Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Το ποδηλατάκι μου

Μου το έλεγαν και δεν το πίστευα. Δεν τους άκουγα, δεν με ένοιαζε πως να το πω. Μου το έλεγαν και αδιαφορούσα. Δεν θα τύχει σε μένα, αποκλείεται. Αφού έχει τόσα ποδήλατα τριγύρω. Εγώ το κλειδώνω κάτω στο στενάκι. Ποιος να έρθει στο στενάκι. Σιγά μην έρθει κάποιος εκεί να το κλέψει με τόσο κόσμο που μένει τριγύρω. Αλλά και να έρθει έχει και άλλα ποδήλατα βέβαια, οπότε ας κλέψει εκείνα. Ας πάρει εκείνα. Γιατί να πάρει το δικό μου; Δεν έχει λόγο. Μετά κοιμόμουνα ήσυχος και έπειτα από δύο χρόνια δεν με ένοιαζε και ήχος να ακουστεί. Δεν με ένοιαζε να ακουστεί κάτι μεταλλικό, κάτι παράξενο, κάτι ασυνήθιστο. Μετά από δύο χρόνια χαλάρωσα. Σταμάτησα να πετάγομαι στο παράθυρο να δω αν είναι κανείς και το θέλει το δικό μου το ποδήλατο για εκείνον και θέλει να το πάρει με την βία. Σταμάτησα, το άφησα - βέβαια είμαι και λίγο υπερβολικός. Άλλωστε κλέβουν μόνο των άλλων τα ποδήλατα.

'συχία να μην έχει αυτό το κορίτσι...

΄συχία να μην έχει αυτό το κορίτσι!

Της έλεγες κάτσε κάτω κοριτσάκι μου, Ταν! Πεταγόταν πάνω σαν ελατήριο.
Της έλεγες μην πιάνεις κούκλα μου το φαγητό με τα χέρια, βούταγε και τους αγκώνες στο πιάτο, έφταναν οι σάλτσες μέχρι τ΄αυτιά.
Της έλεγες μην πατάς, ζωή μου, μεσ΄ τις λάσπες, πήγαινε και γινόταν σαν τον κουβά της αφισσοκόλησης...

Τάβαζες σ΄ένα δωμάτιο, από μικρά που ήτανε, τους έβαζες και δυό κούκλες, δυό παιχνιδάκια, δυό κουζινικά κι΄έλεγες τώρα θα παίξουν, θα ΄συχάσουν.
Έμπαινες μετά από δύο λεπτα στο δωμάτιο, όλα ήταν καθισμένα και χτενίζανε τις κούκλες και σερβίρανε δήθεν τη σούπα, η Αθηνούλα θάχε ανοίξει τα συρτάρια και θα σκαρφάλωνε ν΄ ανέβει στην ντουλάπα!
Τάπαιρνε ο θείος Λευτέρης να τα πάει στη θάλασσα, τούβγαζε την ψυχή.... Τώρα πέταγε το βρακί του να μείνει γυμνό, τώρα έκανε βουτιές χωρίς να ξέρει μπάνιο, τώρα την έχανες κι΄είχε πάει στα βράχια και σκαρφάλωνε, σου λέω, το τέρας του βουνού, ο λήσταρχος Γιαγκούλας σε μωρό !

Μετά πήγε σχολείο.
Λέμε, τώρα ο θεός να βάλει το χέρι του, θα δεις, πιό πολλές μέρες θάναι σπιτι με αποβολή, παρά στο σχολείο. Αυτή πάλι ήρθε και ηρέμησε. Άκουγε σχολείο και τρελλαινότανε. Μην αργήσει, μην λείψει, μην αρρωστήσει, μην και ξεχάσει κάποια άσκηση. Μα μόλις τελείωνε τα γραφτά, νάσου τη στην αλάνα για μπάλα με τα αγόρια, ή στην κατηφόρα με τα καφάσια που τα κάνανε πατίνια, ή στο λοφάκι να τσουλάνε λάστιχα στον γκρεμό! Γεμάτα γρατζουνιές τα πόδια της, ΄κείνα τα χέρια της μές΄τη λίγδα πάντα, μέτωπα-μάγουλα σα λιμενεργάτης.
Της έλεγε η μάνα της, βρε Αθηνά μου, κοριτσακι εσύ να γιομίζεσαι λάσπες και βρωμιές, κύτταγε πέρα εκέινη, γύρναγε και το χέρι απ΄τη ανάποδη και σκούπιζε τη μύτη έκλεινε τα μάτια να μην μπαίνει η σαπουνάδα και την καίει και μόλις την έντυνες σε δέκα λεπτά ήταν πάλι σα σκουπιδιάρης...

Νάσουνα από μια μεριά νάβλεπες τί έγινε όταν τής έφεραν το πρώτο της ποδήλατο, ο θείος της ο Βασίλης δηλαδή που πήγε και τής επήρε ένα γιατί εμείς δεν είχαμε ούτε για τσίσα μας...

Ποδηλατικές Αναμνήσεις

Όταν ήμουν παιδί, -όπως και όλα τα παιδιά-, μου άρεσε να πηγαίνω βόλτες με το ποδήλατο μου. Μαζευόμασταν 4-5 άτομα συνήθως, και γυρνάγαμε με τις ώρες ώσπου να μην αντέχαμε άλλο. Η άνοιξη και το καλοκαίρι ήταν για εμάς οι καλύτερες εποχές, αλλά το καλοκαίρι με διαφορά η πιο αγαπημένη εποχή, επειδή τελείωνε το σχολείο. Ώρες ολόκληρες εξερευνούσαμε την περιοχή μας, τίποτα δεν μας σταματούσε, ούτε το λιοπύρι! Το παγούρι πάντοτε γεμάτο, η διάθεση η καλύτερη δυνατή, και τα δυνατά μας πόδια σε θέση μάχης! Σπάνια θυμάμαι πως έκανα βόλτες μόνος μου, και αυτές κοντά στο σπίτι. Όταν συναντιόμασταν όλη η παρέα, κάναμε ακόμη και εκδρομές, εκεί που κάποτε υπήρχε δάσος. Πόσο μου έχει λείψει το δάσος! Ανεβαίναμε τις μεγάλες ανηφόρες, ανάμεσα στα πεύκα, σε στενούς χωματόδρομους γεμάτους πέτρες, ιδρωμένοι και κουρασμένοι, μόνο και μόνο για να δούμε το τι υπάρχει ψηλά στο βουνό, ή πίσω από αυτό, και το πώς φαίνεται η περιοχή μας από ψηλά. Κατεβαίναμε τα χωμάτινα βραχώδες δρομάκια των λόφων, για να ανακαλύψουμε τι υπάρχει εκεί που δεν μπορεί να πάει αυτοκίνητο ή μοτοσυκλέτα, και ύστερα καθώς επιστρέφαμε, κατεβαίναμε με μεγάλη ταχύτητα τους ασφαλτωμένους δρόμους, απολαμβάνοντας έτσι τους κόπους μας. Θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ήρωες! Οι πληγές και τα γδαρσίματα στα γόνατα στους αγκώνες ακόμα και στις παλάμες, ήταν σημάδια των περιπετειών μας! Επίσης βγάζαμε φωτογραφίες από τις ανακαλύψεις μας, και ύστερα περήφανοι διηγούμασταν στους συγγενείς μας, ενθουσιασμένοι, για την κάθε μας ανακάλυψη. Με ποδήλατο πηγαίναμε και εξερευνούσαμε τα παλιά εγκαταλειμμένα σπίτια. Διασχίζαμε τα δρομάκια των εγκαταλειμμένων οικοπέδων, άφοβα ανάμεσα στα αγκάθια. Σε μια μικρή σπηλιά που βρίσκεται παραθαλάσσια, προσπαθούσαμε να κατεβούμε και να μπούμε μέσα. Αλλά ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνα και εγκαταλείψαμε το σχέδιο μας. Τουλάχιστον την είχαμε ανακαλύψει! Όταν κάναμε μπάνιο, κάποιοι πιο τολμηροί έκαναν βουτιές από τον μόλο στη θάλασσα, καβάλα στο ποδήλατο τους!

Το ποδηλατάκι του παππού

Ο παππούς ήταν πάντα μεγάλος, δεν τον θυμάμαι ποτέ σαν τον πατέρα του πατέρα μου, μού ΄μοιαζε μάλλον σαν παππούς όλων μας.
Ήταν αυτό που λέμε, καλός παππούς, με τα άσπρα του μαλλιά, το μουστάκι του που μας γαργάλαγε όταν μας φίλαγε, τα μεγάλα χέρια και τα κρεμαστά αυτιά που έχουν πολλές φορές οι ηλικιωμένοι, με το ελαφρύ, σκυφτό περπάτημα πούχουν αυτοί που δουλεύαν μια ζωή στα χωράφια και τους φαίνεται ανάλαφρος ο δρόμος.

Μας χαιρόταν όταν μας έβλεπε, άνοιγε η καρδιά του, δεν μας έλεγε ποτέ καλώς τα παιδιά μου ή καλώς τα εγγόνια μου, έλεγε καλώς τα καμάρια μου. Και όταν μας αγκάλιαζε μύριζε σαν παππούς, με τα πολυφορεμένα ρούχα τα πλυμένα με πράσινο σαπούνι, με τις φανέλες που οι μασχάλες τού΄χαν κατέβει ως τη μέση, με τα παντελόνια τα φαρδειά και τα χέρια που πάντα κάτι κράταγε, μα ένα κλαδευτήρι, μα ένα σφυράκι, μα ένα ποτιστήρι.

Είχε μες τη ματιά του, τόβλεπες, φαινότανε, είχε ΄κείνον τον φόβο, που νομίζω πως τον είχε εκείνη η γενιά που περασε δυό πολέμους, όχι μόνον τον δεύτερο , αλλά που ΄χε περάσει και σαν παιδί τον πρώτο πόλεμο κι΄είχε χάσει πολύ γρήγορα το χαμόγελο, ξέρεις εκείνο το παιδικό της ξενοιασιάς, που νομίζεις πως όλος ο κόσμος γυρνάει τριγύρω σου, που νομίζεις πως είσαι το κέντρο του κόσμου όλου και λες μπαμπά και μαμά κάθε δυό λεπτά, όλο κάτι να δείξεις, όλο κάτι να πεις, να ζητήσεις, να ρωτήσεις.

Και ξέρεις, έχω στο μυαλό μου πως ειδικά οι νησιώτες που τους έχουν κουβαλήσει στην πόλη με το ζόρι, θες οι αρρώστειες, θες η ανάγκη, θες η ερημιά του τόπου, έχουν πάνω τους ένα βάρος μεγαλύτερο απ΄τους στεριανούς. Αναστενάζουν αλλιώς, τους πιάνει η νοσταλγία, έχουν νταλκά, νιώθουν να πνίγονται.
Είναι η θάλασσα, η θάλασσα στο κάνει αυτό.