ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

Είχε γεμίσει ο τόπος ντομάτες αγγούρια, μαϊντανοσέλινα και αγκινάρες.
Ο γιός με τον πατέρα καθάριζαν τον δρόμο, μάζευαν πρώτα τα καφάσια να μην γίνει κανένα ατύχημα και παραμέριζαν με το πόδι τα ζαρζαβατικά κάτω απο τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Ο Γιάννος έπεσε επάνω σε μία ντομάτα, γλύστρησε, έσπασε το φαναράκι και βγήκε και ο δυναμός.
Ο μανάβης κύτταξε τον Γιάννο: «Στραβομάρα έχεις, δε βλέπεις το ατύχημα;»
Ο Γιάννος δίχως δεύτερη λέξη πήγε κοντά και του άστραψε ένα φούσκο όλο δικό του. Ο γιός έμεινε κάγκελο, ήταν εξάλλου σκέτος τσίρος, τί νάκανε, τί χέρι να σήκωνε επάνω στο θηρίο τον Γιάννο. Ο γέρος αγριοκύτταξε τον γιό του σα να του μίλαγε με μια μυστική γλώσσα.
Ο Γιάννος στράφηκε στον γιό: «Ήταν πάντα τόσος μαλάκας;» ρώτησε σα να τον ήξερε χρόνια.

Ο μικρός σαστισμένος έκανε να πει
«Λίγα λόγια για τον πατέρα μου» μα δεν τόπε δυνατά και ακούστηκε σαν «Μακαρόνια για τον πατέρα μου».
«Πεινάτε ρε;» ρώτησε ο Γιάννος.
Οι δύο κυττάχτηκαν σαν εντελώς χαζοί: «Πεινάς εσυ;» ρώτησε ο γιός τον πατέρα. «‘Οχι» είπε εκείνος, «γιατί να πεινάω, έφαγα το πρωί τον τραχανά που έμεινε από χτες. Πεινάς εσύ;»
«Όχι πολύ, μα μια μακαρονάδα την έτρωγα», είπε ο μικρός.
Ο Γιάννος κύττταγε μια τον ένα και μια τον άλλον χωρίς να καταλαβαίνει.
«Τί λέτε ρε;» απόρησε.
Στο μεταξύ το 040 που ήθελε να περάσει δεν χωραγε και είχε πλακωθεί στις κόρνες. Ο Γιάννος έκανε την χειρονομία με τον αντίχειρα να τρίβει τον δείκτη που στη νοηματική παναπεί, μισό λεφτάκι. Κι΄αρχίνισε να τους βοηθάει να παραμερίσουν τα καφάσια.

Το 040 συνέχισε να κορνάρει για να μαζώξουν από χάμου και το ποδήλατο. Το μάζεψε ο γέρος και τόστησε όρθιο.
«Kalkhoff», διάβασε.
«Ξέρεις γερμανικά», ρώτησε ο Γιάννος, «για είχες ποδήλατο τέτοιο;» ρώτησε. «Έκαμα χρόνους είκοσι στας γερμανίας» απάντησε ο γέρος με καμάρι.
«Καζάντησες τίποτις;» ρώτησε ο Γιάννος.
«Το παλλικάρι μου», είπε ο γέρος κι΄έδειξε τον γιό του, που ξέσουρνε τα πόδια του στον άσφαλτο προσπαθώντας να καθαρίσει όσο γινόταν τη σαματούρα. «Φραγκάκια όχι πολλά, μα δε πειράζει, η κυρά δεν γύρισε ποτές, την έφαγε η φάμπρικα, μα μούφκιασε το παλικάρι μου και τον έχω στηριγμα και καμάρι μου». Ο Γιάννος τσάκισε. «Να με συμπαθάς», μάσησε με σκυφτό το κεφάλι.
«Σε συμπαθάω και χωρίς να μου το πεις», είπε ο γέρος.

Στο μεταξύ ο γιός είχε κάμει ό,τι γινόταν και είχε πλησιάσει:
«Θα πάμε να τσιμπήσουμε κάτι», ρώτησε, «μ’ έπιασε λιγούρα απ την ώρα που τόπες», είπε του Γιάννου.
«Τί είπα;» απόμεινε με το στόμα ανοικτό ο Γιάννος.
«Είπες αν πεινάμε και εμείς είπαμε όχι, μα τώρα πεινασα».
«Είπα εγώ αν πεινάτε; Εσύ είπες κάτι για μια μακαρονάδα...»
Ο γιός δεν καταλάβαινε. Έξυσε την κεφαλή του σαν τον Λιγνό και κατέληξε: «Τέλος πάντων έχει ένα κεμπαπτζίδικο εδώ κοντά, πάμε για μια γιογουρτλού;»
Ο Γιάννος σκέφτηκε για λίγο: «μου φέρνει καούρες η σάλτσα,» είπε. «Μα μπορώ να παραγγείλω αυγά με σουτζούκι».
«Το ξέρεις το μαγαζί;» ρώτησε ο γέρος;
«Τόχω δει μια δυό φορές μα δεν έχω κάτσει. Πρωτα γιατί δεν είχα παρέα και τώρα γιατί δεν έχω λεφτά είμαι άνεργος, πουλάω κουλούρια κάτω απ΄την Ακρόπολη με το ποδήλατο».
«Μπύρα πίνεις;» ρώτησε ο γέρος.
«Άμα βρίσκω πίνω γιατί για να αγοράσω δεν μου περρισάνε».

Βάλανε το ποδήλατο στο βανάκι πίσω, μετά είχε πάρει μυρωδιά απ΄τα κρεμμύδια, μα δε πείραζε.
Θυμήθηκε ένανε που τους έφερνε μπαχαρικά στο ξενοδοχείο και άμα ανέβαινε στ αγραφεία γι ανα πληρωθεί μύριζε ο διάδρομος κανελλογαρύφαλλο για τρία τέταρτα τουλάχιστο. Είπανε να ξαναβρίσκονται να λένε καμμιά παρόλα. Δουλειά δεν είχε ο γέρος να δωκει στον Γιάννο και ο γιός ήτανε λιγομίλητος από τη φτιάξη του, μα καλό παιδί, αγαθό κι’ αγάπαγε τον πατέρα του μπέσα για μπέσα.

Κάθε Παρασκευή βράδυ λοιπόν ευρισκόντουσαν στο παραδοσιακό κεμπαπτζίδικο και πίνανε όχι πολλές, δύο μπυρίτσες μοναχά και τσιμπολογούσανε ελαφρώς.
Τους βρήκα ένα τέτοιο βράδυ κι΄έκατσα αναγκαστικώς και από την φιλοτιμία τους στο τραπέζι τους γιατί το κατάστημα ήταν όλο γεμάτο και δεν ειχα που να σταθώ να βάλω μια μπουκιά στο στόμα μου μετά από δέκα ώρες δουλειά στην ασφαλιστική.
Τί σχέση είχα με τις ιστορίες τους εγώ, ο απατεώνας που έπαιζα με τον φόβο των ανθρώπων για να πουλάω ασφάλειες; Τούτοι εδώ ήσαντε τόσο άμεσοι που με τρομάζανε. Τα λέγαν όλα τόσο καθαρά, που για πρώτη βραδυά με τρόμαξε ο θάνατος μα και η ζωή τόσο πολύ. Η φτώχεια και οι κακουχίες τους με ταράξανε και σκέφτηκα πόσα κιλά τύχης είχα στις πλάτες μου και δε τόξερα.

Ο γέρος μετά από καιρό δεν έβγαινε πιά στην πούληση, δεν άντεχε. Ο γιός τάδινε όλα για νάχει ο γέρος τα φάρμακά του. Ο Γιάννος δεν είχε βρει δουλειά και είχε μαραζώσει, τέτοιο θεριό να μην έχει κάτι ν’ απασχολήσει τα χέρια του, χέρια γερά κι΄άξια, μαθημένα απ΄την πέτρα στο χωριό, απ΄το δάσος και το ποτάμι. Τόση γνώση σε δυό χέρια και να μένουν άπρακτα. Κριμα κι΄άδικο.
Νάχω εγώ δουλειά «ο βάζων φόβους» και ‘κείνος να ψωμολυσσάει και να την βγάνει με όσα τον φίλευε η θειά του η Παρασκευή απ΄όσα περσεύανε απ΄την καλαθούνα που της έστελνε τ’ αδέρφι της απ΄το χωριό.

Τη μερα πού χε πέσει ο Γιάννος πάνω σην ντομάτα είχα βγάλει το κινητό για να τραβήξω μια φωτογραφία να την ανεβάσω στο facebook να γελάσουμε με τους συναδέλφους.
Σήμερα εκείνη η φωτογραφία μου ψιθυράει τέσσερεις ζωές κι’ εγώ ντρέπομαι που μπορώ να κουμαντάρω μετά βίας την δικιά μου και δεν μπορώ να κάμω τίποτα για τις ζωές των άλλων...

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, συγκινηνιέμαι ακόμη. Εξαιρετικό κείμενο.

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

....είναι όλο το διήγημα,
καθαρή επίσκεψη της Μούσας
στον αγαπητό Όφιο.

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact