Το ιστολόγιο του/της ofios

Στο παγκάκι

Οι δύο μπέμπες στο απέναντι μπαλκόνι κυττάνε τα παιδιά που παίζουν, καμμιά δεκαπενταριά πιτσιρίκια που τρέχουν ασταμάτητα, κυνηγιούνται και γελάνε πάνω-κάτω στον πεζόδρομο.

Ο πεζόδρομος της Γιωργάκη Ολυμπίου στο Κουκάκι.

Τα δέντρα του φτάνουν μέχρι και τους ψηλότερους ορόφους, ανοίγεις τη ματιά σου και για λίγο ξεγελιέσαι πως είσαι στην πλατεία κάποιου χωριού μακρυά απ΄την Αθήνα. Η γεύση του τσιμέντου δεν σβήνει, μόνον μαλακώνει για λίγο.

Τί θέλει ο άνθρωπος... Χώρο να μπορεί να κινείται, να ζει, να ελευθερώνεται για λίγο από τα δεσμά του κοινόχρηστου θηρίου, να αγγίζει από μακρυά μιάν αίσθηση που η πόλη έχει πνίξει στα στενά της πεζοδρόμια.

Ο Σαραντάκος τ' αδέσποτο...

Αφήγηση Φραγκίσκου Αρμάου, καλοκαίρι 2012.

«Λοιπόν πότε ακριβώς λές εσύ πως μεσημεριάζει; Υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που να μπορείς να πεις με σιγουριά πως μεσημέριασε; Να πεις, να τώρα, πήρε και μεσημεριάζει, ας πούμε και μπορούμε να πιούμε εκείνο το ρακάκι που λέμε μεσημεριανό με το μεζεδάκι του και να μην έχουμε τύψεις πως θα μας πουν μπεκρήδες. Είναι λίγο περίεργη αυτή η ώρα.

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΑΠ' ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ

Σήκωσε το χέρι του να φυλάξει το πρόσωπό του.
Η καρδιά του χτύπαγε γρήγορα, ο ιδρώτας πάγωσε στο μέτωπό του, τα μάτια του διάπλατα προσπαθούσαν να προλάβουν το χτύπημα.

Ο άλλος ανάσαινε βαρειά με διεσταλμένα ρουθούνια, τα δάχτυλα στα απλωμένα χέρια ανοιχτά σα νύχια αρπακτικού, το στήθος προτεταμένο, γεμάτο οργή, έβραζε. Είχε πλακώσει με τον ίσκιο του τον γονατισμένο στο χωμάτινο πάτωμα άντρα.

Δυό στιγμές ο χρόνος έπηξε αναμεσά τους, τίποτα δεν κινιόταν, το δωμάτιο ήταν μια σταγόνα αίμα, που σε λίγο θα χτυπήσει στο πάτωμα, οι δύο άντρες ήταν ένας Ιανός με τον φόβο στο ένα πρόσωπο και την οργή στο άλλο.

Ξεφύσηξε αργά, τραβήχτηκε πίσω χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα του. Ο άλλος δεν κατέβασε το χέρι.

ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ

«Θοδωράκη! Έλα μέσα βρε! Έλα, που να πάρει ο διάολος τα κόκκαλά τους, πατήσαν τα βρωμοπόδαρά τους στα χώματά μας τα σκυλιά!».
Αυτή η φωνή ακούστηκε ένα πρωινό του Απριλίου του ’41 να αντηχεί στην οδό Στεφανοπούλου 14 στον Πύργο της Ηλείας, όπου βρισκόταν το μπακάλικο της οικογένειας Μπαρκαλέτου εδώ και 50 χρόνια.

Ο πατέρας παρακολούθησε με τα κουκουλωτά του μάτια τον μικρό Θοδωράκη, μέσα στα κοντά του παντελόνια και τα φαρδειά του παπούτσια που είχε κληρονομήσει από τον μεγαλύτερο αδελφό, τον Χρήστο, να τρέχει να ακολουθήσει την προσταγή του, λίγο τρεμάμενος και λίγο αστειευάμενος, αφού ήξερε πως ο πατέρας ήταν μόνο φωνή και καθόλου χέρι και παράτα τους να λένε πως απ΄τ’ αυλάκι και κάτω είναι όλοι άγριοι...

contact