
Γειά χαρά,
σας παρουσιάζω ένα γερμανικό τραγούδι τόποιο είχα στα χείλη μου σχεδόν όλη μέρα·
Χρωμαστιστά τα δάση,
κίτρινα τα καλάμια
κ´αρχίζει φθινώπορός·
κόκκινα φύλλα πέφτουν
γρίζα καταχνιά παφλάζουν
ψυχότερ´ο άνεμος φυσά.
Bunt sind schon die Waelder,
gelb die Stoppelfelder,
und der Herbst beginnt:
rote Blaetter fallen,
graue Nebel wallen,
kuehler weht der Wind.
http://www.youtube.com/watch?v=Ct1OiATeoVA
Αφού ζούμε στον βορρά όπου δεν υπάρχουνε σταφύλια, έγραψα μόνον την πρώτη στροφή. Ενθουσιαζομάσαμε κι οι δυο από την ομορφιά χρυσής ημέρας Οκτωβρίου.
Γιόρτασε ο πεθερός, πήγαμε να του κάνουμε καντάδα, τρώγαμε τούρτες, κάναμε βολτίτσα, φάγαμε σούπα και γυρίσαμε στο σκότος.
Τώρα σας εύχομαι καληνύχτα, καλά να κοιμηθείτε κι όνειρα γλυκά
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Με τον καιρό που έχει σήμερα....συννεφιά και καταχνιά....η Αθήνα θυμίζει τους στίχους αυτούς....που ήταν μια παρηγοριά όμορφη όταν τους διάβασα!...
καντ´υπομονή κι ο ουρανός θα ξαναγίνει γαλανός
αύριο περιμένουμε κωλόκαιρο
όλα τα καλά
ΑΠλώς, μας πιάνει απελπισία όταν συννεφιάζει...Σήμερα όμως είχε λαμπερό ουρανό και ξαστεριά το βράδυ...
Ενώ τα ποντίκια μαζεύουνε ό,τι βρίσκουν για να διαθέσουνε για τον χειμώνα, ο Φρέντερικ περπατάει κι ονειρέυεται. «Φρέντερικ, γιατί δεν έρχεσαι να μας βοηθάς; θες να πεινάς;;» --- «Μαζεύω κι εγώ, μή νομίζεις.»
Ο χειμώνας είναι σκληρός και κρατάει μακρό χρόνο. Όταν τα ποντίκια έχουνε φάει το τελευταίο τους κομμάτι κι κοντεύουνε να απελπιστούν, ο Φρέντερικ τους λέει για τα χρώματα των φύλλων, για τις μυρωδιές τις ανοιξιάτικες, για τα τραγούδια των πουλιών, τους περιγράφει πόσο βαρυά ήτανε τα κλάδια από μήλα, πως χόρευαν τα φύλλα πρίν πέσουνε χάμα, πόσο άνετα ζούσανε με τα κεριά μέσα· όλοι οι σύντροφοι τον ακούνε, κι όταν τελειώσει ακούνε και μυρίζουνε ότι ξανήρθε η άνοιξη. Τα ποντίκια πετάνε από χαρά· κατανικήσανε τα συννέφια και τις ομήχλες.
* ~ *
Μπορεί να τα έχουμε μάθει από μικρά ότι θέλουμε κάτι να μας θερμαίνει την καρδιά όταν έξω ούτε μας περιμένει στεγνό ή καλό ντοπάκι· ας βγούμε για να τελειώσουμε τα απαραίτητα κι όταν γυρίσουμε, ανάψουμε κεριά, πιούμε κάτι ζεστό και τα λέμε.
Κατά τον φιλόσοφο Κίρκεγκαρντ, η αμφιβολία είναι θανατόφορος νόσος· αρχίζεις να αμφιβάλλεις, γυρεύεις το νόημα, τριγυρίζεις στη μιζέρια σου ωστε απελπιστείς; Μόνο γιατί η φύση κοιμάται;! ΜΗ! Σηκου! Βάλε τα αδιάβροχα, βγές έξω, κάνε ποδήλατο, τρέξε, κινήσου, γύρισε και θα δείς ότι αξίζει τον κόπο!
(Αυτά τα κατάλαβα όταν ήμουν 17 χρονών· δεν αξίζει να απελπιστείς.)
Καλύτερα να διαβάσω ένα καλό βιβλίο, να γράψω γράμματα ή κάνω ό,τιδήποτε άλλο που μου σώζει το κέφι μου.