ΦΤΗΝΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ

Το μισούσε το ποδήλατο. Αυτό το ποδήλατο, αυτό εδώ. Το μισούσε. Ήταν τόσο ξεδιάντροπα φτηνό: φτηνά σύρματα διατρέχαν το φτηνό του σώμα που ήταν φτιαγμένο από φτηνούς σωλήνες κολλημένους φτηνά μεταξύ τους. Όλο αυτό πάνω σε φτηνά λάστιχα γαντζωμένα πάνω σε φτηνές ζάντες με καρφωμένες πάνω τους φτηνές ακτίνες που είχαν φτηνά γρανάζια στο κέντρο τους. Ανυπόφορο. Ανυπόφορα τα ρούχα που φόραγε, ανυπόφορη η διαδρομή στα δεξιά αυτοκινήτων και φορτηγών δίπλα στο ρείθρο των πεζοδρομίων, ανυπόφορη η τσιμεντένια ράμπα που τον ανέβαζε στο φαρδύ πεζοδρόμιο ανυπόφορα τα μεταλλικά κάγκελα και η φθαρμένη επιγραφή: ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ.

Κομμάτια αυτοκινήτων σε επάλληλες σειρές, πόρτες, καπό, μάσκες, προσόψεις αυτοκινήτων που από μπροστά φαίνονταν σαν κανονικά αυτοκίνητα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο είχαν μπει το ένα πάνω στ’ άλλο, αλλά μόλις πέρναγες την είσοδο έβλεπες πως όλα έμοιαζαν με μια σκηνή θεάτρου, κάτι φτιαχτό, ψεύτικο, για να ξεγελάσει τους περαστικούς πως εκεί πέρα πουλιόνταν κανονικά αυτοκίνητα. Ψεύτικη και η ταμπέλα με το ΚΙΝΔΥΝΟΣ! ΣΚΥΛΟΣ!

Ύστερα οι πελάτες: φτηνοί κι αυτοί, έρχονταν και ζήταγαν μια πόρτα, ένα κομμάτι από την πίσω κολώνα, μια οροφή, έναν προφυλακτήρα. Και το παζάρι: ο ένας να προσποιείται πως πουλάει κάτι που έχει αξία κι ο άλλος να περιφρονεί αυτό ακριβώς το κομμάτι που θέλει να αγοράσει.

Θα ήθελε μια μέρα να έπαιρνε το ποδήλατο και να το πήγαινε εκεί που κόβουν τα αυτοκίνητα και να τους πει "κόψτε το", και μετά να πάρει τα κομμάτια να τα εκθέσει όπως των αυτοκινήτων, σαν απομεινάρια ένδοξων εποχών που ξεζουμίζονται μέχρι τέλους. Αλλά ποιος θα καταλάβαινε πως αυτά τα κομμάτια ήταν από ποδήλατο; Ποιος θα έλεγε, όπως θα έλεγε για την πρόσοψη ενός ακριβού αυτοκινήτου, "γιατί κατέστρεψαν τέτοιο ποδήλατο;" Αντιθέτως, σκέφτηκε, αν το καταστρέψω θα φανεί σαν τίποτε να μην έχει συμβεί, σαν η φυσιολογική πορεία του ποδηλάτου μου να ήταν ο τεμαχισμός του, ένας τεμαχισμός που ελάχιστα άλλαζε την αξία του.

Καθημερινά περιφερόταν για ένα δεκάωρο ανάμεσα σε προσόψεις αυτοκινήτων, πότε κουβαλώντας μια πόρτα ή ένα καπό μέχρι την έξοδο, πότε αλλάζοντας θέση σε κάποια εξαρτήματα και τακτοποιώντας τα, άλλοτε πάλι προσθέτοντας κι’ άλλα αντικείμενα πάνω ή δίπλα σε ομοειδή τους. Ο ήχος που έκαναν ήταν ένας ήχος συρταριών νεκροτομείου, ενός θαλάμου μεταμοσχεύσεων, ένας παγερός ήχος, περισσότερο κούφιος παρά μεταλλικός. Και η οσμή. Αυτή η μυρωδιά λιπαντικού και γυαλιστικού, ανακατεμένη με κείνη του μουλιασμένου από μηχανόλαδα τσιμέντου· και το αφεντικό να κοιτάζει διαρκώς μέσα από την βρώμικη τζαμαρία, να πετάγεται όταν κάτι δεν του άρεσε, να μεσολαβεί όταν κάποιο παζάρι δεν πήγαινε καλά και θα χανόταν ο πελάτης, η χοντρή κοιλιά του να δεσπόζει σε όλες τις διαδικασίες.

Σχόλασε, μια μέρα σχόλασε, πήρε το ποδήλατο και το τσούλησε μέχρι την έξοδο. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, το στήριξε στην μέση του κι άναψε ένα τσιγάρο. Ήταν Σάββατο απόγευμα, έμπαινε καλοκαίρι, είχε φως για ώρα ακόμα. Τράβηξε μια ρουφηξιά και μισόκλεισε τα μάτια. Ήθελε να κάνει ένα μπάνιο, να λούσει τα μαλλιά του, να βάλει καθαρά ρούχα και να πάει να κάτσει για ώρες στο καφενείο, να τσιμπολογάει και να πίνει μέχρι να κλείσει. Μιάμιση μέρα μέχρι την Δευτέρα. Κάτι όμως τον κράταγε εκεί, στο πεζοδρόμιο. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Σαν να μην είχε ανάσα για να κάνει ο,τιδήποτε. Έσκυψε και είδε το ποδήλατο, σαν μόλις να το αντιλαμβανόταν δίπλα του. Ανέβηκε και ξεκίνησε να κάνει αργά πετάλι οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ όπου ήρθε. Ο ιδρώτας έτρεχε παίρνοντας μαζί του σκόνη, λίγδα, χρώματα, του πότιζε το σορτσάκι, τον ένιωθε να κυλάει ως μέσα στα φθαρμένα παπούτσια, στις χοντρές κάλτσες. Πήγαινε και πήγαινε για ώρα. Σταμάτησε εκεί που ο δρόμος τελείωνε και ένας χωμάτινος ακολουθούσε. Δέντρα. Παντού δέντρα. Ξεκαβαλίκεψε και κάθισε ακουμπώντας την ράχη του σε ένα από αυτά. Αντί να κοιτάξει τριγύρω του κοίταξε το ποδήλατο που γυάλιζε στον ήλιο. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και το παρατηρούσε σαν γυναίκα που κοιμάται κάτω από ένα σεντόνι. Ένιωθε να μαλακώνει όλο το μέσα του.

Στο καφενείο θα τον ρωτάγανε γιατί άργησε. Θα χαμογέλαγε χωρίς να απαντήσει και κείνοι θα έβαζαν με το μυαλό τους ό,τι ήθελαν. Μιάμιση μέρα είχε ακόμη μπροστά του μέχρι την Δευτέρα.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
5
Μέση αξιολόγηση: 5 (4 ψήφοι)
κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, πολύ απόλαυσα το κείμενό σου! Έκλεινα τα μάτια για ν`αναλάβω τις μυρωδιές. Φανταζόμουνα πως το παλιό φτηνό ποδήλατο, του άρεσε λιγάκο.

Μάστορας της γραπτής λέξης είσαι· μου επιτρέπεις το να συμμετάσχω στη ζωήν που αγαπώ· την Ελλάδα!

Κουνιέμαι με τις καλύτερες ευχές cool

 

 

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Συνδέθηκα με αυτόν τον ήρωα, από τη στιγμή που ένιωσα την ευαισθησία του, τη μοναδική προσωπική ματιά του στα πράγματα. Εξαιρετική η περιγραφή του χώρου πώλησης των ανταλλακτικών, όπου όλες οι αισθήσεις συμμετέχουν. Είναι φανερό ότι ο υπάλληλος αυτός προέρχεται "από κάποιον άλλον κόσμο", αλλιώς πώς να παραλληλίσεις την προσθήκη του ξένου ανταλλακτικού με μια μεταμόσχευση... 

" Μιάμιση μέρα μέχρι τη Δευτέρα" - ταυτίστηκα πλήρως.

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια