείχε σχηματίζοντας ένα μικρό προστώο, αντιγραφή από μεγάλα νεοκλασσικά τού κέντρου τών Αθηνών, ενώ ένα μικρό στέγαστρο με ένθετο φως σκέπαζε τα τρία σκαλοπάτια που έπρεπε να ανέβει κανείς για να μπεί στο σπίτι.
Η οικογένεια, χωρίς να είναι ιδιαίτερα πλούσια, ήταν ωστόσο αρκετά εύπορη ώστε να μπορεί να αποτυπώσει στο εξωτερικό της οικίας, αρχικά την θέση της και στην συνέχεια τις βλέψεις της.

Στα αρχεία του Δήμου δεν υπήρχε κανένα στοιχείο για τον αρχιτέκτονα και το μόνο γνωστό ήταν ότι, το νεοκλασσικό είχε κτιστεί τέσσερα με πέντε χρόνια μετά την οικία Λασκαρίδου. Οι τελευταίοι κάτοικοι, νοικάρηδες του ισογείου, που ήταν ο μόνος κατοικήσιμος χώρος του κτιρίου την τελευταία οκταετία, είχαν κλείσει οριστικά την πόρτα πίσω τους πριν πέντε χρόνια.
Έκτοτε, η μονοκατοικία βούλιαξε στην μοναξιά της και μόνον στον περίβολο μπορούσε να δει κανείς σε προχωρημένες ώρες, σκιές να μπαίνουν πηδώντας το χαμηλό κάγκελο της μάντρας και να βγαίνουν μετά από λίγο τρεκλίζοντας. Το σκηνικό οριοθετούσαν πεταμένα στρώματα, ιδανικό καταφύγιο για τις γάτες τις κρύες μέρες, σκουριασμένοι σουμιέδες, σπασμένα παιδικά καροτσάκια και γενικώς, ο,τιδήποτε περρίσευε στην γειτονιά όταν οι κάδοι ήταν γεμάτοι ή το άχρηστο αντικείμενο ογκώδες και εύκολα αναγνωρίσιμο από τους γειτόνους.

Για τον περίεργο, που θα πλησίαζε κοντά στα κάγκελα και θάρριχνε μια ενδελεχή ματιά στην πίσω πλευρά της μονοκατοικίας, άλλες αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες αποκάλυπταν τον χαρακτήρα αυτών που αρχικά είχαν κατοικήσει εδώ.
Ένας μικρός εξώστης που ακούμπαγε επάνω σε ένα ζεύγος παραστάδων, ένα ψηλό παράθυρο του ισογείου με πρόβολο στον κήπο, ανθοστήλες με γλάστρες από παμπάλαια καλούπια, μια δευτερεύουσα είσοδος με υπέρθυρο με φεγγίτη και μια εξωτερική μαρμάρινη σκάλα με χυτοσιδηρό κάγκελο, που ανέβαινε στην ταράτσα.
Όλα αυτά, κάποτε θα περιβάλλονταν από την απαλή ηρεμία που σώρρευαν γύρω τους η χαμηλή ακακία, η κλαίουσα ιτιά και οι τρεις εληές του κήπου, μαζί με τις χαμηλές αγγελικές και τα νυχτολούλουδα του φράχτη. Καμμία φωτογραφία δεν μπορούσε να αποδώσει ούτε την φθορά, αλλά ούτε και την παρελθούσα αξιοπρέπεια.
Όλα παρέμεναν βυθισμένα σε έναν ακίνητο, άσπιλο χρόνο...

Η ασπροκόκκινη ταινία που αγκάλιασε μια μέρα τα δέντρα του πεζοδρομίου γύρω από το νεοκλασσικό, ουσιαστικά, το απομόνωσε σαν να το έβαλε στην εντατική προσωρινά, με μόνη προοπτική έναν αργό θάνατο σαν τόσους άλλους.
Η πλαστική ταινία φάνηκε να έδωσε μπόι στις πολυκατοικίες, το νεοκλασσικό ζάρωσε μπροστά τους περιμένοντας το αναπόφευκτο. Οι γείτονες άρχισαν να αλλάζουν πεζοδρόμιο, αποφεύγοντας την μονοκατοικία σαν να επρόκειτο να πέσει από στιγμή σε στιγμή.
Στις απέναντι πολυκατοικίες μπορούσες να δεις τους πιό ηλικιωμένους ενοίκους να ακουμπάνε για ώρα στο κάγκελο του μπαλκονιού τους κυττάζοντας σκυθρωποί προς το μέρος του σφάγιου.

Την μέρα που οι δύο εκσκαφείς έζωσαν το δίπατο και ο δρόμος έκλεισε «ΛΟΓΩ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗΣ-Αρ. Αδείας 236/10», εμφανίστηκε κι΄εκείνος, μαζί με τους εργολάβους και τους αλλοδαπούς με τις αξίνες στο χέρι, να στέκει μ΄έναν καφέ σε πλαστικό στο απέναντι πεζοδρόμιο, να φοράει μαύρα γυαλιά πάνω από τα σφιχτόκλειστα χείλια, σε άψογη, άκαμπτη ημιανάπαυση, στραμμένος προς τα ΄κει. Το βλέμμα του, πίσω απ΄τα γυαλιά, θάπρεπε νάναι σκοτεινό και τα δάχτυλά του γύρω απ΄το ζεστό κυπελλάκι, παγωμένα.

Άλλαξε δυό κουβέντες με τον εργολάβο έχοντας διαρκώς τη ματιά του καρφωμένη στο κτίσμα και μετά, έχοντας δείξει με τις μονολεκτικές απαντήσεις του πως δεν επιθυμούσε άλλες κουβέντες, προχώρησε στην άκρη του πεζοδρομίου, σαν νάθελε να πλησιάσει κι΄άλλο, μα και να κρατήσει την απόστασή του από τα μελλούμενα.

Τα δόντια του εκσκαφέα χτύπησαν πρώτα την αριστερή γωνιά της κατοικίας, που θρυμματίστηκε και έπεσε στο έδαφος με έναν απαλό θόρυβο, σαν βροχή σε πλατανόφυλλα, σαν να μήν ήταν κομμάτι τού σπιτιού εκείνο που έπεσε, αλλά μια χούφτα χώμα που κάποιος πέταξε στον δρόμο.
Τα περίτεχνα ακροκέραμα, οι σκεπτικές σφίγγες και ό,τι άλλο πολύτιμο υλικό από τον διάκοσμο του σπιτιού υπήρχε, είχαν από καιρό αφαιρεθεί από επιτήδειους μαντράδες με υλικά οικοδομών κι΄έτσι το μόνο που γκρεμιζόταν ήταν η μνήμη και η εικόνα, το μέτρο και η αρμονία, η τάξη και η ψυχή του αρχιτεκτονήματος.
Ο τριγύρω χώρος θα άλλαζε πλέον, ακόμη κι΄αν η απώλεια μεταφραζόταν για την γειτονιά σε κάμποση σκόνη και αρκετή φασαρία για λίγο καιρό, που τελικώς θα κατέληγαν σε άλλον ένα γκρίζο όγκο, μια τσιμεντένια συρταριέρα με ακίνητα, κατοικημένα συρτάρια.

Ο ήχος των μηχανών γινόταν πότε-πότε πιό έντονος, όταν η δαγκάνα χτύπαγε σε σιδερόβεργες, όταν η ακρογωνιαία λιθοδομή αντιστεκόταν περισσότερο απ΄όσο κανείς θα περίμενε, όταν οι σωροί των μπάζων είχαν υψωθεί αρκετά χωρίς να προλάβει η μπουλντόζα να τα μαζέψει κι΄ αυτό έμοιαζε νάναι το αγκομαχητό του σπιτιού στην πορεία για το τίποτε.

Συνέχισε να κυττάει ατάραχος, ακίνητος, ασάλευτος και μόνον το χέρι με τον καφέ όταν ανεβοκατέβαινε στο στόμα, έδειχνε πως όντως κάποιος ζούσε μέσα στην φιγούρα αυτή. Κανένα σημείο της διαδικασίας δεν έδειξε να τον αγγίζει ή να τον κάνει να αντιδράσει έστω και ελάχιστα.
Στην αρχή, όλοι είχαν σκεφτεί πως τα σκούρα γυαλιά ήταν για να προστατεύσουν την ευαισθησία του από τα αδιάκριτα, μικροπρεπή βλέμματα, ώσπου μια γριά, από τις παλιές της γειτονιάς, που από ώρα τον κύτταζε από μακριά ψάχνοντάς τον στις πιό σκονισμένες γωνιές του μυαλού της, έσκυψε στ΄αυτί τής διπλανής και της είπε:
«Είναι ο γιός τού κυρ-Στέφανου τού μπακάλη και της κυρα-Χρυσούλας, που ΄χαν το παντοπωλείο το γωνιακό στην Αραπάκη χαμηλά, πριν το ρέμα...».

«Ο Αλέξανδρος...είναι αυτός ο Αλέξανδρος..;», αναρωτήθηκε η άλλη μιλώντας πιό πολύ στον εαυτό της και μένοντας με το στόμα ανοιχτό, «Έλα Χριστέ και Παναγία, πόσα χρόνια περάσαν...».

«Ήρθε να δει την αντιπαροχή....» ψιθύρισε ένας άλλος παραδίπλα προσπαθώντας να γίνει δηκτικός. Και συνέχισε «Α, ρε καϋμένε Στέφανε, πού΄σαι να δεις τα μεγαλεία σου να τρώνε χώμα...Καλύτερα πεθαμένος παρά να ζήσει να το δει τούτο ΄δω...».

“Αλλά, σκληρός άνθρωπος ο μακαρίτης, σκληρός με τα παιδιά του...”, μίλησε η πρώτη γριά κουνώντας δεξιά αριστερά το κεφάλι με αποδοκιμασία. “Δεν πέρναγε μέρα που να μην τάχε κι΄από μιά τιμωρία...Μα το κουτάλι που τόπιασαν στραβά, μα τη σάκκα που φόραγαν στραβά στον ώμο, μα τα παπούτσια που δεν ήτανε ξεσκονισμένα, ευκαιρία δεν έχανε να τους βγάλει ξινή την κάθε τους μέρα...Θεός σ΄χωρές τον τόν μακαρίτη, μα πάντα τα παιδάκια περπάταγαν σα να κουβάλαγαν στη ράχη τους όλα τα κρίματα του κόσμου...Και τούτον εδώ, λες και τον είχε ξεχωριστό άχτι, σαν παραπαίδι τον είχε, τούβγαζε την ψυχή....Κύττα τον τώρα, κύττα τον που δεν θέλει να πεί ούτε μια καλημέρα...Αμαρτίες γονέων, λέω ΄γω....”

“Αμ ,τα στερνά τιμούν τα πρώτα, λεν στο νησί μου...”, συμπλήρωσε σαν σε μνημόσυνο η άλλη.

Τα σχόλια δεν έφταναν στα αυτιά του, αλλά και να τους άκουγε, λίγα πράγματα θ΄άλλαζαν στην στάση του.

Η κατεδάφιση προχώρησε σχετικά γρήγορα και σύντομα φάνηκαν πίσω από τους πεσμένους τοίχους, τα γαλάζια και τα ρόζ χρώματα των τοίχων, τα γύψινα σειρήτια γύρω στο ταβάνι, οι ροζέτες των φωτιστικών, τα λευκά πλακάκια του μπάνιου με τον φθαρμένο καθρέφτη πάνω τους, η λερωμένη φυστικί λαδομπογιά στην κουζίνα, ο περίτεχνος ξύλινος σκελετός της κεραμιδοσκεπής του σαλονιού, τα τριών ειδών τούβλα που αποκάλυπταν τις προσθήκες, που είχαν γίνει σε διαδοχικές εποχές. Αυτό που μέχρι πριν από λίγες ώρες ήταν ακόμη ένα σπίτι, τώρα ήταν φορτωμένο σε τρία-τέσσερα φορτηγά με τεράστιες τρακτερωτές ρόδες και όδευε για κάποιον χώρο απόθεσης μπάζων. Ο τρισδιάστατος εγκλωβισμένος χώρος είχε πλέον ξαναγυρίσει στο χάος.

Η μπουλντόζα, σαν χαζό θηρίο που ξεθάρρεψε, μούγκρισε και προχώρησε στον φαρδύ διάδρομο που είχε ανοίξει σωριάζοντας το μισό σπίτι και έφτασε μέχρι τα μέσα του κήπου. Γύρισε, στράφηκε προς το αποθηκάκι που ήταν κολλημένο στην μάντρα και σήκωσε το άψυχο, απειλητικό χέρι, που για μια στιγμή έμεινε κρεμασμένο πάνω απ΄το μικρό κτίσμα.
Αυτήν ακριβώς την στιγμή κινήθηκε απ΄την θέση του, κατέβηκε απ΄το πεζοδρόμιο, στάθηκε στο μεσοδιάστημα των δύο παρκαρισμένων αυτοκινήτων, ανασήκωσε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι πάνω από τα μαύρα γυαλιά.
Η δαγκάνα αφέθηκε να πέσει πάνω στο τρομαγμένο σπιτάκι γκρεμίζοντας την οροφή, τον δεξιό τοίχο και τον μισό μπροστινό μαζί με την πόρτα και το φεγγίτη. Η σκόνη κάθησε αμέσως, ήταν όλα τόσο υγρά που δεν μπόρεσαν να αιωρηθούν παρά για λίγα δευτερόλεπτα. Μια μυρωδιά κλεισούρας, υγρασίας και σάπιου ξύλου απλώθηκε τριγύρω.

Το βλέμμα του καρφώθηκε στο εκτεθειμένο εσωτερικό της αποθήκης, έψαξε βιαστικά, άγγιξε με τα μάτια ό,τι είχε βγεί στο φως, σκάλισε με νοητά δάχτυλα ποιός ξέρει τί να βρει, έγειρε ελαφρά μπροστά, έμεινε μετέωρος για μια στιγμή και αμέσως μετά, τινάχτηκε με δύναμη προς τα χαλάσματα φωνάζοντας, ουρλιάζοντας σχεδόν στον χειριστή του εκσκαφέα «Σταμάτα! Σταμάτα τώρα!!!», τρέχοντας, σκοντάφτωντας στα τούβλα τα ανακατεμένα με τα χώματα, σκαρφάλωσε στον τελευταίο σωρό με τα μπάζα και βούτηξε μέσα στο γκρεμισμένο αποθηκάκι.

“Τί΄ναι..; Πλάκωσαν τα μπάζα κανα γατί...;” αναρωτήθηκαν μεταξύ τους οι παριστάμενοι.

Ο Αλέξανδρος βουτηγμένος μέσ΄τα χώματα πάσχιζε να τραβήξει κάτι μέσα απ΄τα χαλάσματα, πέταγε πίσω του τις πέτρες, τα τούβλα, τα ξύλα, έσκαβε το χώμα και κανένας δεν τόλμαγε να στέρξει να δει από κοντά τί ξέθαβε απ΄το χώμα κι΄απ΄το παρελθόν του.

Ώσπου, στήθηκε πρώτα στα γόνατά του, μετά φάνηκε να ορθώνεται η πλάτη του με τα χέρια να κρέμονται στα πλάγια ανοικτά σα φτερούγες και τέλος έσκυψε στο κρυμμένο αντικείμενο, τόπιασε στα χέρια του και γύρισε προς τον δρόμο. Χωρίς γυαλιά, χωρίς δάκρυα, με τα μάτια γεμάτα απ΄το μεγαλύτερο “γιατί” της παιδικής του ηλικίας, μ΄ένα ποδήλατο με χρώμα μπλέ και με σκασμένα λάστιχα, κρεμασμένο στην αγκαλιά του σαν κάποιον που ξυπνάει από πολύχρονο κώμα στα χέρια του καλύτερού του φίλου, ο Αλέξανδρος περπάτησε έξω απ΄το οικόπεδο και μόνο σαν έφτασε δίπλα στον σαστισμένο χειριστή του εκσκαφέα, σταμάτησε για μιά στιγμή και τον κύτταξε μέχρι την ψυχή και τού μίλησε σιγά: “Μην αφήσεις ούτε πέτρα...Μ΄ακούς; ούτε πέτρα...”

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
one less car
Απών/απούσα

Απ' τα καλύτερα.

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

συγκινήθηκα αρκετώς όταν διάβασα αυτήν την ιστορία

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

Ακριβώς αυτό το συναίσθημα που περιγράφεις στην αρχή του κειμένου νιώθω κι εγώ όταν βλέπω να γκρεμίζουν παλιά μονοκατοικία για να φτιάξουν "συρτάρια". Λες και μου κλέβουν κάτι από την παιδικότητά μου.
Δυστυχώς στην γειτονιά που μεγάλωσα το έχω νιώσει αρκετές φορές.

rihardos
Απών/απούσα

Μου 'καψες την καρδιά.
Αυτές οι μονοκατοικίες, θυσία στη νέα εποχή των "συρταριών" -όπως, πολύ σωστά, παρατήρησε ο προηγούμενος σχολιαστής - έχουν ψυχή κι' ας στέκονται βουβές στο χρόνο.
Η γενιά μας βιώνει την αλλαγή της περιόδου και πληγώνει πολύ αυτό.
Νά είσαι καλά και να γράφεις όπως πάντα με αυτήν τη γνωστή ευαισθησία σου.
Χαιρετώ.

Fotinos_89
Απών/απούσα

Πολύ όμορφο, ευχαριστώ πολύ!

ofios
Απών/απούσα

Εγώ ευχαριστώ όλους σας που κάτσατε και διαβάσατε τόσο μεγάλο κείμενο...

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact