ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
Υποβλήθηκε από ofios στις Σάβ, 08/06/2013 - 15:46.Είχε γεμίσει ο τόπος ντομάτες αγγούρια, μαϊντανοσέλινα και αγκινάρες.
Ο γιός με τον πατέρα καθάριζαν τον δρόμο, μάζευαν πρώτα τα καφάσια να μην γίνει κανένα ατύχημα και παραμέριζαν με το πόδι τα ζαρζαβατικά κάτω απο τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Ο Γιάννος έπεσε επάνω σε μία ντομάτα, γλύστρησε, έσπασε το φαναράκι και βγήκε και ο δυναμός.
Ο μανάβης κύτταξε τον Γιάννο: «Στραβομάρα έχεις, δε βλέπεις το ατύχημα;»
Ο Γιάννος δίχως δεύτερη λέξη πήγε κοντά και του άστραψε ένα φούσκο όλο δικό του. Ο γιός έμεινε κάγκελο, ήταν εξάλλου σκέτος τσίρος, τί νάκανε, τί χέρι να σήκωνε επάνω στο θηρίο τον Γιάννο. Ο γέρος αγριοκύτταξε τον γιό του σα να του μίλαγε με μια μυστική γλώσσα.
Ο Γιάννος στράφηκε στον γιό: «Ήταν πάντα τόσος μαλάκας;» ρώτησε σα να τον ήξερε χρόνια.