΄συχία να μην έχει αυτό το κορίτσι!
Της έλεγες κάτσε κάτω κοριτσάκι μου, Ταν! Πεταγόταν πάνω σαν ελατήριο.
Της έλεγες μην πιάνεις κούκλα μου το φαγητό με τα χέρια, βούταγε και τους αγκώνες στο πιάτο, έφταναν οι σάλτσες μέχρι τ΄αυτιά.
Της έλεγες μην πατάς, ζωή μου, μεσ΄ τις λάσπες, πήγαινε και γινόταν σαν τον κουβά της αφισσοκόλησης...
Τάβαζες σ΄ένα δωμάτιο, από μικρά που ήτανε, τους έβαζες και δυό κούκλες, δυό παιχνιδάκια, δυό κουζινικά κι΄έλεγες τώρα θα παίξουν, θα ΄συχάσουν.
Έμπαινες μετά από δύο λεπτα στο δωμάτιο, όλα ήταν καθισμένα και χτενίζανε τις κούκλες και σερβίρανε δήθεν τη σούπα, η Αθηνούλα θάχε ανοίξει τα συρτάρια και θα σκαρφάλωνε ν΄ ανέβει στην ντουλάπα!
Τάπαιρνε ο θείος Λευτέρης να τα πάει στη θάλασσα, τούβγαζε την ψυχή.... Τώρα πέταγε το βρακί του να μείνει γυμνό, τώρα έκανε βουτιές χωρίς να ξέρει μπάνιο, τώρα την έχανες κι΄είχε πάει στα βράχια και σκαρφάλωνε, σου λέω, το τέρας του βουνού, ο λήσταρχος Γιαγκούλας σε μωρό !
Μετά πήγε σχολείο.
Λέμε, τώρα ο θεός να βάλει το χέρι του, θα δεις, πιό πολλές μέρες θάναι σπιτι με αποβολή, παρά στο σχολείο. Αυτή πάλι ήρθε και ηρέμησε. Άκουγε σχολείο και τρελλαινότανε. Μην αργήσει, μην λείψει, μην αρρωστήσει, μην και ξεχάσει κάποια άσκηση. Μα μόλις τελείωνε τα γραφτά, νάσου τη στην αλάνα για μπάλα με τα αγόρια, ή στην κατηφόρα με τα καφάσια που τα κάνανε πατίνια, ή στο λοφάκι να τσουλάνε λάστιχα στον γκρεμό! Γεμάτα γρατζουνιές τα πόδια της, ΄κείνα τα χέρια της μές΄τη λίγδα πάντα, μέτωπα-μάγουλα σα λιμενεργάτης.
Της έλεγε η μάνα της, βρε Αθηνά μου, κοριτσακι εσύ να γιομίζεσαι λάσπες και βρωμιές, κύτταγε πέρα εκέινη, γύρναγε και το χέρι απ΄τη ανάποδη και σκούπιζε τη μύτη έκλεινε τα μάτια να μην μπαίνει η σαπουνάδα και την καίει και μόλις την έντυνες σε δέκα λεπτά ήταν πάλι σα σκουπιδιάρης...
Νάσουνα από μια μεριά νάβλεπες τί έγινε όταν τής έφεραν το πρώτο της ποδήλατο, ο θείος της ο Βασίλης δηλαδή που πήγε και τής επήρε ένα γιατί εμείς δεν είχαμε ούτε για τσίσα μας...
Νάβλεπες που λες την Αθηνά ! Είχε μείνει άγαλμα! Άνοιξε τα χέρια στο πλάι σαν τον Μπάτμαν, γούρλωσε τα μάτια κι΄άρχισε να τρέμει!
Μετά την καλοπιάσαμε , έλα Αθηνούλα μου έλα καλή μου, έλα κοντά μη το φοβάσαι, ποδήλατο είναι! Μα αυτή δεν τάχε με το ποδήλατο, τάχε με το ότι ήτανε δικό της, πού να το καταλάβουμε μεις! Το πλησίασε σαν το γατί που σιμώνει το πουλί, σιγά-σιγά να μη το τρομάξει και τού φύγει.
Τί΄ναι κούκλα μου της λέγαμε, τι βλέπεις, τι θες. Τίποτα εκείνη. Πάει, το πιάνει απ΄τη σέλα κι αρχίζει να το κουνάει πέρα δώθε. Γυάλιζε τα μάτια της και όλο το κούναγε και πιό δυνατά. Μετά του δίνει μια και το σωριάζει κάτω.
Λέω τότε, ασ΄το ποδήλατο, πάρ΄το από δω, θα μου τρελλαθεί το παιδί, αστο και πάγαινε παίξε με τα καφασάκια με τα ρουλεμάν. Τί στο διάολο επέμενε κείνος ο θειός σου να στο πάρει, που να τονε πάρει ο οξαποδώς τέτοιος που είναι, σε μπελά μας έβαλε, θα χάσει το παιδί τα λογικά του, είναι που είναι δηλαδή, θα απογίνει. Το παίρνω το ποδήλατο που λες και το κρύβω.
Η μικρή δεν είπε τίποτε, μόνο στα σιωπηλά χωρίς να δείχνει τίποτε έψαχνε το ποδήλατο γύρω γύρω, πάνω-κάτω και όταν δεν το βρήκε πιά και το πήρε απόφαση πως της το πήρανε, αρχίνισε να μην κοιμάται, μόνο καθόταν στα πόδια του κρεββατιού και κύτταγε με παράπονο την πόρτα.
Με πιάνει ο Βασίλης και μου λέει άστο το παιδί να παίξει με το ποδήλατο, μη το ζορίζεις, θέλει μα φοβάται, είναι άμαθο νάχει δικά του πράγματα, άστο να το καταλάβει. Και πούσαι μου λέει , μην την φοβάσαι, δεν θα μου μοιάσει, δεν είναι σαν κι΄εμένα, ατίθαση είναι, την τρελλαίνει η ζωή η ίδια, δε χορταίνει! Λέω μέσα μου, άκου τον από ζωή κάτι ξέρει αυτός παραπάνω...
Και να σ΄έχω να δεις από μια μεριά την Αθηνά πάνω στη σέλλα και κείνα τα ποδαράκια της τσαφα-τσούφα, τσάφα-τσούφα να ανεβοκατεβαίνουν σα το σφυρί του μαραγκού! Όσες ώρες νάχει η μέρα η Αθηνά να κάνει την πλατεία γύρω-γύρω.
Βρίζανε στην αρχή τα γκαρσόνια, μετά την συνηθίσανε, την κάνανε χάζι, “πούσαι μωρή ζουζούνα” της φωνάζανε, τάχα πως κάνανε να τηνε πιάσουν και δώσ΄ του εκείνη να τρέχει πιό πολύ.
Χάναμε την Αθηνά; Ξέραμε, στην πλατεία θάναι να τρέχει εκείνη εμπρός και τ΄αγοράκια από πίσω να μην μπορούν να την φτάσουν.
Και μεγαλώνει που λες η Αθηνά και δεν της κάνει πιά το ποδήλατο, από καιρό δηλαδή δεν της έκανε και βρίσκανε τα πόδια της στο τιμόνι, μα τί να κάμω που δεν είχα για ποδήλατο κι΄εκανα πως χαιρόμουνα πως μεγάλωσε και μέσα μου καιγόμουνα που το παιδί ξεβολευότανε.
Ε, με τα πολλά είδε και κείνη πως δεν μπόραγε πιά, πιάνει τη μάνα της και τής λέει να μου πει πως θέλει ποδήλατο. Της λέω ρε γυναίκα τί μου πιπιλάς τώρα, αφού το ξέρεις το χάλι μας, τι θες να κάνω. Μα κείνη κάθε μέρα εκεί, μπούρου-μπούρου-μπούρου το παιδί μαραζώνει και το παιδί είναι χλωμό και τί θα κάνουμε, πιάνω την Αθηνά μια μέρα και τηνε πάω κάτου στο νεράκι πούχουμε ΄κειό το περιβολάκι από την γιαγιά μου, ξέρεις εκείνο με το πηγάδι.
Της λέω, Αθηνά μου, εγώ ποδήλατο δεν έχω να σου πάρω. Να το περιβολάκι της γιαγιάς που έτσι κι΄αλλιώς αύριο θάναι δικό σου. Θες, καμάρι μου, να δώσουμε το περιβολάκι να πάρουμε τίποτα λεφτουδάκια να πάω να σου πάρω ποδήλατο να σου φύγει ο καημός και σένανε, να ‘συχάσει και η μάνα σου και ‘γω που σε βλέπουμε να μαραζώνεις.
Το βλέπω το παιδί να κάνει να κλάψει, μετά σφίγγεται και μου λέει, άσε βρε μπαμπά που θα δώκουμε το περιβολάκι της γιαγιάς, ας πάει για πιό μετά το ποδήλατο, άμα θάχουμε. Πόνεσε η καρδιά μου, σφίχτηκε, λέω μέσα μου, τί κάνεις ρε ηλίθιε στο παιδί, γιατί το τυρρανάς...
Και πάνω κει, νάσου και βγαίνει από την φυλακή πού’χε μπει στο μεταξύ ο Βασίλης ο θείος της... Και μιλάει με την αδερφή του και έρχεται, λοιπόν, η γυναίκα μου και μου λέει, θάρθει αύριο ο Βασίλης από ΄δω. Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα τώρα, δεν είναι κακός άνθρωπος ο Βασίλης, το λένε και στην τηλεόραση, δεν έχει πειράξει ποτέ άνθρωπο, μα δεν παύει νάναι άνθρωπος τής παρανομίας. Ε, φοβόμουνα κι΄εγώ, λέω τί παράδειγμα είναι τώρα ο Βασίλης για την κόρη μου, μα έλα μου να δεις πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα.
Η Αθηνά έλειπε στο σχολείο, ευτυχώς. Ακούω το αυτοκίνητο του Βασίλη, κοιτάω απ΄το παράθυρο, βλέπω κατεβάζει απ΄τη σχάρα ένα ποδήλατο. Ασημί, γυαλιστερό, μεγάλο, λέω τί έγινε ΄δω πέρα τωρα, θα με κάμει πέρα ο Βασίλης απ΄το παιδί μου, δεν μπορώ εγώ με τον ιδρώτα μου και μπορεί εκείνος με τα κλεμμένα..;
Και τον αφήνω τον Βασίλη και μπαίνει στο σπίτι και στήνουμε έναν καυγά, να τρέμουν τα ντουβάρια. Τί κλέφτη και λήσταρχο να τον φωνάζω, τί πρόβατο και τσιμεντοκέφαλο να με λέει εκείνος, μούρθε μιά στιγμή να του πώ έξω απ΄το σπίτι μου, μα δε θάταν δίκαιο. Άμα τον γνωρίσεις τον Βασίλη θα δεις πως δε μιλάει άσχημα, δε τα λέει λάθος, μπορεί και την στηρίζει την γνώμη του και τίς πράξεις του.
Και με τα πολλά, αφού ηρέμησα, με καθίζει κάτω και μου λέει το πώς και το γιατί του ποδήλατου, μια ιστορία, να σου σηκωθεί η τρίχα, λες πάει, αυτός δεν έχει αίμα μέσα του, μαρμελάδα έχει.
Είχα πέσει τελείως από τις φωνές. Κατά βάθος αυτό που μ’ έκανε ράκος ήταν η αγανάκτηση και το γαμώτο για τη μιζέρια μου, μιά ζωή τρεις κι΄εξήντα, μια ζωή να σκέφτεσαι τί να κόψεις για να μη φτάσει η στέρηση μέχρι το παιδί, νάρχονται γιορτές και να σκέφτεσαι τα δώρα που θα πρέπει να κάνεις, νάρχεται καλοκαίρι και να σκέφτεσαι το χαρτζηλίκι που θα θέλει, νάρχεται ο Σεπτέμβρης και να λες τί καινούργιο φροντιστήριο θα χρειαστεί πάλι φέτος, να μην έχεις μια στιγμή ήσυχη απ΄τις έννοιες.
Σκέφτηκα και λέω, δίκιο έχει ο Βασίλης, άσε το παιδί να χαρεί με όποιον τρόπο μπορείς και βάλε στο πλάι τον εγωισμό και χέστα να πάν’ στο διάολο... Μούρθε έτσι κάπως και τον έπιασα απ΄ τους ώμους και τον αγκάλιασα σαν αδερφό, μου χτύπησε κείνος την πλάτη και μου λέει «έλα ρε σαχλαμάρα, νά την δούμε και πρωταθλήτρια!»
Και σε δυό μήνες μέσα, άσε που στο μεταξύ η Αθηνά είχε πάθει ψύχωση, δεν πάταγε στη γη, δεν είχε πόδια, είχε δυό σαμπρέλλες που γυρίζανε συνέχεια, σε δύο μήνες που λες βγάζει ο Δήμος μια ανακοίνωση και λέει έτσι κι΄ έτσι, ποδηλατικός γύρος της πόλης για να γιορτάσουμε τα ενενήντα χρόνια απ΄την απελευθέρωση. Η Αθηνά τότε χάνεται εντελώς απ΄το σπίτι. Έρχεται, τρώει, κοιμάται και φεύγει, δεν την βλέπει κανείς.
Χαιρόμουνα μέσα μου, καμάρωνα όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Ξέρεις πώς είναι να βλέπεις τη ζωντάνια, τα νιάτα να μην κρατιώνται, να ξεχειλίζει η ζωή η ίδια από παντού, δεν περιγράφεται...
Και φτάνει η μέρα η περιπόθητη, έχουν μαζευτεί η σάρα και η μάρα, νομαρχιακοί σύμβουλοι, επιτροπές, παπάδες, εκπρόσωποι των κομμάτων, στρατιωτικοί, αγήματα και σε μια γωνιά νάσου και σκάει μύτη και μια ομάδα με ποδηλάτες απ΄το πουθενά...
Τσαντίστηκα, κόρωσα, μούρθε να σκάσω... Λέω, ρε κερατάδες, τί θέλετε και μαζευτήκατε, να μας κάνετε τους καμπόσους τώρα, όλο τον χρόνο δε μας ξέρετε και τώρα ήρθατε για να πάρετε τη δόξα απ΄τα επαρχιωτάκια ; Καμαρώνανε ΄κείνοι με τα χρωματιστά τα ρούχα και τα κράνη και τα γυαλιά, γελάγαν με σιγουριά ο ένας στον άλλον, κι΄απ’ την άλλη στεκόταν σοβαρή σοβαρή σε μια άκρη η Αθηνά, φόραγε και το νούμερο ένα καρφιτσωμένο στο μπλουζάκι, είχε πάει και πρώτη-πρώτη να γραφτεί, δε μίλαγε σε κανένα.
Δεν ήθελα νάμαι στη θέση της με τίποτε, έλιωνα απ΄την αγωνία, έσβηνα... Έχω πάρει και κάνω πάνω-κάτω το πεζοδρόμιο με τα χέρια στη μέση, όπου νιώθω ένα χέρι να με πιάνει απ΄τον αγκώνα και να με σταματάει, ήταν ο Βασίλης. Χαλάρωσε ρε, μου λέει, σε βλέπει το κορίτσι, μην το κάνεις... Και σκύβει στ’ αυτί μου, θα τους καθαρίσει σαν αυγά, άκου που σου λέω, αυτοί ούτε την πόλη ξέρουν ούτε και περιμένουν αντίπαλο, πόσο μάλλον κορίτσι...
Και ξεκινάνε και ‘κει που τους βλέπεις, εκεί τους χάνεις απ΄τα μάτια σου. Ούτε που πρόλαβα να δω το κορίτσι να περνάει, την έχασα. Και ‘κει σε θέλω! Νάναι ο γύρος δέκα χιλιόμετρα και να μην ξέρω τί γίνεται, πού είναι, να μην έχω κανονίσει κανέναν να είναι κάπου, να με πάρει να μου πει κάτι, να είμαι να σκάσω, να λέω να πάρω το μηχανάκι να πάω να δω και να μην ξέρω ούτε πούθε περνάνε...
Μετά πιά, σαν σε όνειρο θυμάμαι μια φωνή και να χειροκροτάνε, νάτοι έρχονται και νάτοι έρχονται και εγώ να μην έχω κουράγιο ούτε να κοιτάξω τον δρόμο. Τρώω μια σκουντιά απ΄τον Βασίλη, κόντεψε να μου βγάλει τον ώμο, δε μου μιλάει, μόνο κοιτάει τον δρόμο κι΄έχει αγριέψει το μούτρο του , μιά άγρια χαρά, σαν τον Κολοκοτρώνη πού ‘βλεπε τον Δράμαλη να πέφτει στην παγίδα.
Η Αθηνά, η Αθηνά του Μίχαλου είναι πρώτη, ακούω μια γυναίκα να φωνάζει, λέω μην κλάψεις Μιχάλη, μη κλάψεις και βλέπω ένα θηρίο σκυφτό πάνω στο τιμόνι, να μη ξεχωρίζεις ούτε μάτια ούτε πρόσωπο ούτε σώμα, να έρχεται βολίδα στο τέρμα κι΄από πίσω την ομάδα να σκίζεται κανονικά και να λυσσάνε μπας και προλάβουν.
Ποιός είδε μετά την Αθηνά, την είχανε σηκώσει στα χέρια και δεν την κατεβάζανε με τίποτα, πήγαν και οι ποδηλάτες απ΄την ομάδα κοντά, την συγχαρήκανε, της σφίγγανε τα χέρια, ένας της χάρισε ένα κράνος, άλλος τα γάντια του, άλλος έβγαλε το μπλουζάκι του και της τόδωσε, τί να σου λέω... Κάνω δεξιά, κάνω αριστερά να βρω τον Βασίλη, πουθενά Βασίλης... Είχε φύγει, δεν ήθελε να πάρει μερίδιο απ΄τη δόξα, ένας κύριος μέχρι το τέλος, μόνο που εγώ άργησα να το καταλάβω πως κύριος μπορεί να είσαι και κλέφτης, ακόμα και ληστής, με τον τρόπο σου, με τις ιδέες σου και με το να ξέρεις ποιός είσαι και πού θες να πας.
Πριν πάμε σπίτι είχαν φτάσει εκεί μια αρμαθιά άνθρωποι. Ο ένας ήταν από μια εταιρεία πούφτιαχνε ποδήλατα, άλλοι τρεις από ποδηλατικά σωματεία, ένας από ΄κείνα τα αναψυκτικά για αθλητές, ούτε που θυμάμαι, γινότανε χαμός, να χαιρετάνε, να δίνουν κάρτες, τηλέφωνα, ένα χάος...
Ευτυχώς, ο Βασίλης είχε προνοήσει και γι΄αυτό! Πότε είχε προλάβει και είχε στείλει δικηγόρο παρακαλώ, κι΄αυτός από δικηγόρους, ε, την είχε την εμπειρία και από τις καλές. Μπαίνει στη μέση αυτός και τα βάζει σε σειρά, νάναι καλά το παλλικάρι και μέσα σ’ ένα μήνα η Αθηνά είναι σε ομάδα και τρέχει με προπονητή και τα τοιαύτα. Απ΄τα Τάρταρα στον Όλυμπο σ΄ ένα τσαφ μέσα!
Τώρα, τί μου λές εσύ να πω στην δημοσιογράφο που θάρθει αύριο να της πω για την κόρη μου και πώς έφτασε να πάρει το βαλκανικό και το πανευρωπαϊκό, λέγονται αυτά τα πράγματα, δεν λέγονται, δε νιώθουν οι δημοσιογράφοι από κανονική ζωή, θέλουν χαμόγελα και αγκαλιές και κλαμμένους παππούδες και ‘μεις δεν τάχουμε αυτά γι΄αυτούς και για τις κάμερες και τα φώτα τους, τα κρατάμε καθαρά για μας μόνο.
Και να δεις το πιό ωραίο με την Αθηνά... Έχει κρατήσει το μπλουζάκι που φόραγε με το νούμερο ένα καρφιτσωμένο πάνω και μάλιστα είναι και διαφημιστικό από ποιόνα λές..; Απ΄το κρεοπωλείο του Σιαμαντάκα πού ‘ναι στην διασταύρωση για Αθήνα και που ήταν το πρώτο μαγαζί που είχε ληστέψει στα νιάτα του ο Βασίλης όταν ξεκίναγε την καριέρα του...
Πως καταφερνεις και μας βαζεις μεσα! Στο τσακ ημουνα μεσημεριατικα να σηκωθω και να χειροκροτησω για την πρωτια!
Άν υπήρχε emoticon που να χαμογελάει με δάκρυα θα το είχα βάλει.
Έτσι ένοιωσα όσο διάβαζα.
Σταθερη αξια.
Μπράβο ρε Νικόλα!!!
Σου έχω πει την άποψή μου. Τα κείμενά σου παρά είναι καλά για να μένουν στα στενά πλαίσιο του site.
Κάμε κάτι για να τα διαβάσουμε και σε χαρτί...
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!
Αλλά δεν ξαναδιαβάζω κείμενο σου στη δουλειά...αναγκάστηκα να σηκωθώ από το γραφείο για να μη με δούν οι συνάδελφοι να βουρκώνω.
Καλά...
Το επόμενο θα το φκιάσω γελαδερό...
Μας έχεις ταράξει στο κρεμμύδι βρε αδερφάκι μου. Τσακ (το κομπολόι)
Πραγματικα υπέροχο, για αλλη μια φορα....
Όφιε, πανέμορφο κείμενο έγραφες, ενθουσιάστηκα
το αντίγραψα και το έβαλα σε αρχειοθήκη με το όνομα όφιος για να το απολαύσω ξανά
μεθαύριο θα πάμε ταξείδι στης αδελφής στο Τρίερο, οπότε μου μένουν οχτώ ώρες στο τρένο
εύγε
+∞
Πολύ μάστορας στο γράψιμο, δώσε... δώσε συνέχεια, γράφε συνέχεια, "αφού τόχεις", δώστου να καταλάβει... να χαρούμε και μεις που λατρεύουμε το καλό διήγημα.
Αγαπητέ Όφιε δέξου τον σεβασμό μου προς την πένα σου!
Πάντα πίστευα στον ορισμό του καλού: Υπέροχα πράγματα απο υπέροχους ανθρώπους!
ΦΟΒΕΡΟ!!!! στην αρχη νομιζα πως ητανε αληθινη ιστορια, μετα διαβασα τα σχολια απο κατω και καταλαβα.
παρα πολυ ομορφο, πραγματικα εχεις ταλεντο, μπραβο!!
Μπα σε καλό σου ρόμπα έγινα στους συναδέλφους απο το κλάμα!
Respect!!!
ούτε να γράψω δεν μπορώ.
σνιφ
...και δεν έχει καταλάβει ποιός είναι ο θείος Βασίλης, υπάρχει, αν δεν το προσέξατε, ένας σύνδεσμος στην λέξη "ιστορία" σ' αυτήν την παράγραφο:
Και με τα πολλά, αφού ηρέμησα, με καθίζει κάτω και μου λέει το πώς και το γιατί του ποδήλατου, μια ιστορία, να σου σηκωθεί η τρίχα, λες πάει, αυτός δεν έχει αίμα μέσα του, μαρμελάδα έχει.
που πδηγεί στην ιστορία του ποδηλάτου που πήρε στα χέρια της η Αθηνούλα.
Αν έβαζες όλα όσα έχεις γράψει σε αυτο το site,
σε ενα βιβλίο, θα το αγόραζα με τα χίλια και εγω
και ενα σωρό κόσμος.
Έχεις έτοιμο κοινό απο τους ποδηλάτες.
Φανατικό κοινό..
Ποιός είναι ο Βασίλης ρε παιδιά?