Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Κι όταν το πρωϊνό πήρε σάρκα και οστά, ανοίχτηκε μπροστά της η φύση του οροπεδίου και όλα τα πλάσματα άρχισαν ν᾽αχνίζουν μες στην ηλιόλουστη μέρα...
Μια οικογένεια ζαρκαδιών πέρασαν μπρος της, τα πήρε διακριτικά στο κατόπιν σκεφτόμενη ότι πήγαιναν κάπου, ίσως για να πιούν νερό ή να φάνε και πράγματι.
Μια πηγή τόσο πλούσια κι ορμητική βρισκόταν πολύ κοντά. Περίμενε να ποτιστούν τα λυγερά ζώα. Δεν ήθελε να τα τρομάξει, καθώς θα έπιναν νερό. Όταν απομακρύνθηκαν, πάλι τα ακολούθησε ξέροντας, ότι κάπου αλλού ωφέλιμα θα την οδηγούσαν κι αλήθεια ήταν.
Πήγαν σε μια άκρη, όπου πάνω στην επικλινή γη αναριχόνταν βάτοι γεμάτοι καρπούς κάθε λογής... κι αφού έφαγαν απ᾽αυτούς τους καρπούς, χάθηκαν τρέχοντας με τα υπέροχα πόδια τους, αέρινα σχεδόν, προς άγνωστη κατεύθυνση, που η Ζιμπουλιώ δεν είχε τη δυνατότητα ν᾽ακολουθήσει...
Μάζεψε κάμποσους καρπούς στο μαντήλι της, που βάφτηκε απ᾽τους αρωματικούς χυμούς τους και γύρισε πίσω προς την πηγή...Εκεί έβγαλε τα ρούχα της για πρώτη φορά μετά από τον καιρό που είχε φύγει από το πατρικό της κι έπλυνε τα μαλλιά και το σώμα της από την περιπλάνηση και τις δοκιμασίες κι εκείνη δεν μπορούσε να λογαριάσει ποιού χρόνου...
Έπλυνε και τα ρούχα της και τα άπλωσε στον ήλιο...φόρεσε ένα κλαρωτό φουστανάκι που είχε στο σάκο της και έκλαψε, καθώς μύρισε την πάστρα του σπιτιού της στο ύφασμά του...έκλαψε στη σκέψη της μάνας της...έκλαψε στη σκέψη του πατέρα της...έκλαψε πολύ από νοσταλγία...
Ώσπου εκεί ξεχασμένη στο παρελθόν της και ξεκομένη απ᾽το παρόν της, τη βρήκε ένα αητόπουλο... Ήρθε να δροσιστεί κι αυτό, την κοίταξε, ήπιε νερό, έπλυνε τα φτερά του και τα πούπουλά του, τινάχτηκε και πέταξε κι έκατσε και την κοιτούσε από ψηλά...Δεν έφυγε...
Η Ζιμπουλιώ θορυβήθηκε κάπως απ᾽την παρουσία του...Περίμενε ότι θα πετάξει μακριά αυτό το θεϊκό πλάσμα...Γιατί δεν έφευγε αραγε; Κι ως αναρωτιόταν κοιτάζοντάς το ψηλά... κι αυτό αυτήν...μια μελωδία πνευστών και κρουστών άρχισε να περιδινείται γύρω της...
Μια αντιφατική μελωδία από αυλούς καλαμένιους, που έστελναν μύριες αύρες να διαχέονται ανάμεσα στους όγκους γύρω της και στ᾽αυτιά της και κρουστά που έθεταν σε κραδασμό και το πλέον ελάχιστο φυλλαράκι αυτής της πλάσης μαζί με το ίδιο της το σώμα.
Και δεν ήταν χορευτικός ο σκοπός, αλλά βαδιστικός, πτητικός ίσως, μια κι ο μικρός αητός άρχισε να πετά σε κύκλους πάνω απ᾽το κεφάλι της... Και τότε στο βάθος άρχισε να φανερώνεται ένα σμάρι από χρώματα έντονα, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλέ ανοιχτά του μεταιχμιακού ουρανού ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα...
Κι αυτό το σμάρι πλησίαζε και πλησίαζε και μέσα στο σμάρι αυτό των χρωμάτων άρχισε να διακρίνει σκούρα ηλιοκαμμένα πρόσωπα, άλλα σιωπηλά που κρατούσαν καλάθια στις κεφαλές τους ψηλά ορθωμένα, κι άλλα περισσότερα, που παίζανε αυλούς κι έκρουαν κιθαρόνια, τύμπανα και κρόταλα...
Οι ιθαγενείς των διπλανών χωριών...Κρύφτηκε πίσω από μια συστάδα δέντρων κι από κει παρακολούθησε τον ερχομό τους, κάτω απ᾽το άγρυπνο μάτι του αητού... Οι ιθαγενείς των διπλανών χωριών ποτέ δεν είδαν την Ζιμπουλιώ. Την ένιωσαν όμως, γιατί στάθηκαν εκεί που κρυβόταν, έπαιξαν την μουσική τους, άφησαν τα καλάθια τους μπροστά της.
Όταν τέλειωσε αυτή η μυσταγωγία, δίπλα στην πηγή, υποκλίθηκαν σύσσωμοι προς τα εκεί που κρυβόταν η Ζιμπουλιώ, περίμεναν για λίγο, μήπως φανερωνόταν κι όταν δεν φανερώθηκε και διάλεξε να μείνει κρυμμένη, έφυγαν με τους αυλούς και τα κρόταλλα και τα τύμπανά και τις κιθάρες τους να οργιάζουν προς τα εκεί που είχαν έλθει...
Τότε η Ζιμπουλιώ βγήκε και δακρυσμένη φίλησε το χώμα που πάτησαν, γεμάτη ευγνωμοσύνη...κι ο αητός έπαψε να κάνει κύκλους πάνω απ᾽τα κεφάλια τους...γύρισε κι έκατσε ψηλά και κοίταζε με τα διαπεραστικά του μάτια τη Ζιμπουλιώ...
Τρία καλάθια άφησαν κι όταν τα άνοιξε βρήκε του Θεού τις ομορφιές. Μια φορεσιά πολύχρωμη σαν τη δική τους. Πατάτες, καλαμπόκια τρυφερά, μικρούς πολύχρωμους καρπούς κάθε λογής, μήλα, ξύλα, ανάματα φωτιάς και μια ξύλινη φλογέρα. Η χαρά της δεν μετριόταν.
Η Ζιμπουλιώ έπαιζε φλογέρα. Την είχε μάθει στο σχολειό της. Απ᾽τα πρώτα της χρόνια εκεί. Την αγαπούσε τη φλογέρα. Την πήρε στα χέρια της και τη δοκίμασε. Έπαιξε έναν χαρούμενο σκοπό. Ο αητός τίναξε τα φτερά του και κατέβηκε χαμηλότερα και κοντύτερά της...Κι εκεί ξεχάστηκαν κι οι δυό για κάμποση ώρα...
Όταν σταμάτησε τη φλογέρα κοίταξε γύρω και ένιωσε την έλλειψη του Λευτέρη...Θεέ μου σκέφτηκε...τον ξέχασα πάνω στο πλυμμένο ρούχο μου...Όταν, πριν αποσώσει καν τη σκέψη της, Τζι-τζι-τζί, ακούστηκε και μια φωνή που έσκαγε στα γέλια της είπε...σιγά και μην καθόμουνα να με κάνεις μούσκεμα. Εδώ είμαι...Πού είσαι Λευτέρη μου; έκανε η Ζιμπουλιώ γυρνώντας το σώμα και τα μάτια της ένα γύρω...Εδώ...τζι-τζι-τζί... στο βάτο πλάϊ στην πηγή...
Ελα πάνω μου βρε παιδί μου, του φώναξε η Ζιμπουλιώ, και το χαρούμενο έντομο σάλταρε πλάϊ στο μπούστο της...εκείνη τότε έβαλε το καπέλο της...έβαλε και τα καλάθια στην άκρη και τα᾽κρυψε, για να τα βρούν αργότερα, όταν τα χρειάζονταν και άρχισαν, να πορεύονται, προσπαθώντας να εντοπίσουν, πού θα πέρναγαν την νύχτα που ερχόταν. Τη νύχτα της πανσελήνου.
Όταν βρήκαν ένα μέρος ανοιχτό για να μην εμποδίζεται η επαφή με το ολόγιομο φεγγάρι, γύρισαν πίσω πήραν τα καλάθια με τα καλούδια της επιβίωσής τους για τις επόμενες μέρες κι εγκαταστάθηκαν εκεί ευτυχισμένοι, καθώς ο ήλιος ήταν πια σε προχωρημένο μεσημέρι...
Άναψαν φωτιά κι έριξαν μέσα της μια πατάτα μεγάλη κι ένα χρυσό καλαμπόκι. Τότε συνέβη κάτι υπέροχο. Ο αητός που τον είχαν ξεχασμένο, ήρθε και εναπόθεσε εμπρός τους ένα μεγάλο ψάρι! Ο αητός ψάρεψε για χάρη τους. Και δεν έφυγε. Κάθησε εκεί δίπλα τους και τους κοιτούσε με τα δυό του οξυδερκή μάτια. Φύλακάς τους και βοηθός στην επιβίωσή τους...
Ακούμπησε εμπρός του λίγο απ᾽το ψάρι η Ζιμπουλιώ... αυτός περίμενε κι όταν ψήθηκε το φαγητό της Ζιμπουλιώς κι άρχισε το γεύμα της, έφαγε κι αυτός το δικό του...
Κι εκεί απόμειναν η Ζιμπουλιώ, ο Λευτέρης κι ο Αητός, που έτσι θα τον προσφωνούσαν πια, ο Αητός με Α κεφαλαίο ...να βλέπουν τη μέρα να εξαντλείται σιγά-σιγά...
Καλό ξημέρωμα φίλοι...
Κι αφού περάσαμε τη νύχτα να λέμε για τον αητό της Ζιμπουλιώς ας ακούσουμε τη μέρα τραγούδια για τους αητούς...
Ριζίτικο απ᾽τον Νίκο Ξυλούρη...ήλιε ανάτειλε, ήλιε δώσ᾽με για να λιώσουνε τα χιόνια απ᾽τα φτερά μου...για να λιώσουνε τα κρούσταλλα από τ᾽ακράνυχά μου...
Ρουμελιώτικος αητός καθότανε, απ᾽τον Γιώργο Παπασιδέρη...τσίμπαγε τα νυχάκια του, τα νυχοποδαράκια του...
απ᾽την ταινία DERSU UZALA του Akira Kurosawa, Το τραγούδι του αητού,
Εσύ, γκρίζε αητέ μου, πού πετάς; Πετώ ψηλά στον μπλε ουρανό, πάνω απ᾽τα ψηλά βουνά...
Το παραδοσιακό ινδιάνικο τραγούδι του αητού
Η πτήση του Κόνδορα, μουσική τίτλων σειράς του ΒΒC.
Simon and Garfunkel, El condor passa...
Από την Θάλασσα των Κοραλιών της Πάττυ Σμιθ. Απόπειρα ελεύθερης μεταφοράς του πρωτότυπου κειμένου στα ελληνικά.
Στο κατάστρωμα ένας κύριος διασκέδαζε μια χούφτα επισκέπτες ντυμένους με επίσημα ενδύματα. Σπουδές κλασσικής κιθάρας, γοητευτικός, αλλά λίγο κουραστικός. Ο Μ. κράτησε μιαν απόσταση και χαιρέτησε γέρνοντας το κεφάλι, επιτρέποντας στον εαυτό του να βουλιάξει στην αφηρημένη μονοτονία. Οι νότες έμοιαζαν να στέκονται μετέωρες και να τραβούν σε μάκρος, χτυπώντας τη θάλασσα, αλλά και τον ίδιο. Το κεφάλι του άρχισε να γέρνει νυσταγμένα στην κουπαστή, αλλά δεν ήθελε να πάει στην καμπίνα του.
Βρέθηκε στο διάδρομο ενός ανεξερεύνητου τμήματος του πλοίου. Είχε περιπλανηθεί κάτω, όπου τον προσέλκυσε η οσμή μιας οικείας άριας. Μετά από κάποιο διάστημα σταμάτησε μπροστά σε μια λευκή, επισμαλτωμένη πόρτα, κι έπειτα γλίστρησε σκυφτός, για ν᾽ακούσει. Σε κάποια στιγμή παρασύρθηκε, οι εντάσεις της μουσικής τον περιέσφιγγαν, σχηματίζοντας γύρω του ένα κουκούλι, μέσα στο οποίο έπεσε σε ύπνο.
Μια γυναίκα άνοιγε τη βαριά πόρτα, καθώς και μια άλλη πραγματικότητα, “Εδώ είναι που όφειλες να είσαι απόψε”, ανάσανε η άρια, αποχωριζόμενη το ένδυμά της. Και για μια φορά ακόμα, αυτός βρέθηκε μέσα σε περίβλημα.
Αργότερα, μετα βίας μπορούσε να σταθεί. Αισθανόταν ελαφρά αναίσθητος και τα πόδια του έγιναν δύσκαμπτα. Υπήρχε ένα τραγούδισμα μέσα στο κρανίο του. Ένιωσε το θύμα μιας άτακτης μεταμόρφωσης. Ακούμπησε βαριά στους πλατείς καμπυλωτούς τοίχους, για να στηριχτεί κι ανακουφίστηκε, όταν ξαναμπήκε στην καμπίνα του. Απέτυχε να προσέξει μια μπότα πεταμένη στο πλάϊ, αλλά εξεπλάγη, που βρήκε στη μέση της κουκέτας του, ένα κεντημένο βραδυνό τσαντάκι το οποίο και ξεκούμπωσε με βιασύνη.
Φέρνω σ᾽αυτό το blog των αισθημάτων, ένα κείμενο που μου έβαλε έναν τεράστιο καθρέφτη εμπρός μου, που μέσα του δεν είδα μόνο το φυσικό πρόσωπό μου, αλλά το σώμα μου και την ψυχή μου ως ένα σημαντικό βαθμό.
Κι έπεσα σε πολλαπλό κι άλυτο δίλημμα, αν όλα όσα διάβασα με συμφέρει να τα δω για μένα καθαρά ή να τ᾽αφήσω άπιαστα κι ανενόχλητα και περιορισμένα στο απλό πλην αφόρητο συχνά βίωμα ή και μετά, αν θα σας τα γράψω εδώ ή όχι και τι αξία θα είχε άραγε και για ποιούς...
Επειδή όμως παρορμητική είμαι κι αυτό άλλες φορές καλό βγαίνει κι άλλες κακό...σας το γράφω λοιπόν κι ό,τι προκύψει...το θεωρώ πολύ ενδιαφέρον...
Μπότο Στράους, Η αφιέρωση, σε μετάφραση του Δήμου Βαρθολομαίου, ένα απόσπασμα από το αφήγημα.
“...Την ημέρα με κουρτίνες τραβηγμένες που δεν τις περνάει ούτε μια ηλιαχτίδα. Η απραξία μου. Καμμιά έξοδος. Ο φωτισμός με τη λάμπα, τρόπος να σκέφτομαι, που δεν είναι άλλο από μια αποδοτική παρατήρηση της απίθανης βλακείας μου. Της βλακείας μου που ακόμα με παρηγορεί. Αυτό που είναι η ζωή μου, έρχεται σαν μια οπτασία από το υπερπέραν, που πλησιάζει το τραπέζι μου. Εγώ είμαι πια το άβουλό της μέντιουμ. Αυτά που γράφονται σ᾽αυτές τις συναντήσεις, θα μπορούσε κανείς κατά κάποιον τρόπο να τα ονομάσει βιόγραμμα: μετά την κατατρόπωση του υποκείμενου η ζωή άρχισε μόνη της να γράφει το υπόλοιπό της.
Μόνο η αποτυχία ενός επιστημονικού πειράματος αποκαλύπτει το νόημά του. Η δύναμη που κινεί μια ερωτική σχέση, μόλις στον χωρισμό φτάνει στη μεγαλύτερή της αποτελεσματικότητα. Η γυναίκα που ξεκινάει τον χωρισμό εφαρμόζει τρόπον τινά τη φυσικοεπιστημονική μέθοδο, καθώς αποκαλύπτει την αγάπη σαν μια μακριά αλυσίδα από πλάνες , δεν αναγνωρίζει κανενός είδους μεταφυσική, δηλαδή καμμιά προηγούμενη ευτυχία και σε κάθε συνδετικό κρίκο διαπιστώνει τη σκουριά της τύφλωσης.
Την ουσία του κανονικού την αισθάνεται κανείς σε όλη τη συντριπτική της δύναμη ίσως μόνο στην κανονική αποτυχία, τόσο σωματικά, τόσο αναλυτικά. Ο καθένας που εκτίθεται σ᾽ένα χωρισμό ή σε μια καταστροφή, την αντιλαμβάνεται σαν κάτι το αρνητικό και ειδικό, ενώ η συνέχεια της σχέσης του φαίνεται σαν το θετικό και το γενικό. Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα είναι ανάποδα και το αρνητικό, η αποτυχία, ο χωρισμός, η πλάνη, αποτελούν το γενικό και αυτό άλλωστε το μαρτυρούν οι αριθμοί και τα γεγονότα. Έτσι η ακραία υποκειμενικότητα της αποτυχίας αποκαλύπτει τελικά τη μόνη αξιόπιστη εμπειρική αξία της λέξης κανονικό, που κατά τ᾽άλλα είναι μάλλον απλησίαστη.
...
Ποιό είναι το νόημα μιάς διακοπής που μου επιβάλλεται από μόνη της και στην οποία υποκύπτω χωρίς να την κατανοώ; Από πού προέρχεται αυτή η απόλαυση που κομπιάζει; Ξεκίνημα, παράγραφος, τέλος. Αρχίζω για μερικά δευτερόλεπτα μονο για να σταματήσω αστραπιαία.
Ο χωρισμός, μια ομοταξία ρήξεων, φαίνεται να πηγαίνει και να φωλιάζει σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής. Η “ομαλή ροή” διακόπτεται παντού. Η πρόσληψη τροφής με άτακτες μπουκιές, η έκκριση εμποδισμένη, ο ύπνος κουρελιασμένος από τις σειρήνες συναγερμού της αγωνίας, της στέρησης. Επομένως το γράψιμο (που μου είναι πάντως απαραίτητο, ώστε να βγει κάτι προς τα έξω και να μη με καταπιεί ολόκληρον ο ίδιος μου ο εαυτός...) αποτελεί το εξεγειρόμενο κέντρο όλων αυτών των πραγμάτων που βρίσκονται βουλωμένα, κομμένα και περιορισμένα.
Καμμιά άλλη μορφή της συνηθισμένης αποτυχίας ούτε η αρρώστια ούτε η οικονομική καταστροφή ή η επαγγελματική αποτυχία, δεν έχει τόσο βαθύ άγριο αντίκτυπο στο ασυνείδητο όπως ο χωρισμός. Τραντάζει μέσα μας την πηγή όλης της αγωνίας και την ξυπνάει. Μπαίνει και γραπώνεται βαθιά μέσα μας ως εκεί που φτάνει και η ίδια η ζωή.
Πετάγομαι με κομμένη την ανάσα από ένα σύντομο, αποπνικτικό ύπνο. Η βεβαιότητα που με πανικοβάλλει. Η καρδιά δεν χτυπάει πια, σταμάτησε! Τώρα, η τελευταία σου ευκαιρία: Να ξυπνήσεις, να αντιληφθείς την κατάσταση, να κάνεις μόνος σου μαλάξεις στην καρδιά σου για να ξαναχτυπήσει. Είπα: Δεν είναι δυνατόν να αντέξω περισσότερο αυτήν την κατάσταση.
Τίποτα πιο βασανιστικό απότι να μένεις μόνος σου με την μιαν άκρη του διαλόγου. Ακούς τον εαυτό σου διαρκώς να μιλά μαζί της!
Κάποτε διάβασα για τη συνήθεια των Ινδιάνων Μοχάβ να συνεχίζουν να μιλούν ακόμα και όταν ο συνομιλητής έχει αποχαιρετήσει και απομακρυνθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. Οι Ινδιάνοι κι εγώ δεν τηρούμε τις συνηθισμένες αποστάσεις. Πιστεύουμε πως τα λόγια μας φτάνουν στον συνομιλητή, ακόμα και όταν αυτός έχει πια χαθεί από τα μάτια μας.
Ποτέ δεν βρήκα μεγαλύτερη ελευθερία και σιγουριά στη γλώσσα απότι στη συζήτηση που γινόταν κάτω από την επίδραση της σωματικής επιθυμίας. Ο πόθος και η μνήμη ερέθιζαν το ένα το άλλο. Το ένα κορυφωνόταν με την προστασία του άλλου. Δεν ήταν τίποτα, γινόταν απλώς μια αμοιβαία εκμυστήρευση, αυτό ήταν όλο. Η στέρηση του διαλόγου ενεργεί όπως η στέρηση ενός ναρκωτικού. Τα όργανα που κάποτε διεγείρονταν, η ευφυΐα, η απόλαυση και η χαρά της κίνησης, η φωνή, αρρωσταίνουν."
→→→→→→→→→→→→→→→→→→
↓↓
↓↓
Κι επειδή η ζωή τρέχει, καθώς σας γράφω όλα αυτά, στις 12 περίπου μια μικρή ομάδα ποδηλάτες περνάνε κάτω απ᾽το παράθυρό μου. Ακούω τη σφυρίχτρα της σκούπας, ανοίγω το παράθυρο και σιωπηλά τους καταναλώνω να περνούν από μπροστά μου με τα φωτάκια τους ν᾽αναβοσβύνουν, ώσπου χάνονται...
Κι έτσι το κείμενο του Μπότο Στράους πέρνει μια άλλη χροιά τώρα...μια που το μοιράζομαι μαζί σας, μια η παρέα με τα ποδήλατα...
αλλά τα ντουβάρια...ντουβάρια...
Tired of bein' lonely, tired of bein' blue, I wished I had some good man, to tell my troubles to Seem like the whole world's wrong, since my man's been gone I need a little sugar in my bowl, I need a little hot dog, on my roll I can stand a bit of lovin', oh so bad, I feel so funny, I feel so sad I need a little steam-heat, on my floor, Maybe I can fix things up, so they'll go What's the matter, hard papa, come on and save you mama's soul 'Cause I need a little sugar, in my bowl, doggone it, I need a little sugar in my bowl I need a little sugar, in my bowl, I need a little hot dog, between my rolls You gettin' different, I've been told, move your finger, drop something in my bowl I need a little steam-heat on my floor, Maybe I can fix things up, so they'll go Get off your knees, I can't see what you're drivin' at! It's dark down there! Looks like a snake! C'mon here and drop somethin' here in my bowl, stop your foolin', and drop somethin', in my bowl
Ήρθε το γέρμα του Ήλιου. Έφυγε χαρούμενος, ανάμεσα στα βιαστικά, υψιπετή δρομολόγια των διαβατάρικων πουλιών, που πορεύονταν στις χειμερινές τους εστίες...
Τα γηγενή πλάσματα κι αυτά ταχτοποιούσαν τις τελευταίες δουλειές της ημέρας, πριν αποσυρθούν στα κονάκια τους για την νυχτερινή τους ξεκούραση.
Ήταν όμως κι αυτός ο κόσμος της νύχτας, που επειδή η Σελήνη ήταν στην μέγιστη ολοκλήρωση του κύκλου της, προσδοκούσαν την ανατολή της, για να γιορτάσουν, όπως μπορούσε το καθένα το γεγονός.
Κι ήταν αδικημένη η Σελήνη σε σχέση με τον Ήλιο, που δούλευε συνέχεια, πάντα ολόγιομος, πάντα φλογερός. Με τρόπο μετρημένο κι άνισο η Σελήνη έδινε σε φέτες το φως της ή και καθόλου και μόνο μια μέρα στεκόταν ολόγιομη απέναντι στη Γη, όχι για να την κάνει να λάμψει, αλλά για να εντείνει τις σκιές της πανσελήνου νύχτας της.
Όταν έφτασε ο δίσκος της Σελήνης στο ζενίθ τ᾽ουρανού, η Ζιμπουλιώ βρισκόταν καθισμένη στη ρίζα ενός βράχου, πλάϊ στην φωτιά, με τον Λευτέρη γαντζωμένο στο φουστάνι της, στη μεριά της καρδιάς της. Πιο κει ο Αητός στεκόταν άϋπνος και διακριτικός. Κοιτούσαν τη Σελήνη πάλι κι εύχονταν...κι εύχονταν...κι εύχονταν...
Οι λύκοι αλυχτούσαν ολόγυρα, τα σαρκοφάγα τους ένστικτα αναθαρημένα στο έπακρο απ᾽τη φωτοχυσία. Ποιά ταπεινά πλάσματα άραγε ανασάλευαν στις φωλιές τους από φόβο...
Και τότε φάνηκε ένας τους. Πρώτα φωσφόρισαν τα μάτια του κάπου στο βάθος του ξέφωτου, ύστερα τον είδαν να κινείται αργά κι επιφυλακτικά προς το μέρος τους...Ο Αητός έδειξε σημάδια εγρήγορσης...έκανε νόημα σιωπής στον Αητό...νόημα να μείνει ακίνητος η Ζιμπουλιώ. Μπορεί να είναι φίλος σκέφτηκε. Ένας ακόμα φίλος σ᾽αυτή την ερημιά.
Ο λύκος βλέποντας την ακινησία του Αητού, κατάλαβε την ανοχή του και τότε το βήμα του επιταχύνθηκε αποφασιστικά. Πλησίασε. Στο στόμα του κρατούσε έναν λαγό. Ήρθε με μάτια που κοίταξαν ίσια στα μάτια τη Ζιμπουλιώ κι εναπόθεσε τον άψυχο λαγό στα πόδια της. Ύστερα κάθισε λίγο πιο κει ακίνητος με τα μάτια πάντα στυλωμένα στα μάτια της Ζιμπουλιώς.
Αυτή γεμάτη έκπληξη σηκώθηκε και πήρε το λαγό. Προφανώς και ο λύκος της πρόσφερε την τροφή του. Έβγαλε την προβιά του και την έθαψε στη γη. Έμεινε το κουφάρι του, που το πέρασε σ᾽ενα κλαρί και το έστησε πάνω στη φωτιά να ψηθεί.
Σιγά σιγά έδινε κομάτια απ᾽το κρέας μια στον Αητό, μια στο Λύκο, με Λ κεφαλαίο κι αυτόν πια...και κράτησε για τον εαυτό της τα δυό του πίσω πόδια...Απ᾽τα καλάθια έβγαλε ένα μήλο κι ένα κομάτι του το έδωσε στον Λευτέρη...που τζιτζίρισε με πάθος πολύ ώρα, ώσπου τους πήρε τ᾽αυτιά. Το άλλο το έφαγε εκείνη...
Κι ενώ όλα αυτά γίνονταν κάτω απ᾽το φως της Πανσελήνου, ήρθε στην παρέα και η ομάδα των φιδιών, χωρίς δώρα...μόνο τους εαυτούς τους έφεραν, που σιγά κι αυτά ήρθαν και κουλουριάστηκαν λίγο μακρύτερα απ᾽τη φωτιά.
Τι φοβερή συνύπαρξη σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ.
Ο Λύκος χαλάρωσε και ξάπλωσε με το κεφάλι στα μπροστινά του πόδια και τα μάτια στηλωμένα. Ο Αητός πάντα στην ίδια θέση. Φίδια, Αητός και Λύκος κοιτούσαν τα μάτια της Ζιμπουλιώς. Κι αυτή έβγαλε κι άλλα μήλα απ᾽τα καλάθια και τα έδωσε στα φίδια...αυτά τα έφαγαν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση μετά τα ποντίκια που είχαν αρπάξει πριν κάτσουν με τη Ζιμπουλιώ...
Εμφανίστηκε κι ένας ποντικός, που την είχε γλυτώσει απ᾽την ποντικοκατάνυξη των φιδιών, προχωρημένης της νύχτας κι εναπόθεσε κι αυτός ένα μεγάλο ρόδι στα πόδια της...απόρησε η Ζιμπουλιώ, πώς κατάφερε και το σήκωσε...αλλά πάλι σ᾽αυτόν τον κόσμο της απόλυτης ευτυχίας όλα είναι εφικτά...αρκεί κανείς να τα ποθεί πολύ...
Τούτος πάλι είχε το θράσος να εγκατασταθεί ακριβώς στο πλάϊ της Ζιμπουλιώς και να την κοιτάει με τα ολοστρόγγυλα μικρούτσικα ματάκια του κάπως φοβισμένα, άλλα και με θράσος...α, τεράστιο θράσος...Του χάϊδεψε το κεφάλι η Ζιμπουλιώ, για να τον κάνει, να μην έχει αμφιβολίες για τις καλές προθέσεις της ομήγυρης. Κι αυτός έγινε ο Ποντικός τους, με Π κεφαλαίο, που του έδωσε λίγα σπόρια του ροδιού, να γευτεί...
Τους μοίραζε απ᾽τα δώρα ανάλογα με τις συνήθειές τους και όλα τα πλάσματα, που συγκεντρώνονταν γύρω της, της είχαν δώσει τη φροντίδα τους κι αυτή τους έδινε πίσω την πίστη της και την δική της φροντίδα...
Έρχονταν δε όλο και περισσότερα, φέρνοντας το καθένα κι ένα δώρο κι έτσι φτιάχτηκε ένας ιδανικός κύκλος, όμοια με τον κύκλο του ολόγιομου φεγγαριού, που ήταν σε μια δοξαστική λάμψη συνέχεια πάνωθέ τους.
Μείνανε έτσι με όλους τους φυσικούς ήχους της νυχτόβιας ζωής, ως το ξημέρωμα, ώσπου ξαφνικά στο στερέωμα συνυπήρχαν ο ανατέλλων Ήλιος και η δύουσα Σελήνη ταυτόχρονα...και τότε ένας ένας άρχισαν να φεύγουν κι απόμεινε η Ζιμπουλιώ μόνη να γέρνει και να κλείνει τα βαριά της βλέφαρα κάτω απ´τη θαλπωρή του πρωϊνού ήλιου...
Όμως φίλοι καλό ξημέρωμα γι᾽απόψε...
Ξεκινάμε με το αργό τανγκό του πρωτότυπου με τον κ. Jean Sablon...
μας αρέσει πολύ με την κ. Rina Ketty...
οδηγούμαστε απ᾽τη φίλη μας την Λ. στο fb σ᾽αυτό το τεμπέλικο swing του κ. Django Reinhardt και της παρέας του...
και en fin, αφήνουμε να
πάμε χωρίς σχόλιο στην κ. Dalida...
Οι τέχνες είναι δέκα. Τα όρια τους είμαστε εμείς.
Υπέροχη συνέχεια, υπέροχη μέρα, υπέροχη Καραμελένια.
Ἀπὀ τὸν δεύτερο τόμο τοῦ Ἀναζητώντας τὸν χαμένο χρόνο, τοῦ Μαρσέλ Προύστ, με τίτλο Ἀπὸ τὴν μεριά τοῦ Σουάν.
“...Εἶχαν ἀρχίσει νὰ σβήνουν παντοῦ τὰ φῶτα. Κάτω ἀπ᾽τὰ δέντρα τῶν μπουλεβάρ, στὸ γεμάτο μυστήριο σκοτάδι, οἱ σπάνιοι διαβάτες περιφέρονταν χωρίς νὰ μπορεῖς νὰ τοὺς ἀναγνωρίσεις. Πότε-πότε ἡ σκιὰ μιᾶς γυναίκας ποὺ τὸν πλησίαζε καὶ τοῦ μουρμούριζε μιὰ λέξη στ᾽αὐτὶ ζητώντας του νὰ τὴ συνοδεύσει, ἔκανε τὸν Σουὰν νὰ ἀναρριγεῖ. Ἄγγιζε ἀνεπαίσθητα, ἀνήσυχα, ὅλ᾽αὐτά τὰ σκοτεινὰ σώματα, λὲς καὶ γύρευε ἀνάμεσα στὰ φαντάσματα τῶν νεκρῶν, στὸ σκοτεινὸ βασίλειο, τὴν Εὐριδίκη.
Ἀπ᾽ὅλους τοὺς τρόπους γένεσης τοῦ ἔρωτα, ἀπ᾽ὅλα τὰ μέσα διάδοσης τῆς ἱερῆς ἀσθένειας, ἕνα ἀπ᾽ τὰ πιὸ ἀποτελεσματικά εἶναι σίγουρα αὐτὴ ἡ μεγάλη πνοὴ ἀνησυχίας ποὺ καμιά φορά μᾶς διαπερνᾶ. Τότε τὸ πλάσμα ποὺ μᾶς προκαλεῖ εὐχαρίστηση -ὁ κύβος ἔχει ριχτεῖ- εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε. Δὲν χρειάζεται κἄν νὰ μᾶς ἄρεσε τότε περισσότερο, ἤ ἀκόμα τὸ ἴδιο μὲ ἄλλα. Χρειαζόταν μόνο ἡ προτίμησή μας γι᾽αὐτό τὸ πρόσωπο νὰ γίνει ἀποκλειστική. Κι αὐτὴ ἡ προϋπόθεση πραγματοποιεῖται ὅταν, -τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ μᾶς λείπει- ἀναζητώντας χαρές ποὺ ἡ συγκατάθεσή του μᾶς παρεῖχε, ξαφνικὰ γεννιέται μέσα μας μιὰ ἀνήσυχη ἀνάγκη ποὺ ἔχει γιὰ αντικείμενό της αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο, μιὰ ἀνάγκη παράλογη, ποὺ οἱ νόμοι τοῦ κόσμου μας δὲν ἐπιτρέπουν νὰ ἱκανοποιηθεῖ καὶ δύσκολα τὴ γιατρεύουν - τὴν τρελλή καὶ ὀδυνηρὴ ἀνάγκη νὰ τὸ κάνεις δικό σου. "
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαινε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
κάλιο στα καλντερίμια τριγύρω από παντού, παρά στη Λυπιού κ. Κατερίνα μου, Αγγελάκη μου Ρούκ...
Στα καλντερίμια με τον ασαφή προορισμό, εκεί έχει λίγη ελπίδα ακόμα...Κι εκεί τα δάκρυα τα στεγνώνει ο αέρας, ειδικά όταν φυσάει μανιασμένος...συχνά πιο μανιασμένος κι από σένα...
Στα καλντερίμια έχεις τη δυνατότητα να διασταυρωθείς και μ᾽άλλους που θα σου δώσουν απ᾽το παγούρι τους αν στο δικό σου έχει σωθεί το νερό...
Στα καλντερίμια διαλέγεις τις στροφές, που θα σ᾽εκτρέψουν, διαλέγεις τις γωνιές που ξαποσταίνεις...
Στα καλντερίμια θα πεις μια καλημέρα εκεί που δεν το περιμένεις...κι αυτή θα τη στείλεις εκεί που θες...έστω και με τη σκέψη...
Στα καλντερίμια μπορείς να προβείς σε ευκαιριακούς δανεισμούς για ν᾽αντέξεις κι όταν αντέξεις τους επιστρέφεις κι εξοφλείς...
Πολλά μπορείς στα καλντερίμια που η Λυπιού δεν έχει να σου δώσει...
Η Λυπιού, μια Λυπιού είναι πάντα...Σαν ενταφιασμός μου μοιάζει...Σαν αιώνιος πόνος...Σαν δια βίου κλάμμα...σαν δια βίου απώλεια...
Θεέ μου! Όχι στη Λυπιού!
Οι αληθινοί μου φίλοι,
μαύρα και κόκκινα φορούν...
και περπατούν
με μαύρη απελπισία
και με φλογερά οράματα γεμάτοι...
Εγώ τους διάλεξα...
κρυφά τους...
δεν το ξέρουν...
μα εγώ ήμουνα πάντα μαζί τους...
ακόμα κι όταν ήμουνα μακριά τους...
τους φίλους μου δεν θα τους συναντήσω...
γιατί μόνη έμαθα, δεν ξέρω αλλιώς...
να κραδαίνω τη δική μου μαύρη απελπισία, τα δικά μου φλογερά οράματα...
κι εγώ όμως τα μαύρα και τα κόκκινα ενδεδυμένη...
όπως αυτοί...
Σαν ξύπνησε απ᾽τη θέρμη του Ήλιου, ένιωσε πως πρόδωσε το χρόνο τώρα πια αυτή. Μια νύχτα ακόμα θα περνούσε σ᾽αυτό το ξέφωτο...Μια νύχτα αγκαλιά με το φεγγάρι, που τώρα πια έμπαινε στη χάση του...κι όλα θα ησύχαζαν, ώσπου να ξαναρχόταν το πρώτο του νύχι...
Πήρε το κουράγιο της και πήγε στην πηγή, όπου πάλι έβγαλε το φουστάνι της και πλύθηκε, μαλλιά και σώμα... καλά, τεμπέλικα, απολαυστικά...στο κρυστάλλινο νερό. Φόρεσε όμως τα πολύχρωμα ρούχα των Ιθαγενών. Αυτή τη φορά δεν ξέχασε να εναποθέσει το Λευτέρη στο πέτο της...Τζι-τζι-τζίίίί, έκανε ευτυχισμένος...
Έβαλε στ᾽αυτιά της δυο κοραλένια σκουλαρίκια, στο στήθος της ένα μεγάλο τυρκουάζ, στο χέρι της μια μπάλα κεχριμπάρι... έδεσε μικρές κοτσίδες τα μαλλιά της και τα τύλιξε ολόγυρα στο κεφάλι της.
Και γύρισε πίσω στη γωνιά που ήταν σαν σπίτι της...Σπίτι της;
Σκέφτηκε το καρύδι...που το άφησε αναξιοποίητο...δεν έτυχε να το χρειαστεί ακόμα...η πλάση όλη ήταν φίλοι της σ᾽αυτή τη γωνιά, που είχε διαλέξει, να διεκδικήσει την απόλυτη ευτυχία. Κι όταν όλη η πλάση είναι φίλοι σου, ξεχνάς το σπίτι, που μέσα του θέλει να σε κλείσει, ξεχνάς το σπίτι, που μέσα του θέλει να σε προστατέψει...
Άναψε φωτιά. Ταχτοποίησε τους καρπούς κι όλα τα δώρα, όμορφα, στην άκρη κι ως ετοιμαζόταν να φάει κάτι, ακούστηκαν καλπασμοί αλόγων και φωνές αρπακτικών... ενας κουρνιαχτός σκόνης φάνηκε στην άκρη του ξέφωτου...κι έπειτα ιππείς με πολύχρωμα ρούχα κι αυτοί...
Ιθαγενείς κι αυτοί...διαφορετικοί όμως απ᾽τους χτεσινούς...Στα μπράτσα τους κάθονταν γεράκια με σκεπασμένα τα κεφάλια τους...Τα άλογά τους ρωμαλέα με κορμιά δεμένα, μυώδη, νευρικά. Κάλπαζαν σαν ταύροι πιο πολύ, παρά σαν άτια. Αυτοί ήταν κυνηγοί σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ. Οι χτεσινοί ήσαν καλλιεργητές.
Ήρθαν κοντά της. Τα άλογα σταμάτησαν, σαν προσταγή κοινή να καθήλωσε τα πόδια τους ακαριαία, μες στη σκόνη των οπλών τους, που έκανε τον αέρα πνιγηρό... Ο αρχηγός τους, ή τέλος πάντων αυτός, που φαινόταν να είναι αρχηγός, ξεπέζεψε...
Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι...κι ήρθε και γονάτισε εμπρός στη Ζιμπουλιώ ο αρχηγός τους. Έκλινε κι αυτή το σώμα και το κεφάλι σε χαιρετισμό. Πήρε ένα αυτοσχέδιο πιάτο από πλατιά φυλλώματα, έβαλε μέσα κάστανα που είχε ψήσει και τους τα πρόσφερε...
Αυτοί ξεφόρτωσαν τα δερμάτινα δισάκια τους κι έβγαλαν από μέσα κρασί, τυρί, ψωμί...έβαλε και η Ζιμπουλιώ σύκα και σταφύλια και μήλα...κάθησαν ανακούρκουδα όλοι τους γύρω απ᾽τη φωτιά και πλάϊ της. Βουβοί. Άρχισαν να γεύονται τα κεράσματα...
Μετά κάποιος απ᾽αυτούς έβγαλε ένα μεγάλο συναξάρι τυλιγμένο σε άλικο μεταξωτό ύφασμα κι άρχισε να διαβάζει φωναχτά στη γλώσσα τους, γυρίζοντας αργά αργά τις μακρόστενες σελίδες σε κάθετη κίνηση. Όχι οριζόντια όπως τα βιβλία που ήξερε η Ζιμπουλιώ...
Κι ως τέλειωσε την ανάγνωση...όλοι ήπιαν από μερικές γουλιές κρασί κι όταν ένας άλλος έβγαλε ένα περίεργο μουσικό όργανο σαν σαντούρι άρχισαν να τραγουδούν...κι όλο το ξέφωτο αντιλάλησε...η ησυχία μπήκε σε δόνηση μεγάλη...
Μετά σηκώθηκαν κι όσοι είχαν τα γεράκια στα χέρια τους έβγαλαν τις σκούφιες απ᾽τα κεφάλια τους κι αποκαλύφθηκαν τα φοβερά τους μάτια, τα θεληματικά κι επιβλητικά τους ράμφη...
Τίναξαν στον αέρα τα πουλιά κι αυτά πέταξαν πάνω απ᾽τα κεφάλια τους στην αρχή, αλλά μετά χάθηκαν κι οι αφεντάδες τους τα περίμεναν φορώντας στα χέρια, που θα ξανακάθονταν, τα παχιά δερμάτινά τους γάντια ως τον άγκωνα...
Τα μάτια τους έβγαζαν σπίθες απ᾽το κρασί και την ζέση...Η Ζιμπουλιώ τους κοίταζε αποσβολωμένη...ανίκανη να σκεφτεί την σκηνή που θ᾽ακολουθούσε...όταν όλα τα γεράκια θα γύριζαν φέρνοντας στα γαμψά τους νύχια κι από ένα περιστέρι...
Οι αφεντάδες κάθησαν με τραγούδια και σιγοπίνοντας το κρασί τους, να ετοιμάζουν τα περιστέρια, να τα περνάνε σε βέργες, να τ᾽απλώνουν σε φωτιές που άναψαν πέρα απ᾽τη φωτιά της Ζιμπουλιώς...Μύρισε ο τόπος απ᾽τα ψησίματα...Κι η Ζιμπουλιώ τα᾽χε χαμένα...
Τότε ένας απ᾽τους κυνηγούς την πήρε απ᾽το χέρι και την ανέβασε σ᾽ένα άλογο. Ανέβηκε κι αυτός σ᾽ένα άλλο, κρατώντας τα γκέμια του δικού της αλόγου. Κι έτσι άρχισαν με ήσυχο καλπασμό να ιππεύουν μακρύτερα απ᾽το ξέφωτο και το γλέντι που ετοιμαζόταν...
Χάθηκαν σιωπηλοί μέσα στο δάσος κι αφουγκράζονταν τις αχτίδες να διαπερνούν τις πυκνές του φυλλωσιές. Μετά μια τεράστια χαμολάκα σ᾽εναν βραχότοπο, τους χάρισε το κρυσταλλένιο της νερό...
Βλέπε, και σημάδευε , Ζιμπουλιώ, είπε ο Λευτέρης. Σ᾽αυτά τά μέρη από αύριο θα συλλέξεις τους Καρπούς και το Νερό της Πρόνοιας. Κι αυτό έκανε η Ζιμπουλιώ μαζί με τον κυνηγό που την οδηγούσε...
Όταν γύρισαν πια πίσω η μέρα ήταν στο σβήσιμό της κι ο ήλιος εμφάνιζε μια κούραση μελωμένη και βαρύς-βαρύς άρχισε να βυθίζεται πίσω απ᾽το βουνό, χωρίς μια καληνύχτα...βουβός...
Καλό ξημέρωμα όμως φίλοι...
Αφιερωμένο στους νομάδες και τους κυνηγούς των Θιβετιανών οροπεδίων και των δύσβατων μονοπατιών των Ιμαλαΐων, που τα σαρώνουν με τα γιάκ τους, σώμα με σώμα με τους πιο δύσκολους καιρούς, που μπορεί το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα να γνωρίσει και να βιώσει...
Προσοχή στους διοργανωτές των ζωών των ανθρώπων, κάθε λογής...να το έχουμε υπ᾽όψιν...ποιός αποφασίζει για ποιόν σ᾽αυτόν τον κόσμο...και για ποιά συμφέροντα...κατάρα στον αμετροεπή “εξωραϊσμό” της ανθρώπινης ζωής, κατάρα στην αμετροεπή εκμετάλευση των φυσικών πόρων...
απ᾽τη νομαδική ζωή στα γκέτο...
μια μέρα στη ζωή ενός νομάδα των Ιμαλαΐων...
You just keep me hanging on...perfect day...problems all left alone...just on our own...such a fun...you make me forget myself...perfect day I’m glad I spent it with you...
Καθώς λοιπόν έπεφτε το σκοτάδι οι κυνηγοί μάζεψαν τα δισάκια τους και τα γεράκια τους, που εναλλάξ κοιμόνταν και ξύπναγαν αλαφιασμένα. Είχαν γευματίσει με τα πιτσούνια του κυνηγιού τους και είχαν αφήσει ένα μόνο για τη Ζιμπουλιώ. Την αποχαιρέτησαν λοιπόν κι έφυγαν, χωρίς δεύτερη λέξη, προς άγνωστη κατεύθυνση...μέσα στο σκοτάδι...
Τότε άρχισαν να μαζεύονται οι βραδινοί σύντροφοι της Ζιμπουλιώς. Πρώτος και καλύτερος ο Αητός. Ταιριασμένος με τη νυχτιά κι ο Ποντικός. Ο Λύκος. Τέλος τα φίδια. Κι ως εδώ καλά. Με τον ερχομό των φιδιών ολοκληρώθηκε η βασική ομήγυρη.
Με την ανατολή τού φεγγαριού, ωστόσο, φτιάχτηκε ένα αργόσυρτο ποτάμι προσέλευσης...κι όλα τα ζώα έστειλαν έναν αντιπρόσωπο με δώρα, ό,τι μπορούσε το καθένα, για τη Ζιμπουλιώ.
Γύρω στα μεσάνυχτα μια έκπληξη γέμισε τη Ζιμπουλιώ με αυτοπεποίθηση μεγάλη, γιατί αναρωτιόταν και το συζητούσε και με τον αγαπημένο της τζίτζικα, πώς θα μετέφερε τόσα πράγματα που έπρεπε να αρχίσει να συλλέγει απ᾽την επομένη κι όλας...
Ζιμπουλιώ, της είχε πει ο Λευτέρης, θα έχεις ορμήνεια από άλλο πρόσωπο. Δεν ξέρουμε, αλλά θα μάθουμε...Και πράγματι. Στις δώδεκα τη νύχτα, φορώντας την πρώτη της νεότητα κι έχοντας εκδυθεί το γήρας της, με ένδυμα νεράϊδας κι όχι των εγκοσμίων, εμφανίστηκε η νονά της...
Γονάτισε η Ζιμπουλιώ και της φίλησε το χέρι κι αυτή της χάϊδεψε τα μαλλιά και της είπε, Λύσε κόρη μου τα μαλλιά σου, άσε τα ελεύθερα τούτη την ώρα στον άνεμο της σελήνης και του μεσονυκτίου...τ᾽αποψινά σου δώρα, που τα πλάσματα αυτά σου έφεραν είναι τα πρώτα, που θα συλλέξεις για τον καιρό της ξηρασίας. Έχεις ήδη εισέλθει στην δοκιμασία της Πρόνοιας.
Εδώ σου φέρνω τους χρυσούς σάκους που θα τα συσσωρεύσεις. Είναι δύο. Ξέρω δεν μπορείς να μεταφέρεις μόνη σου και τους δύο. Μα δεν θα είσαι μόνη σου ως το τέλος. Μην ξεχνάς την ανταμοιβή σου, όταν θα φέρεις σε πέρας και τις δυό τελευταίες δοκιμασίες, που και οι δύο θα ολοκληρωθούν σε τούτο το ξέφωτο...
Απόψε θα διαλέξεις το σύντροφό σου σ᾽αυτό το τελευταίο στάδιο. Είναι σημαντική αυτή σου η επιλογή. Σημαντική από πολλές απόψεις. Κάθε πλάσμα παρόν εδώ απόψε είναι ο εν δυνάμει σύντροφός σου. Κι ετοιμάσου, γιατί θα τους γνωρίσεις όλους έναν – έναν. Αυτός είναι που θα κουβαλήσει το άλλο σακούλι.
Σ᾽αυτή σου την επιλογή θα πρέπει όμως να θραύσεις πρώτα το γυαλί στο παράθυρο της καλύβας, και το περιστέρι της καλωσύνης που φωλιάζει μέσα, έχει γι᾽αυτό κάτι να σου πει. Η καλύβα βρίσκεται στην μέση ακριβώς του ξέφωτου και δεν είναι απαραίτητο, να πας μόνη σου. Μπορείς να πάρεις μαζί έναν απ᾽τους φίλους σου εδώ...
Πάρε εμένα Ζιμπουλιώ, φώναζαν όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά...
Αλλά η συνέχεια αύριο φίλοι μου...
ο Ερμής ανάδρομος, η επικοινωνία χαλεπή. Ιδού ένα δείγμα...
Μαμά μου, χτες βράδυ, στο τηλέφωνο (μένει μόνη και μακριά μου): παιδί μου, αύριο είναι η γιορτή σου. Τι θα κάνουμε;
Εγώ: μαμά μου, αύριο είναι 28 Οκτωβρίου, επέτειος του ΟΧΙ στο Μουσολίνι. Εγώ γιορτάζω 25 Μαρτίου, του Ευαγγελισμού κι επέτειο της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας.
Μαμά μου: συγνώμη, παιδί μου! Δεν σου έχω πει, ότι αρχίζω και τα χάνω; Να! (μετά από λίγα δευτερόλεπτα) Α,α,α,α,α! Ώστε δεν είναι η γιορτή σου αύριο!
Εγώ (ξανά): μαμά μου, αύριο είναι 28η Οκτωβρίου, όχι 25η Μαρτίου...
Μαμά μου: ναι! ναι! κατάλαβα!
Όσο για τις άλλες επικοινωνίες...ανύπαρκτες...άρα τι να σχολιάσει κανείς...
Ερμής ανάδρομος ως τις 10 Νοεμβρίου...ως τότε επικοινωνιακό χάος.
Πάντως χτες (αυτό ενημέρωση προς κάθε ενδιαφερόμενο), τα κεφτεδάκια μου στο γκριλ κι όχι στο τηγάνι, έγιναν γκιουζέλ. Τσοκ γκιουζελ!!! Επισκέπτες μου κατανάλωσαν εν ριπή οφθαλμού το μεγαλύτερο μέρος τους, αφήνοντάς μου, μόλις ελάχιστα να γευτώ κι εγώ που τα έφτιαξα...
Ξανά περί ανάδρομου Ερμή: πώς να διώξω την αθρώα προσέλευση διαφημιστικών μηνυμάτων κι άλλων που δεν μ᾽ενδιαφέρουν και να προσελκύσω αυτά που μ᾽ενδιαφέρουν που ο ανάδρομος τα μπλοκάρει ανεπανόρθωτα;
δεν καταφέραμε να χτυπήσουμε το κρύωμα, όπως στις αρχές Σεπτεμβρίου, ή ό,τι είναι αυτό τέλος πάντων...αρχή συναχιού, όπως πιπέρια στον ουρανίσκο προς μύτη, η δύσκολη κατάποση, ακόμα πιο δύσκολη, πυρετούλης στο 37.8, τσάϊ τύπου earl grey με γάλα, Kristin Korb, basist and vocalist, στη σκηνή και good old “I’m old fasshioned” στην έναρξη...
I bloody am old fashioned and egotistic and stupidly proud...
Μα..τι ερώτηση!
Πιο πολύ δεν γίνεται...
Πολύ!
Απλά, Πολύ με κεφαλαίο Π.
Ναι,
εγώ πολύ,
με μικρά,
με κεφαλαία,
με όλα
ΠΟΛΥ.
Άσχημα πολύ!
Ωραία πολύ!
Πάντως όχι μέτρια πολύ!
...πολύ, να πάρει η ευχή και να σηκώσει...
.....στην Καραμελένια και την παρέα της.
Μετά από όλα αυτά που είδα εδώ μέσα,
το τραπέζι σου είναι γεμάτο λιχουδιές για το τσάι.
Τη βλέπω τη ροτόντα σου εκεί στην άκρη
στο σαλονάκι σου,
στο ημίφως από ένα τριανταφυλλί αμπαζούρ.
με άδεια χέρια δεν έρχομαι,
φέρνω κάτι βουτήματα,
δυο χαζούλες ακροστιχίδες
που σκάρωσα χθες στο σταθμό του τραίνου,
για να πάω στο ερωτικό μου ραντεβού.
Αγάπη είναι
η κατάφαση που δίνουμε
ο ένας στον άλλο,
αυτό το ''ναι, θέλω''
Το
Απρόσμενο
Ξένο
Ιερό
Δέος
Ισχύει.
Ένωση
Ροή
Ωδή
Συνεύρεση.
Ευχαριστώ για τα καλούδια, τα φυλάω στο γυάλινο βάζο, για τους επισκέπτες μας εδώ...
Βάζω στο τσαγάκι σου δυό-τρία μπουμπουκάκια άγριου τριαντάφυλλου, με τα ροζ πεταλάκια τους, για το άρωμα...
και μιαν ευχή από καρδιάς...
Γλυκός και πάντα αμφίδρομος ο δρόμος,
των ερώτων σου ο δρόμος
κι οι ράγες σου γρήγορες να᾽ναι!
Εμένα πάρε, έλεγαν κι έδειχναν με το δάχτυλο το στήθος τους και τόσο παράξενο ήταν όλο αυτό, που τα πλάσματα, που μιλούσαν μόνο τις δικές τους γλώσσες, ως πριν λίγο, έξαφνα απόκτησαν ανθρώπινη λαλιά και λέγανε το ίδιο πράγμα, εμένα, πάρε, εμένα!
Ήρθε η Ζιμπουλιώ σε δύσκολη θέση. Αυτή, που αγαπούσε όλους και δεν ήθελε να κακοκαρδιστεί με κανέναν...Έπρεπε να διαλέξει αυτόν, που θα την βοηθούσε να πάρει τη συμβουλή, για το ποιόν θα διάλεγε οριστικά, μετά...Αυτό κι αν ήταν μπέρδεμα.
Αποφάσισαν να βάλουν κλήρο. Μάζεψαν λοιπόν από ένα δικό τους πράγμα και έριξαν όλα τα δικά πράγματα σ᾽ένα μεγάλο δοχείο. Τα ανακάτεψαν καλά-καλά κι ύστερα έδεσαν τα μάτια της Ζιμπουλιώς με ένα μαντήλι. Η Ζιμπουλιώ τράβηξε τον κλήρο κι ήταν ανέλπιστο τίνος το δικό πράγμα της έτυχε...Ενός γατόπαρδου...
Ο Γατόπαρδος υποκλίθηκε κι η Ζιμπουλιώ δεν μπόρεσε να κρύψει ένα πνιχτό γέλιο, γιατί ο τρόπος του της θύμισε τον παπουτσωμένο Γάτο του παραμυθιού, που υποκλινόταν εμπρός στον βασιλιά, για τον αφέντη του τον φανταστικό Μαρκήσιο του Καραβά! Ο Γατόπαρδος ενοχλήθηκε απ᾽το πνιχτό γελάκι της, αλλά απ᾽την άλλη ήταν ενθουσιασμένος για το προνόμιο.
Μπρος ο Γατόπαρδος, πίσω η Ζιμπουλιώ και στο πέτο της ο Λευτέρης ξεκίνησαν για την καλύβα. Στον ουρανό το φεγγάρι ήταν ολοφώτιστο, αλλά μια μικρή φέτα του είχε ήδη χαθεί...
Τη Ζιμπουλιώ ακόμη τη δέσμευε ο κανόνας της σιωπής κι έτσι κράταγε το ρυθμό του βαδίσματός τους με ένα μουρμουρητό τα λόγια μιας γαμήλιας καντάδας... “Α, μωρέ, από τ᾽άλφα θε᾽ν᾽αρχίσω, από τ᾽άλφα θε᾽ν᾽αρχίσω, κόρη μου να σ᾽αγαπήσω"...και δόστου ξανά...”Βη, μώρε, βήτα, βέβαια σου λέγω, βήτα, βέβαια σου λέγω, πως για σε πονώ και κλαίγω "...και ξανά...”Γα, μωρέ, γάμα, στείλε μου ένα γράμμα, γάμα, στείλε μου ένα γράμμα, για να κοιμηθούμε αντάμα”...
Η μέση του ξέφωτου ήταν αρκετά κοντά και σε πολύ λίγο φάνηκε η καλύβα. Είχε ένα ανεπαίσθητο φως, που απαύγαζε απ᾽το εσωτερικό της. Πλησίασαν και κοίταξαν μέσα. Ήταν άδεια, εκτός από μια γωνιά της, που είχε τη φωλιά της μια περιστέρα...
Εκεί καθόταν η περιστέρα κι έκλωθε τ' αυγά της υπομονετική και προφυλαγμένη. Η Ζιμπουλιώ έκανε ν᾽ανοίξει την πόρτα, μα αυτή ήταν σαν κλειδωμένη κι έπειτα η ορμήνεια έλεγε, “να θραύσει το γυαλί του παραθύρου”.
Έβγαλε το παπούτσι της και χτύπησε μ᾽αυτό το γυαλί. Το γυαλί ράγισε, αλλά δεν έσπασε. Έψαξε και βρήκε μια πέτρα και ξαναχτύπησε μ᾽ αυτή το γυαλί. Και τότε αυτό θρυματίστηκε oλωσδιόλου και τα θρύψαλά του έπεσαν μέσα στην καλύβα. Η περιστέρα ασάλευτη, καλώς την, της φώναξε. Φτάνει, Ζιμπουλιώ, δεν χρειάζεται άλλη προσπάθεια...
Το ταίρι σου θα διαλέξεις να᾽ναι, με ψυχή κι ενόραση αητού, πείσμα και θέληση ποντικού, καρδιά γατόπαρδου, γρηγοράδα ελαφιού, τρυφεράδα αγριοπερίστερου, επιβλητικότητα λιονταριού, γεναιοδωρία και πίστη ελέφαντα, τη σοφία, αλλά και τη γλύκα ενός πληγωμένου λύκου. Αυτή είναι η δική μου συμβουλή, αλλά η επιλογή δική σου...
Αυτά είπε η περιστέρα και μετά σιώπησε κι αφοσιώθηκε στο να κλωσσάει τ' αυγά της. Η Ζιμπουλιώ, έκλινε το κεφάλι, έβαλε την παλάμη στην καρδιά της, μετά χαιρέτησε κουνώντας την στον αέρα κι άρχισε την επιστροφή πάλι με τον Γατόπαρδο μπροστά, να ελέγχει το δρόμο με τη χάρη του αίλουρου και τα μάτια γεμάτα φώσφορο...
Όταν έφτασαν λοιπόν πίσω, όλα τα πλάσματα άρχισαν να μιλούν, τι έγινε, τι έγινε κι έτσι επικράτησε ένας βόμβος, που όμως έπαυσε απότομα όταν η Ζιμπουλιώ παρέμεινε σιωπηλή. Κάθισε πλάϊ στη φωτιά, τους κοίταξε όλους με αγάπη και θλιμένη και πολύ σκεφτική, βάλθηκε να κοιτάει το φεγγάρι, που σιγά- σιγά κατευθυνόταν στη δύση του.
Τότε την πλησίασε η νονά της. Την αγκάλιασε. Ζιμπουλιώ μου, της είπε, καλύτερα κι από μάνα, Ζιμπουλιώ μου, ησύχασε, η συμβουλή της περιστέρας είναι σοφή. Η γνώμη μου είναι να την ακολουθήσεις κατά γράμμα. Ναι ξέρω πως σου είπε για περισσότερα από ένα πλάσματα να διαλέξεις. Αυτό είναι εφικτό.
Είναι όλα εδώ μαζί σου και στέκονται καρτερικά να τα διαλέξεις. Εγώ θα βοηθήσω όσο το φεγγάρι είναι παρόν. Λίγο πριν τη δύση του θα έχεις το σύντροφό σου. Διάλεξε κόρη μου τώρα. Γίνε θαρραλέα. Γίνε αποφασιστική. Σηκώθηκε τότε γεμάτη θάρρος κι αγάπη και στάθηκε μπροστά στα πλάσματα...
Η νονά, είπε, τώρα η Ζιμπουλιώ θα διαλέξει ανάμεσά σας όποιο από σας θα χρειαστεί για να γεννηθεί ο σύντροφός της...Κι η Ζιμπουλιώ χωρίς δεύτερη σκέψη, διάλεξε όπως είχε πει η περιστέρα...Φτάνοντας το Λύκο, τον άγγιξε, τον κοίταξε στα μάτια κι αναρωτήθηκε για τη ρήση της περιστέρας, πως αξία θα᾽χε ένα πληγωμένος λύκος.
Δεν απόσωσε τη σκέψη της κι ως άγγιζε το σώμα του, κοντά στον ώμο του είδε μια χαίνουσα πληγή. Έβγαλε το μαντήλι της και το ακούμπησε στην πληγή. Μάτωσε. Τον χάϊδεψε κι αυτός αλύχτησε απ᾽τον πόνο...αλλά έγλυψε την πληγή του κι έπειτα έγλυψε το χέρι της Ζιμπουλιώς μ᾽ευγνωμοσύνη...
Ένα ένα τα πλάσματα που διάλεξε συγκεντρώθηκαν πλάϊ της στη φωτιά καί τότε, καθώς το φεγγάρι γύρισε το φως του κατά πάνω τους, όλες οι φωτιές σβύστηκαν. Έγινε σκοτάδι και μόνο το φεγγαρόφωτο έλουζε τα πάντα μ᾽αυτό το λαμπρό γαλαζωπό φως του.
Η νονά στάθηκε πάνω τους και σαν να συγκέντρωσε τη δύναμη αυτού του φωτός στα χέρια της, τα άπλωσε κι ευχήθηκε κοιτώντας τη Σελήνη. Ευχήθηκε μ᾽ ακατάληπτες λέξεις...ξανά και ξανά...πάλοντας το λυγερό της σώμα μπρος πίσω...τα μαλλιά της σαν μαύρος χείμαρος, που άστραφτε πάνω του κάθε φεγγαραχτίδα, έλουζαν το σώμα της, ως τα πόδια κάτω...Ευχήθηκε, ξανά και ξανά...
Και τότε όλα τα πλάσματα άρχισαν ν᾽αποχωρούν με σεβασμό γι᾽αυτό που επρόκειτο να συμβεί και χρειαζόταν μυστικότητα...Αυτή συνέχιζε να εύχεται ξανά και ξανά με την ίδια κίνηση του σώματος, ώσπου ο τόπος είχε πια αδειάσει και μόνο όσοι χρειάζονταν είχαν απομείνει σ᾽εκείνον τον τόπο...
Τότε το φως εντάθηκε στο έπακρο. Έγινε ασημόλευκο κι εκτυφλωτικό κι όταν άρχισε σιγά-σιγά να εκτονώνεται στο γνωστό φως της Σελήνης στην πρώτη μέρα της χάσης της, τότε η φωτιά ξανάναψε και πλάϊ της βρισκόταν η Ζιμπουλιώ, η νονά της κι ένας νέος άνδρας.
Ο σύντροφός της. Της έπιασε το χέρι...φίλησαν το χέρι της νονάς...η νονά τους αγκάλιασε και τους ευχήθηκε...χαιρέτησε τη Ζιμπουλιώ, ψιθυρίζοντάς της στο αυτί, ζήσε καλά, ζήσε ευτυχισμένα κόρη μου κι εγώ πάντα μαζί σου θα᾽μαι...και χάθηκε όπως ήρθε...
Τότε έδυσε η Σελήνη μέσα στο φως του λυκαυγούς κι όταν φάνηκαν οι πρώτες ηλιαχτίδες, Ζιμπουλιώ, είμαι ο Ανδρέας, της είπε...κι αυτή σφίγγοντάς του το χέρι που κρατούσε το δικό της, χάθηκε στα μάτια του...κι είδε εκεί τον Αητό, τον Ποντικό, τον Γατόπαρδο, το Ελάφι, το Αγριοπερίστερο, το Λιοντάρι, τον Ελέφαντα, μα πάνω απ᾽όλα τον πληγωμένο Λύκο...
Κι ήταν πια σίγουρη και θαρραλέα, γεμάτη αγάπη για τον σύντροφό της...το δώρο της φύσης, το δώρο του κόσμου της απέραντης ευτυχίας...
Καλό ξημέρωμα φίλοι, όσοι μοιραστήκατε απόψε μαζί μου τη χαρά της Ζιμπουλιώς...
Συμβαίνει τώρα: θύελλα στη Βόρεια Ευρώπη. Φίλη μου στη Σουηδία, περιγράφει στο facebook, πως ήδη τώρα δέχονται τις συνέπειές της...Το σπίτι κι η σκεπή τρίζουν, το ρεύμα τους έχει διακοπεί. Με τους Άγγλους φίλους μου δεν έχω μιλήσει ακόμα...
Ανακαλώ την εξής μνήμη:
Νοέμβριος 1991. Βρίσκομαι στο Νότιοδυτικό Λονδίνο, κάτω απ᾽το ποτάμι κάμποσο... Το σπίτι μου διαγώνια αντίθετα. Βόρειοδυτικό Λονδίνο σαφώς πάνω απ᾽το ποτάμι...
Ξαφνικά προς το μεσημέρι αρχίζει το πανηγύρι. Αιωρούνται όλα βίαια προς όλες τις κατευθύνσεις...Κι όταν λέω όλα όχι μόνο σκουπίδια του δρόμου ή ξερά φύλλα φθινοπώρου, αλλά βαριά πράγματα όπως ταμπέλες μαγαζιών, δέντρα που πέφτουν κλπ.
Μαθαίνουμε την απαγόρευση της κυκλοφορίας και παθαίνουμε πανικό γιατί αυτή την εποχή ήδη νυχτώνει απ᾽τις 4.30μμ. Και ήμασταν και σε περιοχή που έπρεπε κανείς να κυκλοφορεί σε ομάδες, Ποτέ μόνος. Τεράστια εγκληματικότητα και δεν μιλούσαμε για κλοπές ή χαζοπταίσματα. Μιλούσαμε για δολοφονίες εν ψυχρώ.
Με φίλη που έμενε στο κέντρο της πόλης στην ευθεία της δικής μου διαδρομής, αποφασίζουμε να φύγουμε πάση θυσία και βγαίνουμε στο δρόμο.
Τίποτα για πολλή ώρα. Κανένας και τίποτα κι όλα ένα αναμάμαλο...
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι ένα ταξί χωρίς τη σημαία του. Κουνάμε πόδια και χέρια. Ο άνθρωπος που ήξερε τι έπαιζε σταμάτησε, Πού πάτε αγάπες, μας λέει. Βόρεια του λέμε. Μπείτε μέσα μας λέει κι ό,τι προκύψει. Κι αυτός σαν κι εμάς είχε ξεμείνει κάτω, ενώ έμενε Βόρεια κι έλπιζε να μειωθεί το κακό, αλλά αυτό δεν κι είχε αποφασίσει να ρισκάρει, αλλά να γυρίσει κάπως,να χωθεί σπίτι του.
Ήταν υπέροχος. Την φίλη την αφήσαμε στην πόρτα της. Τυχερή. Εγώ είχα αποκλεισμό, γιατί αιωρούνταν οι λαμαρίνες μιας οικοδομής κοντά στο σπίτι μου...Ο άνθρωπος βέβαια με άφησε με τους γείτονες που ήταν κι αυτοί εγκλωβισμένοι...και πήγε στην ευχή του Θεού...
Στο σπίτι μου μπήκα αργά το βράδυ. Στο μεταξύ είχαμε διασπαρεί στις pub της γειτονιάς και διάφορα άλλα στέκια, που μένανε εκ φύσεως ανοιχτά, όπως ας πούμε εγώ χώθηκα στο laundry, που επλενα συνήθως τα ρούχα μου και λειτουργούσε 24 ώρες το 24ωρο.
Όταν γύρισα σπίτι, μαζί με άλλες κυρίες, που μας συνόδευσαν οι άντρες της γειτονιάς, μιλάμε θεοί, gentlemen, βρέθηκα μπροστά στο σπίτι του καρβουνιάρη...
Καπνιά από πού δεν ξέρω, γιατί δεν έμαθα ποτέ, είχε περάσει μέσα από τους αεραγωγούς (μιλάμε για μεγάλου μεγέθους σύστημα εξαέρωσης των χώρων σε πολυκατοικία του 19ου αιώνα!).
Η καπνιά του Λονδίνου έχει ένα ίχνος γράσου μέσα της. Δεν είναι σκέτη σκόνη όπως σ᾽εμάς...
Το τι φασίνα έριξα δεν λέγεται...ούτε περιγράφεται...κόλαση...
Το φαινόμενο μετριάστηκε προς το πρωΐ, αλλά ήταν να πάμε για τριήμερο στο Dorset μ᾽έναν φίλο κι αναβλήθηκε, γιατί στην περιοχή τους δεν ίπταντο λαμαρίνες, αλλά σκεπές σπιτιών...
Η εκδρομή έγινε το σαββατοκύριακο που ακολούθησε μετά τη θύελα. Οκτώ μέρες μετά δηλαδή...
Με πήγε στη θάλασσα, όπου υπήρχε ένας τεράστιος σε ύψος κυμματοθραύστης. Θα έβλεπα υποτίθεται τα επακόλουθα της θύελλας. Η θάλασσα τον σκέπαζε κι ερχόταν και μας εύρισκε από κάτω...Ας φανταστούμε τι έκανε την ώρα της θύελλας. Δεν θα ήθελα να είμαι εκεί...Δεν θα ξεχάσω τη δύναμή της ποτέ...
Μιλάμε για το Waymouth, που στους προηγούμενους Ολυμπιακούς φιλοξένησε τα θαλάσσια αθλήματα...
Ο Ρόκκο και τ᾽αδέλφια του.
Να ζεις με τον έρωτα της ζωής σου αρμονικά, να γεννάς παιδί μαζί του, αλλά να γεννάς κι έτσι το βρίσκω απ᾽τα σπουδαία δώρα της ζωής...
Μια υπέροχη γέννα...
Εύχομαι κάθε ευτυχία μέσα απ᾽την ψυχή μου...σ᾽όσους μπορούν...να ζούν ΕΤΣΙ απλά κι αισθαντικά και φυσικά...
Η μέρα βρήκε τον Ανδρέα και τη Ζιμπουλιώ να κουβεντιάζουν και να γελούν αμέριμνοι...Κάποια στιγμή μάζεψαν τα πράγματά τους και τους δυο χρυσούς σάκους κι άρχισαν την περιπλάνησή τους για την περισυλλογή των καρπών και του νερού της πρόνοιας.
Οι σάκοι ήταν φτιαγμένοι με μαγικές ιδιότητες κατά τη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού παιχνιδιού της νονάς της Ζιμπουλιώς. Κι όταν οι νεράϊδες συσκέφθηκαν και αποφάσισαν να την κάνουν νονά της Ζιμπουλιώς, τότε σκέφτηκε πως δικαιωματικά αυτοί οι σάκοι θα της ανήκαν.
Ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς σάκοι δίχως πάτο. Φαίνονταν πεπερασμένου βάθους, αλλά στην ουσία ήταν όσο βαθείς χρειαζόταν ή ήθελε ο χρήστης τους. Το δε βάρος τους δεν ξεπερνούσε ποτέ εκείνο, που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να σηκώσει, όσα κι αν είχαν συσσωρευθεί στην κοιλιά τους...
Τα φόρτωσαν όλα στους ώμους και άρχισαν την περιπλάνηση. Αρκετά γρήγορα άφησαν το ξέφωτο και μπήκαν στους άγριους αγρούς και το δάσος. Ξεκίνησαν να μαζεύουν μικρές αγκαλιές από χαμομήλια και τσουκνίδες και μολόχες, μετά άγρια μέντα, φλισκούνι, άγριο δυόσμο, αλιφασκιά, τσάϊ του βουνού, δίκταμο και ρίγανη, θυμάρι, θρούμπι...
Γέμιζαν μ᾽αυτά τον πρώτο σάκο...οι οσμές ήταν μεθυστικές και ο μικρός θερισμός είχε απλώσει τους εξατμισμένους χυμούς παντού...ακόμα και στα ρούχα και στις ανάσες τους... Εκεί πρωτοαγκαλιάστηκαν... εκεί πρωτοφιλήθηκαν... μεθυσμένοι κι οι δυό... η Ζιμπουλιώ κι ο αγαπημένος της τώρα πια.
Ο Ανδρέας, ο άνδρας με την ψυχή των πιο χαρισματικών πλασμάτων της φύσης. Ο άνδρας που δεν είχε ούτε γονείς, ούτε καταγωγή. Αυτός που φτιάχτηκε γι᾽αυτή τη χαρισματική κόρη, την ώρα που μια μάγισσα τιθάσευσε τη φύση, κάτω απ᾽το φως του φεγγαριού που είχε ήδη μπει στην ήσυχη πια χάση του...
Ύστερα μπήκαν σ᾽έναν οπωρώνα. Μάζεψαν μήλα, αχλάδια, σύκα, αλλά και σταφύλια από κάτι αμπέλια, που άναρχα είχαν αναρριχηθεί πάνω στα οπωροφόρα. Ήταν όλα κατάφορα και μυρωδάτα...
Χρυσόμυγες πετούσαν ευτυχισμένες. Σκαθάρια τρέχανε στο χώμα κι ερωτεύονταν. Συνάντησαν και τις συγγένισσες της Αρμπόριας κι αντάλλαξαν θωπείες... Πριν φύγουν με τα ευτυχισμένα τους συρίγματα...πήραν γάλα απ᾽τις κατσίκες που έβοσκαν πιο κει...
Η Ζιμπουλιώ έστρεψε το βλέμμα της και κοιτούσε τον Ανδρέα κι απορούσε, πώς μια μέρα μόλις πριν τα κατάφερνε ολομόναχη, αν και με την υπέροχη βοήθεια όμως τόσων όντων, να φέρει σε πέρας τόσο δύσκολες δοκιμασίες. Μπροστά τους αυτή εδώ ήταν μια χαρούμενη εκδρομή...
Αυτά σκεφτόταν ώσπου...
Αλλά φίλοι αύριο πάλι η συνέχεια...δυστυχώς αφ᾽ενός ο ειρμός, αφ᾽ετέρου ένα φθινοπωρινό κρύωμα με ταυτόχρονο συνάχι και βήχα, άρα αρκετό ξενύχτι ήδη και κούραση, επιβάλει διακοπή εδώ και τώρα...και με συνοδό τον κ. Ξαπλόπουλο σας εύχομαι εγκαρδίως και με υπέροχα αιθέρια έλαια κάτζεπουτ, λεβάντας και ευκαλύπτου, ενα πολύ καλό ξημέρωμα! Έξω καρδιά λοιπόν...
Οι λέξεις είναι άσχημες, όταν αυτός που τις ξεστομίζει ξεχνάει προς τα πού τις ξεστομίζει, δεν προφυλάει ούτε τον εαυτό του, ούτε αυτούς για τους οποίους τις ξεστομίζει κι έτσι φτιάχνονται ρήγματα ανάμεσα σ᾽αυτόν που τις ξεστομίζει κι αυτόν που τις δέχεται...συχνά αγεφύρωτα ρήγματα...
Επίσης οι λέξεις γίνονται άσχημες, όταν τις απευθύνουμε για να ταπεινώσουμε αυτόν που τις απευθύνουμε...ειδικά αν αυτό γίνεται ενσυνείδητα...κι αυτές οι άσχημες λέξεις, όπως κι αν τις έχει αρθρώσει κάποιος, γίνονται ανεξίτηλοι λεκέδες, που τους κοιτάς πάνω στα ρούχα της ψυχής σου και θυμάσαι τραγικά ανελιπώς, τότε που χύθηκαν ας πούμε αδέξια πάνω σου, σε μια στιγμή υπέρμετρου θυμού...
πολύ δε περισσότερο, αν ο θυμός προέρχεται, γιατί ο άλλος “είδε” μέσα σου, με την αγάπη του, σε διαπέρασε...κι εσύ δεν ήθελες αυτό...ήθελες να εισβάλεις στον άλλο, χωρίς να τρωθεί το κέλυφος, μάλιστα το πολλαπλό κέλυφος που ήθελες να κρύβεσαι πίσω του...ο άλλος “είδε” λοιπόν μέσα απ’ αυτό και ήθελε να γνωρίσει αυτό...να δει το γιατί...να το μοιραστεί...να το σηκώσει μαζί σου...
Το πώς διαχειριζόμαστε το θυμό μας, όμως, κύρια πώς τον εκφράζουμε είναι στοιχείο ανθρωπιάς...Αν την ώρα που είμαστε θυμωμένοι όλοι γύρω μας πρέπει να γίνουν τα καλάθια αχρήστων που πετάμε το θυμό μας, αυτό κάνει τις σχέσεις άνισες στο ελάχιστο και στο μέγιστο σχέσεις βίας...Κι εκεί είναι το σημείο που σταματάει κάθε απόπειρα να συνεχίσει αυτή η συναλλαγή, Ή αν συνεχίσει θα πρέπει και οι δύο να έχουν την οξυδέρκεια και τη θέληση να το πάνε μέχρι τέλους...
Κι όταν λέμε μέχρι τέλους, εννοούμε, να αποδεχτούν ο ένας το ρόλο του άλλου...όποιος κι όπως κι αν αυτός εξελίσσεται...
αυτό είναι το παιχνίδι με τά άσχημα λόγια...στην ουσία του...
[ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ εκεί που αγαπώ και διαπερνώ και αυτό δεν γίνεται αποδεκτό και ανεκτό]
τιτάνων της τέχνης...τμήμα μιας σειράς συζητήσεων...που με συντρόφευσε στη δύσκολη νύχτα που πέρασε...καλημέρα σε όλους κι όλες...
με αυτό!
κι αυτό:
D'amor sull'ali rosee Με τα ρόδινα φτερά της αγάπης, vanne, sospir dolente, ταξίδεψε, πονεμένε μου στεναγμέ, del prigioniero misero παρηγόρησε τη δύστυχη ψυχή conforta l'egra mente. του έρημου φυλακισμένου. Com'aura di speranza Σαν μια πνοή ελπίδας, aleggia in quella stanza. φτερούγισε στο κελί του. Lo desta alle memorie, ξύπνησέ του τις αναμνήσεις ai sogni dell'amor! και τα όνειρα του έρωτα! Ma deh! non dirgli, improvvido, Αλλά μην κάνεις την απερισκεψία να του πεις le pene del mio cor! τους πόνους της καρδιάς μου!
Και είπε:
Μα η Ελένη μ’ αγαπά, το ξέρω - κι’ εγώ την αγαπώ. Ποτέ δεν είχα δίπλα μου ένα τόσο αξιόλογο άτομο. Χιλιάδες φορές ανώτερό μου. Και είναι ίσως το μοναδικό πρόσωπο που μ’ αγαπά, με χαίρεται, με θαυμάζει…. λίγο (μα τι λέω).
Κι’ εγώ δεν χάνω ευκαιρία να την πατήσω κάτω. Την απαξιώνω. Την λιώνω.
Και είπε ο άλλος:
Φυσικά! φυσικά!
Εκεί κάτω στην εσχατιά που έχεις ρίξει τον εαυτό σου, μόνο οι έσχατοι σου πρέπουν για παρέα.
Και αυτό πρέπει να το αποδείξεις!
Να μια άλλη θεώρηση του αρχαίου μύθου.
Γιατί ο Ηρακλής σκότωσε τη Λερναία Ύδρα;
Γιατί στην ουσία δεν μπήκε στον κόπο να δει ένα-ένα τα κεφάλια της. Τα είδε να σαλεύουν επιθετικά όλα μαζί και σκιάχτηκε.
Όπως σκιάχτηκαν κι όλοι οι άλλοι... Αν όμως έμπαινε στον κόπο, να τα δει ένα-ένα, από μια γωνία προσεκτικά και ψύχραιμα, θα έβλεπε τι έκανε το κάθε ένα.
Θα σπούδαζε τα χούγια τους...θα έβαζε το σπαθί του στο θηκάρι, θα άναβε ένα τσιγάρο στριφτό και θα άφηνε τα κεφάλια να ησυχάσουν.
Κι όταν αυτά ησύχαζαν, τότε θα άνοιγε τις κουβέντες, που θα ήθελαν τα κεφάλια...ένα-ένα κεφάλι, μια-μια κουβέντα...κι αν κάποιο από τ’ άλλα ήθελε να πάρει τη σειρά του διπλανού του, ο Ηρακλής μ’ αγάπη, έπρεπε να βάλει τάξη σ’ αυτό τον ανταγωνισμό των κεφαλιών...
Έτσι μόνο θα έμενε το σπαθί του στο θηκάρι και τα κεφάλια θα προσπαθούσαν να συμβιώσουν μεταξύ τους εν ηρεμία...
χωρίς καβγάδες, θυμούς, ανασφάλειες...ανταγωνισμούς.
Σαν ΕΝΑ σοφό, υπέροχο κεφάλι, ενός περήφανου κι επιβλητικού ζώου...που πια θα συμφιλιωνόταν με τον πολλαπλό του χαρακτήρα και θα τον έκανε εργαλείο ωφέλιμο, για το ίδιο και τους γύρω του, αντί εργαλείο πολέμου ενάντιά του κι ενάντια στους γύρω του...
Συμπέρασμα: έτσι η ζωή έχασε μια ευκαιρία...
Προτροπή: ας σκεφτούμε το μύθο κι οι Ηρακλείς και τα κεφάλια των Λερναίων Υδρών, ένα-ένα κι όλα μαζί...ίσως δεν έχει χαθεί ολότελα η ευκαιρία...
Άκου τρελό όνειρο.
Έβλεπα λέει πως οι παγωμένες Άλπεις είχαν παραλίες τρελές, γυναίκες παντού, ήλιο, λεφτά, μοτόρια παντού στα κολασμένα στροφιλίκια και...όλα τζάμπα. Το έμαθα πρώτος κι έφυγα. Πήρα πλοία, τραίνα, αεροπλάνα και σκάω άρχοντας. Άλλαζα μοτόρια στη διαδρομή (είπαμε, όλα τζάμπα), κάθε 3 και λίγο, κι άλλο ολοκαίνουργιο εργαλείο με περίμενε. Τρελά γκάζια ώσπου, βλέπω μπροστά τον scrab! Μιλάμε για τρελό μπουνίδι. Κλωτσιές, τρίποντα μπουνίδια γυριστά, τρελό ξύλο λέμε.
Το τέλος δεν πρόλαβα, ξύπνησα. Καλύτερα γιατί έχανα (για λίγο...).
Σημ. Καραμελένια περαστικά, ελπίζω να είσαι καλύτερα. Φιλιά.
...στον υπέροχο κόσμο που φύεται το δέντρο Melaleuca cajuputi. Στη νότια Ασία και στην Αυστραλία δηλαδή.
Απ’ αυτό το δέντρο λοιπόν βγαίνει το αιθέριο έλαιο με την ονομασία Cajuput. Ιδιότητες αυτού; Οι κάτωθι:
1. κάθε, μα κάθε δυσφορία του αναπνευστικού συστήματος, του άσθματος αρχομένου και καταλήγοντας στο κρύωμα, τις ιώσεις και τα συνεπακόλουθά τους.
2. επουλώνει τις πληγές σε δερματικές παθήσεις, όπως η ακμή και η ψωρίαση,
3. βοηθάει στη δυσπεψία, καταπραΰνει το πεπτικό σύστημα, στις περιπτώσεις φλεγμονών,
4. σε περίπτωση πυρετού έχει εξαιρετική επίδραση, “δροσίζοντας” το σώμα,
5. Στην ψυχολογία κάνει καλό στο να καθαρίζει τη σκέψη και να διώχνει τη βαριά διάθεση,
6. αναμεμιγμένο με βασικά λάδια, με επαλήψεις ή μασάζ, βοηθά στους μυϊκούς πόνους, τους πόνους των αρθρώσεων, των ρευματισμών,
7. πολύ καλό για τα τσιμπήματα εντόμων
Η δική μου εμπειρία, εκτός της γλυκιάς και διαπεραστικής μυρωδιάς του, μαζί με λίγη λεβάντα κι ευκάλυπτο, έχει να κάνει με το ότι ησυχάζει το συνάχι και το πνίξιμο απ΄το βήχα, βλέπετε τα έχω ταυτόχρονα κι αν τ’ αφήσεις στη μοίρα τους, είναι ανυπόφορα, έως του να σκάσει κανείς. Το cajuput είναι κυριολεκτικά σωτήριο, όπως και για τον πυρετό, που και μόνο με την εισπνοή μου κατέβηκε κάθετα...
Ήμουν πολύ τυχερή που το βρήκα σε ένα μαγαζί στο κέντρο μόλις προχτές, που ξεκίναγε το σκηνικό κι έφτασε στην ώρα του, για να ευκολύνει τον κύκλο αυτού του περίεργου κρυώματος, να το πούμε; σε βρίσκω αδύναμη και σε βάζω κάτω να το πούμε; Δεν βαριέστε.
Υμνος στο Cajuput το λέμε!!!
...η Βελανιδιά,
μ αυτή την αλληγορία της Λερναίας Ύδρας.
Ας καταλάβει ό τι μπορεί ο καθένας,
πολλές ερμηνείες χωράει, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Κεφάλια μπορεί να είναι τα σκοτεινά μας πάθη, αλλά όχι μόνο...
Ένα συναίσθημα θα καταθέσω απόψε, που έχει να κάνει με τις ''λέξεις''
Δεν μπορεί κανείς να τις μαζέψει πίσω, άπαξ και βγούν από το ''έρκος των οδόντων'' [Αντιγόνη; Σωστά το θυμάμαι;]
Μένουν εκεί, σαν φαντάσματα, ηχούν στην ακοή του αποδέκτη, δε σωπαίνουν, κι ας κλείνουμε τ αυτιά μας.
''Είσαι μισότρελη'', μου είπε αγαπημένο πρόσωπο, εν παραφορά ευρισκόμενο.
Αφού το ''άκουσα '' ξανά και ξανά, χιλιάδες φορές,
''Είναι τιμή μου'', επιτέλους απαντώ.-
ό,τι γράφουμε εδώ, καλό θα ήταν να μην το εξηγούμε, να μην το αναλύουμε εμείς οι ίδιοι που το γράφουμε, αλλά και οι συνοδοιπόροι μας σ’ αυτό το νήμα, βρίσκω θελκτικό και εξαιρετικά δημιουργικό να “τοποθετούνται” παραθέτοντας δικό τους λόγο ή λόγο άλλου...Βέβαια ο Vale αυτό το έχει καταστρατηγήσει κατά κόρον...
τον συγχωρούμε...
δεν έχουμε και πολλούς τολμηρούς σ’ αυτό το νήμα,
που είναι νήμα τόλμης περισσότερο, να εκτεθούμε διπλά. Απ’τη μια με τα ίδια τα αισθήματά μας, κι απ’ την άλλη με το μέσο και τον τρόπο της έκφρασής τους...
Έτσι αγαπημένη Bookluv, μην περιμένεις κάποιου είδους απάντηση στα ερωτήματά σου σχετικά με την άλλη εκδοχή του Ηράκλειου μύθου με την Λερναία Ύδρα.
Όντως όποιος καταφέρει, να βρει κάτι δικό του σε κάποιο απ’ τα κείμενα εδώ, έχει καλά και χαρά θα νιώθει όποιος το έγραψε.
Αλλιώς δεν πειράζει...δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός είναι το παιχνίδι και οι όροι που παίζεται...
Μπορεί ο συγγραφέας ενός κειμένου ή αυτός που επιλέγει κάποιο κείμενο άλλου, να έχει κατά νου μια καθαρά στενή σχέση συνάφειας με τον προσωπικό του κόσμο. Μπορεί και όχι. Μπορεί να θέλει να γενικεύει...μπορεί και όχι.
Είτε το ένα συμβαίνει, είτε το άλλο, γίνεται πιστεύω αντιληπτό απ’ τους αναγνώστες.
Είναι μια τράπεζα αισθημάτων εδώ. Κι έτσι ποιός θα πήγαινε σε μια τράπεζα, να ζητήσει εξηγήσεις, για την άλφα ή βήτα κατάθεση του διπλανού του;
Είναι ταυτόχρονα μια άσκηση, να εκφράζουμε αυτό που μας ακίζει, αυτό που μας καίει, αυτό που αν δεν το πούμε θα εκκραγούμε, με τρόπους έμμεσους, κι όχι ρεαλιστικούς κι άμεσους.
Αυτό επιχειρεί να το κάνει η πραγματικότητα κι αυτή μισερά αρκετές φορές...
Μην ξεχνάμε, ότι τα όρια του αληθινού κι αντιληπτού, με το φανταστικό και υποθετικό είναι σχετικά και συχνά ασαφή...
Η αλαφροΐσκιωτη γιαγιά μου έλεγε ότι, το ξύλο στο όνειρο είναι δύναμη. Θα δώσετε δύναμη ο ένας στον άλλον!
...κάθισε σε μια σκιά για να ξεκουραστεί και γύρισε το βλέμμα της να τον κοιτά, καθώς συγκέντρωνε τα πράγματά τους και τα συμμάζευε, για να είναι έτοιμοι να φύγουν...
Σ’ εκείνη τη στροφή του κεφαλιού, δεν πίστεψε στα δυό της μάτια...
Είδε τον Ανδρέα να πέφτει σαν κλαρί, που το χτύπησε ο κεραυνός...Το σώμα του βούλιαξε στα άγρια φυτά του αγρού, ανάμεσα στις μέντες, τους δυόσμους, τα μελισσόχορτα, τα χαμομήλια...που πριν λίγο μάζευαν σ’ αγκαλιές...
Πετάχτηκε επάνω κι έτρεξε αλλόφρων...Έσκυψε πάνω του κι ένιωσε την ανάσα του βαριά κι άτακτη. Τα μάτια του μισόκλειστα την κοιτούσαν. Τη διαπερνούσαν επίμονα. Τι έπαθες, ψέλλισε εμβρόντητη...Μα σύντομα ανέκτισε την ψυχραιμία της.
Εκείνος προσπαθούσε να της μιλήσει, μα δεν τα κατάφερνε. Χαμήλωσε το αυτί της στο στόμα του κι αυτός το μόνο που κατάφερε, ήταν να το φιλήσει. Ένα αχνό, τρυφερό φιλί. Τον φίλησε κι αυτή στα χείλη. Απαλά. Σαν πεταλούδα που αφήνει το ίχνος της στους στήμονες ενός ολάνοιχτου κρίνου.
Κι έπειτα η πνοή του σταμάτησε. Εντελώς. Το πρόσωπό του κρατούσε στην αρχή τη φυσική του όψη και το χρώμα. Μετά άλλαζε λίγο-λίγο. Άλλαζε σαν κερί που έλιωνε και χυνόταν σ’ ένα αόρατο δοχείο...κι η έκφρασή του σαν να καθόδευε στην έσχατη θλίψη...με το φιλημένο στόμα μισάνοιχτο και τις άκρες της σχισμής του να καμπυλώνουν προς τα κάτω...
Τον αγκάλιασε σφιχτά κι άρχισε ένα βουβό κλάμα, που κράτησε ώρες ολόκληρες. Κλάμα και τραγούδι ήταν εναλλασσόμενα, με μόνο αποδέκτη τον Ανδρέα, χωρίς να λογαριάζει, πού βρισκόταν και τι έκανε, ακόμα περισσότερο, γιατί το έκανε. Όλα είχαν ξεχαστεί μπροστά στον άψυχο άνδρα, που είχε αγαπήσει για πρώτη φορά στη ζωή της...Υπήρξαν οι δυο τους καν ποτέ;
Κι ως νύχτωνε, η σελήνη φάνηκε και φανερώθηκε και το φως της. Μια φέτα ακόμα λιγότερο, μετά το πλήρες της γέμισμα δυο μέρες πριν...Κάτω απ’ αυτό το φως μόνη της...ένα με το άψυχο σώμα...ακίνητη...
Κι ήρθαν τα μεσάνυχτα και φανερώθηκε πάλι η νονά της. Αυτή τη φορά η κανονική νονά της. Η γερόντισσα. Πίσω στην εγκόσμια εμφάνισή της. Με την ίδια όμως φροντίδα κι αγάπη για την προστατευόμενή της.
Ζιμπουλιώ , της μίλησε. Ό,τι έζησες κόρη μου ήταν μύηση. Κι αυτός ο άμοιρος, μέρος της. Μην κλαις. Δεν ήταν ποτέ υπαρκτός. Δεν είχε καν μάνα και πατέρα. Παιδί της νύχτας ήταν και του φεγγαριού. Του δώσαμε τα χαρίσματα που τον έκαναν να σου δείξει τι είναι έρωτας, αγάπη, αφοσίωση. Κυρίως τι είναι η απώλειά τους. Κι αυτό σαν κορωνίδα της όλης εμπειρίας.
Σ’ έμαθε, για να επιλέξεις πια στην πραγματική ζωή τον πραγματικό σου σύντροφο. Ζιμπουλιώ μου, χαίρου! Μόνο χαράς λόγους έχεις αυτή τη στιγμή. Μόνο χαράς, είπε και τη φίλησε μέσα στη σοφή αγκαλιά της, θα είμαι μαζί σου συνέχεια της ψιθύρησε κι απομακρύνθηκε με ταπεινό και βαρύ βήμα.
Η Ζιμπουλιώ θυμήθηκε τον σιωπηλό Λευτέρη, τι λες εσύ γι’ αυτά Λευτέρη μου, τον ρώτησε. Ό,τι και η νονά σου, απάντησε αυτός χωρίς δεύτερη σκέψη. Εκείνη ξέρει καλύτερα από μας. Ξέρει την αξία των δοκιμασιών που περνάς συνέχεια. Μην ξεχνάς ο χρόνος τρέχει κι ας μην είναι μαζί μας ο τρελόγερος, με τα χοροπηδήματά του και τις κλακέτες του...
Η Ζιμπουλιώ φίλησε τελευταία φορά τον Ανδρέα της και τον άφησε εκεί καταμεσίς των αγρών, αγνοώντας το τι επεφύλασε η φύση στο άψυχο σώμα του. Φεύγοντας πισωγύρισε το βλέμμα της, έτσι που να τον κρατήσει μέσα της για πάντα, μα το σώμα δεν ήταν πια εκεί. Κι ούτε μπορούσε να φανταστεί, πού ήταν τώρα πια.
Καλό ύπνο φίλοι! Αύριο πάλι.
...η ποιητική συλλογή του κ. Πάνου Κυπαρίσση [την αγαπώ πολύ κι ακουμπάω πάνω της τελευταία...]
Σημειώσεις σιωπής.
Νύχτα στα περίχωρα τ’ ουρανού
κι η τελική σου πόλη μες στο νου
αλλού δεν είναι.
Τον κοιτώ.
Τι μπορεί να ρωτήσει κανείς
τον ουρανό;
302. Ανοιξιάτικη βροχή.
Στη στέγη μουσκεύεται
η μπάλα από κουρέλια του παιδιού,
303. Μες στην κούπα μου
κομματιάζεται το φεγγάρι
Άσπρη νύχτα.
307. Λουλούδια στην αχλαδιά.
Και μια γυναίκα στο φεγγαρόφωτο
διαβάζει εκεί ένα γράμμα.
336. Ταξιδευτή μου,
πού ήταν απόψε
το χλοερό σου μαξιλάρι;
[ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ,
ΧΑΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕΝΡΙΟΥ,
Γιαπωνέζικα τρίστιχα,
Εκδόσεις Καστανιώτη]
στο τραπεζάκι έχει κάστανα ψημένα, που τα’φερε η Ζιμπουλιώ χτες το χάραμα, ήταν κλαμμένη αλλά στωϊκή για το χαμό του Ανδρέα της...ας ευχηθούμε όσοι χάνουν τους αγαπημένους τους να βρίσκουν παρηγοριά στη ζωή...γιατί υπάρχουν αρκετοί που δεν την βρήκανε ποτέ...
Οι γυναίκες κάτω στο δρόμο κάτι κανόνιζαν για την επαύριο.
Αυτός είχε μια κοπιαστική μέρα,
την κούραση απέβαλε με τον ύπνο.
Τώρα του απέμεινε πάνω του μόνο χαρά!
Την κουβαλούσε κι αυτήν μαζί του από πρωΐας.
Αυτή του'δινε κουράγιο.
Δώρο, σπουδαίας γυναίκας .
bp.
...το πρόσωπό σου είχα καιρό να δω...
άσε τη λάμπα αναμένη για πάντα απόψε...
μη χάσω την έκτακτη ρυτίδα
της σημερινής σου έννοιας...
μη μου διαφύγει αυτή η ρυτίδα...
να ξέρω γι’ αυτή τη ρυτίδα, θέλω...
δεν ξέρω για τις άλλες...
γι’ αυτήν που βλέπω τώρα,
ας μάθω...
Φαντάσου φίλε,
να κοιτάς στο εδώ μέλλον -γάμα το παρόν, αυτό είναι εύκολο, το έκανες κάθε μέρα.
Φαντάσου λοιπόν, να σε κλωτσάνε από παντού, να είσαι χωρίς φωνή, ενώ ξέρεις καλά πως μπορείς να τους σπάσεις τα τύμπανα, να βάλεις το τυρί από τ' αυτιά τους στον κώλο τους.
Να λένε τα πολλά για το τίποτά τους, εσύ να είσαι στην άκρη τους, έξω από τα πρέπει τους και τα σωστά τους, να είσαι η ντροπή, αυτό, ένα «αυτό».
Έχεις το θάρρος να ντρέπεσαι, «δεν είμαι και τίποτα σπουδαίο, άρα;»
Το ψεύτικο δεν είναι το άγνωστο, είναι οι τίτλοι τους, γι' αυτό έχεις αξία, δεν έχεις τους επαίνους τους, έχεις εσένα και όλους σαν εσένα, ισχυρή μειοψηφία που δεν αντάμωσε ποτέ, και γι' αυτό πολύτιμη, το αγαθό λυπάται, νιώθει, παίρνει κρύες ανάσες όταν όλοι κουμπώνονται, λέει αυτά που βγαίνουν σαν ιδρώτας, πρέπει να βγουν.
-Άλλος ένας γνωστικός;
-Όχι, ένας μαλάκας που γουστάρει τα τελευταία του θρανία, που ποτέ δεν ήρθαν μπροστά.
Με αγάπη, ο φόβος τους.
Σημ. Έλα να κάνει γύρα...
Υπολοιπόταν τώρα να συλλεχθεί το νερό της πρόνοιας...Στην πηγή, Ζιμπουλιώ, είπε ο Λευτέρης, κάπως σαν μεθυσμένος απ’ τις οσμές των γεννημάτων, που υπήρχαν μέσα στο σάκο, πίσω στην πλάτη της. Κι εκεί κατευθύνθηκαν με βήμα γοργό και μηχανικό. Ο νους αλλού βρισκόταν.
Στην πηγή τους περίμενε μια γυναίκα. Ήταν ντυμένη στα κάτασπρα. Στο κεφάλι της φορούσε ένα στεφάνι με ασφόδελους. Κόρη, της είπε. Είμαι η μητέρα του Ανδρέα. Θυσίασα το γυιό μου για να γνωρίσεις τον αληθινό έρωτα. Ο γυιός μου είχε γνώση αυτής της θανάσιμης σχέσης. Σε δέχτηκε, σε αγάπησε με την καρδιά του. Πέθανε γι’ αυτό. Ο γυιός μου ήταν αθάνατος κι έγινε θνητός για σένα.
Όμως κι εσύ μη θαρρείς, ότι δεν είσαι ταγμένη σ‘ αυτό το σκοπό, που είναι το μοίρασμα της απόλυτης ευτυχίας σε μικρές, ταλαιπωρημένες κοινωνικές ομάδες. Σπουδαίο έργο Ζιμπουλιώ. Κι όλοι βοηθάμε και θα βοηθάμε τα χρόνια που θάρθουν...
Ξέρω πόσο πονάς, γιατί κι εγώ έχασα το παιδί μου κι εγώ που ξέρω, σου λέγω πάψε να πονάς. Μπροστά σου ανοίγεται ένας δρόμος υπέροχος σε έργο, που δεν θα είναι μοναχικός. Στον κανονικό κόσμο, κάπου σε μια γωνιά του, υπάρχει κάποιος που θα σε συντροφέψει σ’ αυτό σου το δρόμο...να είσαι σίγουρη...
Εγώ τώρα που σου μιλώ, διαπράττω μια παρανομία, με τα δεδομένα αυτού εδώ του κόσμου, κι αυτό από αδυναμία. Ναι στον κόσμο αυτό που τα επιτεύγματα, οι άθλοι, προσφέρονται σαν εργαλεία κατάκτησης της απόλυτης ευτυχίας υπάρχουν ντροπαλές νεράϊδες.
Η Ζιμπουλιώ γονάτισε και της φίλησε το χέρι κλαίγοντας με αναφιλητά. Αυτή άπλωσε τα δικά της χέρια σε ευλογία. Μετά τη σήκωσε και την βοήθησε να φορτώσει το νερό στους σάκους. Ναί έτσι. Μαζί με τα βότανα, τους ανθούς και τα φρούτα, χύθηκε γενναία και πλουσιοπάροχα και το νερό της πρόνοιας.
Αλλά φίλοι ο ειρμός μας σταματάει εδώ. Αύριο η συνέχεια...καλό ξημέρωμα..
[ταπεινή ομολογία της επομένης πρωϊνής: αυτό γράφτηκε χτες αργά σε κατάσταση κατάρευσης για τον άλφα ή βήτα λόγο, όμως ήθελα να το γράψω...σήμερα το διάβαζα κι εγώ αναγνώστριά του και είδα τα λάθη σωρό, καθώς έγραφα και τα μάτια μου κλείνανε, απλά κλείνανε...δύσκολο βράδυ...συμπαθάτε με...για τα λάθη...]
◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩
ας κάνει γύρα λοιπόν...
◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩◩
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Οι λάμψεις των αστραπών,................Άλλο δεν χάρηκα.......................................
καταρρακτώδεις ήχοι..........................όσο της καταιγίδας την αναπνοή,............
Νεκρές γραμμές τηλεφώνων...............να τρίζει τα τζάμια...................................
.........................................................κι εγώ να τρίζω απ’ το επίμονο................
.........................................................γουργουρητό του γάτου μου......................
.........................................................Καθόλου δεν αρέσει αυτό στην καταιγίδα.
.........................................................Αρέσει στο γέρο γάτο μου..........................
αγορίνα γάμα τους.. γω νηστεύω..
Just a castaway Απλά ένας ναυαγός
An island lost at sea Ένα νησί χαμένο στη θάλασσα
Another lonely day Ακόμα μια μοναχική μέρα
With no one here but me Κανένας εδώ εκτός από μένα
More loneliness Κι άλλη μοναξιά
Than any man could bear
Τόση που κανείς άνθρωπος δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει
Rescue me before I fall into despair Σώσε με πριν πέσω σ’ απελπισία
I'll send an SOS to the world Θα στείλω ΣΟΣ στον κόσμο
I'll send an SOS to the world Θα στείλω ΣΟΣ στον κόσμο
I hope that someone gets my Ελπίζω κάποιος να πάρει...
I hope that someone gets my Ελπίζω κάποιος να πάρει...
I hope that someone gets my Ελπίζω κάποιος να πάρει...
Message in a bottle Το μήνυμά μου στη μποτίλια
Message in a bottle Το μήνυμά μου στη μποτίλια
A year has passed since I wrote my note
Ένας χρόνος έχει περάσει από τότε που έγραψα το μήνυμά μου
But I should have known this right from the start
Αλλά θάπρεπε να το ξέρω ευθύς εξ αρχής
Only hope can keep me together
Μόνο η ελπίδα μπορεί να με κρατήσει ολόκληρο
Love can mend your life
Η αγάπη μπορεί να διορθώσει τη ζωή σου
But love can break your heart
Αλλά η αγάπη μπορεί να ραγίσει την καρδιά σου
Walked out this morning Βγήκα έξω σήμερα το πρωΐ
Don't believe what I saw Δεν πιστεύω αυτό που είδα
A hundred billion bottles Εκατό δισεκατομύρια μποτίλιες
Washed up on the shore ξεβρασμένες στην ακτή
Seems I'm not alone at being alone
Φαίνεται δεν είμαι μόνος στη μοναξιά μου
A hundred billion casatways εκατό δισεκατομύρια ναυαγοί
Looking for a home ψάχνουν για σπίτι.
I'll send an SOS to the world
I'll send an SOS to the world
I hope that someone gets my
I hope that someone gets my
I hope that someone gets my
Message in a bottle
Message in a bottle
Message in a bottle
Message in a bottle
By Sting’s own mouth...
...έχετε σκεφτεί γιατί
κάποιοι άνθρωποι μεγαλώνουν
ωριμάζοντας όμορφα, δε χάνουν την εσωτερική λάμψη,
όπως ο ωραίος Sting.
Για κάμποσο καιρό ήθελα
να φτιάξω αυτό το κλειστό μπουκάλι
με το μήνυμα,
δεν ήξερα όμως πώς να το σφραγίσω σωστά.
Και για το μήνυμα,
δεν είχα ακόμα καταλήξει.
ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας,
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινήσατε άραγε
για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
Είπατε να κρατήσετε
ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
[Ντίνος Χριστιανόπουλος]
Τελικώς
Φτάνει το μάταιο κι αυτό ποτέ δεν χάνει...
Σήμερα είναι των απωλειών.
Τι θα πιείς ψυχή;
Τι λέει στο χώμα
όταν κατεβαίνει το σώμα
δίχως σωσίβιο στην απουσία;
Απ’ το Βαμβάκι Μαύρο του Πάνου Κυπαρίσση.
Ας δούμε αυτό το ντοκυμαντέρ του Lou Reed:
RED SHIRLEY