Το ιστολόγιο του/της ofios

ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

Είχε γεμίσει ο τόπος ντομάτες αγγούρια, μαϊντανοσέλινα και αγκινάρες.
Ο γιός με τον πατέρα καθάριζαν τον δρόμο, μάζευαν πρώτα τα καφάσια να μην γίνει κανένα ατύχημα και παραμέριζαν με το πόδι τα ζαρζαβατικά κάτω απο τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Ο Γιάννος έπεσε επάνω σε μία ντομάτα, γλύστρησε, έσπασε το φαναράκι και βγήκε και ο δυναμός.
Ο μανάβης κύτταξε τον Γιάννο: «Στραβομάρα έχεις, δε βλέπεις το ατύχημα;»
Ο Γιάννος δίχως δεύτερη λέξη πήγε κοντά και του άστραψε ένα φούσκο όλο δικό του. Ο γιός έμεινε κάγκελο, ήταν εξάλλου σκέτος τσίρος, τί νάκανε, τί χέρι να σήκωνε επάνω στο θηρίο τον Γιάννο. Ο γέρος αγριοκύτταξε τον γιό του σα να του μίλαγε με μια μυστική γλώσσα.
Ο Γιάννος στράφηκε στον γιό: «Ήταν πάντα τόσος μαλάκας;» ρώτησε σα να τον ήξερε χρόνια.

Η ΓΝΩΡΙΜΗ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ

Τρεις μέρες, που να πάρει ο διάολος τρεις μέρες πήρε, τρεις μερες πίσω τον πήγε, αλλά τελικά την πήρε την κωλοδουλειά και γαμώ τον Παπαλαζάρου και τα ψίχουλα που θάβγαζε από την ασφαλτόστρωση, αλλά ο καριόλης δεν θα την έπαιρνε αυτήν την δουλειά! Να πάει να γαμηθει, καμμία δουλειά,κι ας ψοφήσουν και τα παιδιά του και τα σκυλιά του και η ψαροκασέλα η γυναίκα του!
Ο καριόλης, τέσσερεις διαδοχικές αντιπροσφορές για μια δουλειά της συμφοράς...

Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΛΟΥΚΙΤΣΑ ΜΑΣ

Το ωρολόγιον έδειχνε οκτώ παρά τέτραδο επί μονίμου βάσεως. Ήχος ουδείς και ποσώς ακούγετο εξ αυτού. Δεν εκορδίζετο, δίκην αποτίσεως τιμής εις έρωταν μεγάλον πλην όμως ατυχήν, μετά του οποίου την επάτησεν ως κατσαρίδα επί του πατώματος της κουζίνης συνθλιβείσα υπό χειροκινήτου πασουμίου. Έρως όστις οδήγησεν την πάλαι ποτέ κόρην εις την αιωνίαν παρθενίαν, τον δε αγορίσκον εις τας χείρας καλοβαλμένης, τόσον λεφτικώς όσο και εμφανισιακώς, επαναπατρισθείσας χήρας εκ της αλλοδαπής.

Ήτο η ώρα καθ’ ην ο Ζαχαρίας, ο αγορίσκος ούτως ειπείν, είχεν επιβιβασθεί επί του Αθηναι-Λιανοκλάδι-Ορεστειάδα προ είκοσι και πλέον ετών. Έκτοτε η Λουκίτσα είχεν απομείνει μόνη ως κληματαριά κρεμαμένη επί κρεββατίνας εγκαταλελλειμένης οικίας, ήγουν, αφρόντιστη, απότιστη, ακλάδευτη και ακορφολόγητη.

Σα ζεστό ψωμί...

Είχε σκουριάσει το ελλενίτ που σκέπαζε την κουζίνα. Έβλεπε η κουζίνα στην πίσω αυλή. Ο Θεός να την κάνει αυλή, μιά σούδα ήταν, περιτριγυρισμένη από λαμαρίνες σαν κι αυτήν που σκέπαζε το κουζινάκι. Είχε σκουριάσει και η τζαμόπορτα της εξόδου. Της εξόδου έλεγε ο Γρηγόρης. Γιατί δεν έμπαινε ποτέ κανενας, μόνον έβγαινε. Ο Γρηγόρης δηλαδή. Είχε σκουριάσει η πόρτα στα γωνιάσματα. 'Κει πέρα πού 'μενε το νερό κι' έπιανε σκουριά κι' έτρεχε μετά η σκουριά, σα σιδερένια δάκρυα, σαν εκείνα που βλέπεις στα καράβια και στις παληόβαρκες.

contact