To blog των αισθημάτων μας.

Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...

Categories: 
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ακούγοντας τον Τελόνιους στην “Μοναξιά” του Ντιούκ Έλιγκτον, διαβάζω ένα απόσπασμα απ’ το “Θέατρο σκιών” του Πιέρ Μπεττενκούρ. Αυτός λοιπόν, ο Μπεττενκούρ δηλαδή, επινόησε τον Κινέζο ποιητή Λού-Κιάνγκ-Τσέου, για να δώσει πνευματικό πατέρα στην δικιά του σπουδή πάνω σ΄ένα κατά κάποιο τρόπο "κινέζικο” ύφος γραφής κι έκφρασης.

Το Παλάτι.

{Το παλάτι που έχτισα πάνω στο βουνό μόλις είχε τελειώσει, όταν πέθανα. Το ‘φτιαξα για σένα που έρχεσαι τώρα και βλέπεις τη βροχή να δέρνει τα τζάμια του, για σένα μελαγχολική και γλυκειά που ζητάς την αγάπη ενός άντρα δυνατού, ονειροπαρμένου και τρελλού, και που δεν έχεις παρά αυτό το ΠΑΛΑΤΙ για να συλλογιέσαι την αγάπη μας.}

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Το ρήμα που προέρχεται απ’ τη λέξη δεύτερος, δηλαδή αυτού που έπεται από τον πρώτο, είναι δευτερώνω.

Δευτερώστε λοιπόν, όλοι όσοι δεν θέλετε τα αισθήματά σας να μένουν σε ανήλιαγα και σκωροφαγωμένα σεντούκια...

Vale
Απών/απούσα

Καραμελένια, όπως πάντα Καραμελένια. Υπέροχα γυναίκα.
Άκου τώρα υπόθεση:

-Πριν τέσσερις μέρες. Ξύπνησα άθλια και μ' έψαχνα στο σπίτι, έτρεχα στα δωμάτια για κάνα πεντάλεπτο. Πριν είκοσι δύο χρόνια, είχα σοβαρό νταραβέρι, και την κοπέλα την έλιωσα σαν το χειρότερο σκουπίδι. Χωρίσαμε άσχημα. Έφυγε για το νησί, χάθηκα και χάθηκε. Μετά από δύο χρόνια απ' το χωρισμό, χτυπά το τηλέφωνο, βρεθήκαμε, και σαν βρεμένη γάτα ζητούσα και ρέστα, ήθελα επανασύνδεση και γάμους και έρωτες και παιδιά-πολλά παιδιά. Με άφησε να παίζω το πουλάκι μου για κάνα τέταρτο, μετά με χτύπησε αλύπητα. -Δε θέλω να σε ξέρω, να υπάρχεις, ν' ανασαίνεις. Ψάχνω τη ζωή μου από το μηδέν, εσύ δεν είσαι μέσα σ΄ αυτή, ποτέ δεν ήσουν. Καλή τύχη.
Έφυγα. Το μοτόρι ποτέ δεν το αγάπησε, εγώ το λάτρευα. Αυτή αγαπούσε τα παιδιά-ήθελε παντού να βλέπει παιδιά, εγώ το πουλάκι μου. Τότε, είχα φτάσει να τα συχαίνομαι όλα,
«μόνο ο εαυτούλης σου σ' ενδιαφέρει, ακόμη κι όταν τελειώνεις όλα πρέπει να είναι δικά σου, όλα. Μετά γυρνάς πλευρό ή σηκώνεσαι και φεύγεις. Αυτός ήσουν πάντα».
Όταν έφυγα λοιπόν, πήγα σε φιλαράκια, βόλτες και επιστροφή στη σχέση που είχα τότε. Όλα καλά.

Είκοσι + χρόνια είναι πάντα στους εφιάλτες μου. Έψαξα να βρω το πρόβλημα κι όχι τη λύση...
Ξέρεις, τελικά είμαι ο χρυσός μέσος όρος. Πάντοτε έρχεται, είκοσι +χρόνια, να μου θυμίζει πόσο μαλάκας είμαι -και δεν άλλαξα καθόλου- ακόμη έρχεται, χτυπά και φεύγει. Εκεί που τα έχω όλα τακτοποιημένα.
Ξέρω πως θα πάει μέχρι τέλους. Σχέσεις, έρωτες, γάμοι, παιδιά, χωρισμοί, το πουλάκι μου, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα. Αυτή πάντοτε θα έρχεται.

Με λίγα λόγια, δε σώζομαι με τίποτε. Βοήθειά μου.
Αμήν.

Χωρίς τίτλο

Όπως τώρα, έτσι και στον πέμπτο μετά Χριστόν αιώνα, κάθε πρωί ο ήλιος σηκωνότανε και κάθε βράδυ πλάγιαζε να κοιμηθεί. Το πρωί, όταν με τη δροσιά φιλιόντανε οι πρώτες αχτίδες, η γη ζωντάνευε, η ατμόσφαιρα γέμιζε από ήχους χαράς, ενθουσιασμού κ' ελπίδας, και το βράδυ η ίδια γη ησύχαζε και βυθιζότανε στο βαθύ σκοτάδι. Η μέρα έμοιαζε με μέρα, η νύχτα με νύχτα. Κάπου-κάπου πρόβαλε κανένα σύγνεφο και με θυμό βροντούσε τ' αστροπελέκι, ή έπεφτε απ΄ τον ουρανό κανένα χασμουρημένο άστρο, η κανένας καλόγερος έτρεχε κιτρινιασμένος να διηγηθεί στους αδελφούς πώς, όχι μακριά απ' το μοναστήρι, είδε μια τίγρη, τίποτα περισσότερο, κ' ύστερα πάλι, η μέρα έμοιαζε με μέρα, η νύχτα με νύχτα.
Οι καλόγεροι δούλευαν και προσεύχουνταν στο Θεό κι ο γέρο γούμενός τους έπαιζε το εκκλησιαστικό όργανο, έγραφε στίχους και μουσική. Ο θαυμάσιος αυτός γέροντας είχε ένα ξεχωριστό χάρισμα. Έπαιζε το όργανο με τόση τέχνη που, κι αυτοίακόμα οι γεροντότεροι καλόγεροι -που η ακοή τους στα τελευταία χρόνια της ζωής τους είχε αδυνατίσει- δε μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυα, όταν απ' το κελί του ακούγονταν οι ήχοι του μουσικού οργάνου. Όταν μιλούσε, έστω και για το πιο συνηθισμένο πράμα, ήταν αδύνατο να τον ακούει κανείς χωρίς να χαμογελάσει, ή να δακρύσει και θαρρούσες πως στην ψυχή του ηχούσαν οι ίδιες χορδές, όπως και στο όργανο. Όταν πάλι συνέβαινε να θυμώνει, ή να αισθάνεται μεγάλη χαρά, ή άρχιζε να μιλάει για κανένα φοβερό, ή για μεγάλο πράμα, τον έπιανε μια παθητική έμπνευση· στα γεμάτα σπίθες μάτια του ανέβαιναν δάκρυα· το πρόσωπό του κοκκίνιζε· η φωνή του βούιζε σα βροντή κ' οι καλόγεροι ακούγοντας αισθανόντανε πως η έμπνευσή του αλυσόδενε τις ψυχές τους. Σε τέτοιες εξοχές, θείες στιγμές η εξουσία του ήταν απεριόριστη, κι αν πρόσταζε τους γέροντές του να πέσουν στη θάλασσα, όλοι, χωρίς εξαίρεση, θα έτρεχαν μ' ενθουσιασμό να εκτελέσουν το θέλημά του.
Η μουσική του, η φωνή κ' οι στίχοι, που δόξαζε το Θεό, τον ουρανό και τη γη, ήταν για τους καλόγερους πηγή παντοτινής χαράς. Κάποτε συνέβαινε με τη μονοτονία της ζωής να τους φέρνουν πλήξη, τα δέντρα, τα λουλούδια, η άνοιξη, το φθινόπωρο· να κουράζει την ακουή τους ο θόρυβος της θάλασσας· να τους δυσαρεστεί το κελάδισμα των πουλιών· αλλά τα χαρίσματα του γέρου γούμενου ήταν απαραίτητα καθεμέρα όπως και το ψωμί.
Περνούσαν χρόνια και χρόνια και πάντα η μέρα έμοιαζε με μέρα, η νύχτα με νύχτα. Εκτός από άγρια πουλιά και θηρία, κοντά στο μοναστήρι δεν παρουσιαζόταν ούτε μια ψυχή. Η πιο κοντινή κατοικία ανθρώπου βρισκότανε μακριά και, για να πάει κανείς εκεί απ' το μοναστήρι, ή απ΄ αυτή στο μοναστήρι, έπρεπε να περάσει εκατό χιλιόμετρα έρημο. Για να περάσουν την έρημο, αποφάσιζαν μονάχα άνθρωποι, που περιφρονούσαν τη ζωή, την απαρνιόντανε και πήγαιναν στο μοναστήρι σα σε τάφο.
Φαντασθείτε λοιπόν, την έκπληξη των καλογέρων, όταν μια φορά την νύχτα χτύπησε την αυλόπορτά τους κάποιος άνθρωπος, που αποδείχτηκε πως ήταν απ' την πόλη, απ' τους πιο συνηθισμένους αμαρτωλούς, που αγαπούν τη ζωή!
Προτού ζητήσει την ευλογία του ηγουμένου και προσευχηθεί, ο άνθρωπος αυτός, ζήτησε κρασί και φαΐ. Όταν τον ρώτησαν πως βρέθηκε απ' την πόλη στην έρημο, διηγήθηκε μια μακριά ιστορία κυνηγιού: πήγε στο κυνήγι, παράπιε και παραπλανήθηκε. Όταν του πρότειναν να γίνει καλόγερος και να σώσει την ψυχή του, αποκρίθηκε με χαμόγελο: Δεν είμαι για σύντροφός σας.
Αφού έφαγε κ' ήπιε, τους κοίταξε τους καλογέρους που τον υπηρετούσαν, κούνησε περιφρονητικά το κεφάλι, και είπε:
-Δεν κάνετε τίποτα, καλόγεροί μου. Ένα πράμα μονάχα ξέρετε: να τρώτε και να πίνετε. Τάχα, έτσι θα σωθεί η ψυχή σας; Για σκεφτείτε. Στον καιρό που σεις κάθεστε εδώ ήσυχοι, τρώτε, πίνετε και οραματίζεστε τη μακαριότητα, οι πλησίον σας χάνουνται και πηγαίνουν στην κόλαση. Για δέστε τι γίνεται στην πόλη! Άλλοι πεθαίνουν απ' την πείνα κι άλλοι δεν ξέρουν τα πλούτη τους, βυθίζουνται στη διαφθορά και χάνουνται, όπως οι μύγες που κολλούν στο μέλι. Δεν έχουν οι άνθρωποι ούτε πίστη, ούτε δικαιοσύνη! Ποιός έχει χρέος να τους σώσει; Ποιός πρέπει να τους διδάξεις Εγώ, που απ' το πρωί ως το βράδυ είμαι μεθυσμένος; Τάχα ο Θεός σας έδωκε ταπεινότητα, καρδιά γεμάτη από αγάπη και πίστη για να κάθεστε εδώ μέσα σε τέσσερους τοίχους και να μην κάνεται τίποτα;
Τα μεθυσμένα λόγια του κοσμικού ήταν αυθάδη και άτοπα και όμως, κατά παράδοξον τρόπο, έκαναν εντύπωση στο γούμενο. Ο γέροντας κοιτάχτηκε με τους καλόγερους, χλώμιασε και είπε:
-Αδελφοί, και όμως, κι αυτός ο άνθρωπος μίλησε σωστά! Αλήθεια, οι κακόμοιροι οι άνθρωποι από αμυαλιά κι αδυναμία χάνουνται μες στην κακία και την απιστία, ενώ εμείς δεν κουνιόμαστε από τη θέση μας, σα να μη μας ένοιαζε τίποτα. Γιατί να μην πάω να τους θυμίσω το Χριστό, που τον ξέχασαν;
Τα λόγια του κοσμικού ξεπλάνησαν τον γέροντα, και την άλλη μέρα πήρε το ραβδί του, αποχαιρέτησε τους αδελφούς και τράβηξε κατά την πόλη. Και οι καλόγεροι έμειναν χωρίς μουσική, χωρίς τα λόγια του και χωρίς τους στίχους του.
Πέρασε ένας, δύο μήνες και οι καλόγεροι καταστεναχωρημένοι, δεν έβλεπαν τον γέροντα να γυρίζει. Τέλος, ύστερ' απ' τον τρίτο μήνα ακούστηκε ο γνωστός κρότος του ραβδιού του. Οι καλόγεροι έτρεξαν να τον προαπαντήσουν και του έκαμαν διάφορες ερωτήσεις, εκείνος όμως, αντί να τους χαροποιήσει, άρχισε να κλαίει πικρά χωρίς να πει λέξη. Οι καλόγεροι παρατήρησαν πως είχε γεράσει πολύ κι αδυνατίσει· το πρόσωπό του ήταν αποκαμωμένο και βαθιά θλιμμένο, κι όταν άρχισε να κλαίει, φαινότανε σαν άνθρωπος που τον πείραξαν.
Οι καλόγεροι έκλαψαν κι αυτοί και μ' ενδιαφέρον τον ρωτούσαν γιατί κλαίει και γιατί το πρόσωπό του είναι έτσι σκυθρωπό, αλλά ο γούμενος χωρίς να πει λέξη κλείστηκε στο κελί του. Εφτά μέρες κλεισμένος, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, δεν έπαιζε το όργανο, παρά έκλαιγε. Όσο και αν χτυπούσαν στην πόρτα του και τον παρακαλούσαν οι καλόγεροι να βγει και να μοιραστεί μαζί τους τη θλίψη του, δεν έδινε καμιάν απάντηση.
Τέλος βγήκε. Σύναξε γύρω του, όλους τους καλογέρους και με πρόσωπο δακρυσμένο και γεμάτο θλίψη και αγανάκτηση, άρχισε να διηγιέται όσα του συνέβησαν τους τρεις τελευταίους μήνες. Η φωνή του ήταν ήρεμη και τα μάτια του χαμογελούσαν, όταν περιέγραφε την οδοιπορία του απ' το μοναστήρι στην πόλη. Στο δρόμο -έλεγε- τα πουλιά του κελαδούσαν, τα ρείθρα κελάρυζαν και γλυκιές, νέες ελπίδες συγκινούσαν την ψυχή του. Πήγαινε κ' ένιωθε τον εαυτό του σα στρατιώτη που πηγαίνει στον πόλεμο κ' είναι βέβαιος για τη νίκη. Προχωρούσε με ονειροπολήσεις, έκαμε στίχους και ύμνους και χωρίς να το καταλάβει, έφτασε στην πόλη.
Όταν όμως άρχισε να μιλάει για την πόλη και για τους ανθρώπους, η φωνή του έτρεμε, τα μάτια του πετούσαν φλόγες κι άναψε από οργή. Ποτέ στη ζωή του δεν είδε, ούτε και τολμούσε να φανταστεί εκείνο που αντίκρισε μόλις μπήκε στην πόλη. Τότε, πρώτη φορά στη ζωή του, στα γερατειά του, είδε και κατάλαβε πόσο δυνατός είναι ο διάβολος, πόσο ωραίο είναι το κακό και πόσο αδύνατοι, μικρόψυχοι και τιποτένιοι οι άνθρωποι. Κατά κακή του τύχη η πρώτη του κατοικία που μπήκε, ήταν σπίτι διαφθοράς. Καμιά πενηνταριά άνθρωποι, που είχαν πολλά χρήματα, έτρωγαν κ' έπιναν χωρίς μέτρο. Μεθυσμένοι απ' το κρασί, τραγουδούσαν και με τόλμη έλεγαν φοβερές, αισχρές λέξεις, που δε θ' αποφάσιζε να πει θεοφοβούμενος άνθρωπος· απεριόριστα ελεύθεροι, γεμάτοι ζωή, ευτυχισμένοι, δε φοβούντανε ούτε Θεό, ούτε διάβολο, ούτε το θάνατο, παρά έλεγαν κ' έκαναν ό,τι ήθελαν και πήγαιναν όπου τους έσπρωχνε η ακολασία. Το κρασί, καθαρό σαν κεχριμπάρι με τις χρυσές σπίθες του, ήτανε, φαίνεται, σε απίστευτο βαθμό γλυκό κι αρωματικό, γιατί, χαμογελούσε ευτυχισμένος κ' ήθελε να ξαναπιεί. Στο χαμόγελο του ανθρώπου απαντούσε κι αυτό με χαμόγελο, και, όταν το έπιναν, σπιθοβολούσε χαρωπά, σα να ήξερε τι διαβολικό θέλγητρο κρύβει στη γλυκάδα του.
Ο γέροντας, εξακολουθούσε να περιγράφει όλα όσα είδε και ολοένα άναβε κ' άκλαιγε από οργή. Μέσα σ' εκείνο το ξεφάντωμα, έλεγε, απάνω σ' ένα τραπέζι στεκότανε μια μισόγυμνη δημόσι. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς και να βρει στη φύση πράμα ωραιότερο και γοητευτικότερο.
Αυτή λοιπόν η κολασμένη με μακριά μαλλιά, μελαψή, με μαύρα μάτια και με παχιά χείλια, αδιάντροπη και ακόλαστη, έδειχνε τ' άσπρα σαν το χιόνι δόντα της, χαμογελούσε σα να 'θελε να πει: Κοιτάχτε, τι ακόλαστη, τι ωραία που 'μαι! Μεταξωτό χρυσοΰφαντο φόρεμα, με ωραίες δίπλες κατέβαινε απ' τους ώμους της· αλλά η ομορφιά δεν ήθελε να μείνει κρυμμένη κάτω απ' το φόρεμα και σαν τρυφερό ανοιξιάτικο χορταράκι, λαίμαργα ξεπερνούσε μέσα από δίπλες. Η ακόλαστη γυναίκα έπινε κρασί, τραγουδούσε και παραδίνουνταν στον καθένα, φτάνει μονάχα να την ήθελε.
Ύστερα ο γέροντας, κουνώντας με θυμό τα χέρια, περιέγραψε τα ιπποδρόμια, τις ταυρομαχίες, τα θέατρα, τα εργαστήρια των καλλιτεχνών, όπου ζωγραφίζουν και πλάθουν από πηλό γυμνές γυναίκες. Μιλούσε με έμπνευση ωραία και βροντόφωνα, σα να 'παιζε σε αόρατες χορδές, κ' οι καλόγεροι, αποναρκωμένοι με απληστία πρόσεχαν τα λόγια του και λαχάνιαζαν από έκσταση...
Αφού περιέγραψε όλα τα θέλγητρα του διαβόλου, την ομορφιά του κακού και τη γοητευτική χάρη που έχει το γυναικείο σώμα, ο γέροντας αναθεμάτισε το διάβολο, γύρισε πίσω και κρύφτηκε στο κελί του...
Όταν την άλλη μέρα το πρωί βγήκε απ' το κελί του, ουτ' ένας καλόγερος δεν ήτανε στο μοναστήρι. Όλοι έτρεξαν στην πόλη.

Anton Pavlovich Chekhov (στο εγγλέζικο είναι μούρη τρελή)

Σημ. @Καραμελένια, πολλά φιλιά.

-Ανέβα πάνω Χάρε, να σε ξεσκίσω.

scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

Η ζωή δεν σταματά να με εκπλήσσει κάποιες φορές.
Όταν σου δίνεται η ευκαιρία να ξαναβρεις τον Άλλο Εαυτό σου.
Έστω πρόσκαιρα.
Παροδικά.
Για λίγο.
Για σήμερα μόνο.
Για κάμποση ώρα.
Όσο κρατά ένας καφές και δυό-τρία τσιγάρα.

Σαν ένα περίεργο παιχνίδισμα της τύχης, τον ένιωσα ξαφνικά να με σκουντά στο ίδιο σημείο που μόλις χτες τον αποχαιρέτησα. Σαν να δώσαμε ραντεβού την προηγούμενη από κείνα που δεν τα πιστεύεις αλλά απλά συμβαίνουν.

Δεν θυμάμαι πολλά από την συνάντησή μας γιατί ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να συγκεντρωθείς ξαναβλέποντας τον εαυτό σου απέναντι, προσπαθώντας να φρεσκάρεις τις αναμνήσεις σου, ρουφώντας όλες τις μικρές λεπτομέρειες που τον χαρακτηρίζουν?

Θυμάμαι όμως ότι σκέφτηκα πως λυπήθηκα που χάρηκα πως ερωτεύτηκα που έκλαψα πως καύλωσα που γέλασα πως αγάπησα που θυμήθηκα πως είναι να βρίσκεσαι με τον Εαυτό σου απέναντι και ένιωσα απλά τυχερός που μου δόθηκε μια ακόμα ευκαιρία στη ζωή, να βουτήξω τα δάχτυλά του στα μάτια μου.

Είναι αλήθεια πως για μια στιγμή τρόμαξα όταν κατάλαβα πως ο Άλλος μου Εαυτός υπήρχε πάντα ολόγυρα, άκουγε τις σκέψεις μου, μου μίλαγε, υπήρχε ήδη στον κόσμο μου, τον περιέβαλλε και τον περιβάλλει ακόμα, ήταν ήδη τόσο κοντά που, χωρίς να μπορεί να με αγγίξει, τον άγγιζα, τόσο που, χωρίς να μπορώ να τον δω, με έβλεπε. Και τρόμαξα περισσότερο επειδή αυτό καθόλου δεν με τρόμαξε.

Ήθελα να του πω πολλά αλλά σταμάτησα πριν από καιρό να θέλω οτιδήποτε από τον εαυτό μου παρά μόνο ένα: που και που να μου λέει εκείνος πολλά. Τόσα που να γεμίζει το γαμημένο μου κεφάλι με ανακατεμένες λέξεις, νοήματα και εικόνες, για να μπορώ να περνάω μέρες μετά, να τα ταξινομώ, να τα βάζω σε σειρά και να περιμένω μια επόμενη φορά.

Λίγο πριν φύγει σκέφτηκα μήπως να τον αποχαιρέταγα αγκαλιάζοντάς τον. Αλλά σκέφτηκα πάλι πως αφού το σκέφτηκα εγώ θα το σκέφτηκε κι αυτός κι έτσι είναι σαν να αγκαλιαστήκαμε σφιχτά για να αποχαιρετηθούμε χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι και χωρίς καν να χρειαστεί να το κάνουμε, σαν να ψελλίσαμε ένα νοητό κι Εγώ λίγο πριν πατηθεί το άχαρο κουμπί που κατεβάζει τους ανθρώπους στους ισόγειους δρόμους.

Αυτή την κοινότυπη κατασκευασμένη Τρίτη μέρα της Έκτης Αυγούστου, μετά από σαράντα έξι ολόκληρα λεπτά, που μοιάζουν να κράτησαν ώρες, μπορεί και μέρες, ίσως μήνες, ίσως ακόμα και χρόνια, έκλεισα τη πόρτα πίσω μου φροντίζοντας να την αφήσω τελείως ανοιχτή και πέταξα τα κλειδιά μου στα σκουπίδια. Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που ένιωσα μονάχος αλλά καθόλου μοναξιά.

ΥΓ: Γι’ αυτό κοίτα να θυμάσαι να προσέχεις κι εσύ τον δικό σου εαυτό, να τον ακούς, να του μιλάς, να πιστεύεις σ’ αυτόν. Μην τον αφήνεις στη μουγγαμάρα της καθημερινότητας, δεν σου αξίζει ένας τέτοιος εαυτός. Σου αξίζει ο Άλλος, η αναζήτηση, η ανάγκη, η ύπαρξη του εαυτού μας σ’ αυτό το μικρό πέρασμα από τη ζωή. Άνοιξε τα γαμημένα σου παράθυρα να μπει βρώμικος αέρας και τράβα κανα δυό βαθιές ρουφηξιές. Μπορεί κανείς να μην έζησε για πάντα ρουφώντας βρώμικο αέρα αλλά αντίθετα, είναι πολλοί όσοι ψόφησαν από ασφυξία με τα παράθυρα κλειστά κι αυτοί δεν έζησαν καθόλου.

Ainastros
Απών/απούσα
Vale
Απών/απούσα

Ρε συ, έχει πλάκα τελικά.
Διαδικτυακό-τρελό καράτε. Είμαι όπως θέλω και μ' αρέσω / με τρέλα.

Σημ. Φαπ, φαπ, φαπ, φαπππ...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μια και το εγχείρημα τώρα ξεκινάει θα έλεγα κανείς να μην σχολιάζει του άλλου τα γραφόμενα, κανείς να μην επιδοθεί σε άμεσο τρόπο συνομιλίας επί του αντικειμένου. Απλά θα αλληλοδιαβαζόμαστε και θα “απαντάμε” με τα δικά μας αισθητικά μέσα. Έτσι θα έχουμε μια κοινωνία-εξομολόγηση αισθημάτων παρά μια παραδοσιακή ανταλλαγή απόψεων, με ό,τι αυτή έχει εμφανιστεί κι εδώ και παντού...Καλή αρχή πάντως κάναμε!

lyhadj
Εικόνα lyhadj
Απών/απούσα

+10

retarded_crew
Εικόνα retarded_crew
Απών/απούσα

κάτι σαν ανοιχτού τύπου συνεδρία αντιμετώπισης εθισμών? (υπερεκτίμησης συναισθηματικής νοητικής λειτουργίας εν προκειμένω?)

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

απάνθισμα από τις παροιμίες του Γουίλιαμ Μπλέηκ, μεταφρασμένες απ’ τον Ζήσιμο Λορεντζάτο...

Ο δρόμος της υπερβολής φέρνει στα παλάτια της σοφίας.

Η Σύνεση είναι μια πλούσια ασχημομούρα γεροντοκόρη που τη νοστιμεύεται η Ανικανότη.

Η λύπη γελάει με τη χαρά που κλαίει όταν και οι δυο ξεχειλίσουνε.

Η στέρνα χωράει, η πηγή ξεχειλάει.

Ποτέ δεν θα μάθεις το αρκετό, σα δε μάθεις το παραπανίσιο.

Τα μάτια της φωτιάς, τα ρουθούνια του αγέρα, το στόμα του νερού, τα γένεια της γης.

Ο κόρακας ήθελε να είναι όλα μαύρα, η κουκουβάγια όλα άσπρα από την αρχή.

Κάλιο να πνίξεις το μωρό στην κούνια του παρά να θρέφεις άνεργες επιθυμίες.

Φτάνει ως εδώ, ή και περισεύει.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

retarded_crew wrote:
κάτι σαν ανοιχτού τύπου συνεδρία αντιμετώπισης εθισμών? (υπερεκτίμησης συναισθηματικής νοητικής λειτουργίας εν προκειμένω?)

όχι συνεδρία αντιμετώπισης εθισμών...αυτά με τους ψυχίατρους-
όχι υπερεκτίμηση συναισθηματικής νοητικής λειτουργίας, θα ήταν κάτι υδροκέφαλο-

αλλά τα συναισθήματα σαν τέτοια που είναι πραγματικά-
κύρια όμως τα συναισθήματα σαν εργαλεία δημιουργίας κι εκφραστικότητας, είτε με προσωπικά μέσα, είτε με μέσα άλλων, πιο ικανών από μας-
τα συναισθήματα σαν αλάθητες μαρτυρίες των βιωμάτων...

νομίζω είναι φανερό ήδη από όσα έχουν ήδη προηγηθεί...

retarded_crew
Εικόνα retarded_crew
Απών/απούσα

Royal Oak wrote:
...νομίζω είναι φανερό ήδη από όσα έχουν ήδη προηγηθεί...

κ με το παραπάνω το κάνατε ήδη:
....Ο δρόμος της υπερβολής φέρνει στα παλάτια της σοφίας.

Η Σύνεση είναι μια πλούσια ασχημομούρα γεροντοκόρη που τη νοστιμεύεται η Ανικανότη...
για τον κόπο περαιτέρω επεξήγησης (υποσημειωτικής επισήμανσης κ προτροπής μην πω):
..Ο κόρακας ήθελε να είναι όλα μαύρα, η κουκουβάγια όλα άσπρα από την αρχή.

Κάλιο να πνίξεις το μωρό στην κούνια του παρά να θρέφεις άνεργες επιθυμίες...
ευχαριστώ κ πάλι:)

bp
Εικόνα bp
Απών/απούσα

Το δωμάτιο. Λένα Παππά

Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς,
και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό.

Όλα είν΄εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.
Αγάλματα Θεών λησμονημένων
και της Ελένης το πουκάμισο.

Όλα είν΄εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών, των χωρισμών.

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ απ άγνωστες φυλές
Κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά
κι αόρατη ομορφιά.

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις
Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
Αρκεί να πας, αρκεί να πας ολάνοιχτος
γυρεύοντας τα.

Αφιερωμένο στην Υπέροχη Οικοδέσποινα,

που μας αιφνιδιάζει ευχάριστα

καθώς και στους Αγαπητούς Φίλους του μίτου.

diopan
Εικόνα diopan
Απών/απούσα

Περι μετανάστευσης,
Πάρα πολλά χρόνια της ζωής μου έψαχνα την εθνική μου ταυτότητά μου λόγω του ότι μεγάλωσα στην Γερμανία. Αναζητώντας την εθνική μου ταυτότητα μάθαινα όλο και περισσότερα πράγματα για τον εαυτό μου αλλά και για τους άλλους. Για να βγάλω συμπεράσματα για τον εαυτό μου, παρακολουθούσα τους άλλους με προσοχή. Γενικά σε συζητήσεις δεν εξέφραζα συχνά άποψη, περισσότερο άκουγα τι έχουν να πουν οι άλλοι. Έπαιρνα εμπειρίες από άλλους, άκουγα, αλλά έδινα δικές μου απόψεις με το σταγονόμετρο. Η ερωτήσεις με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή . Τι σημαίνει να είμαι Έλληνας; Τι με διαφοροποιεί από τους άλλους γύρω μου που δεν είναι Έλληνες; Πάντα έδινα δικές μου ερμηνείες αλλά ακολουθούσα και στερεότυπα κλισέ. Γνώρισα ανθρώπους, έκανα σχέσεις φιλίας αλλά και ερωτικές με μη Έλληνες και μη Ελληνίδες και πάντα προσπαθούσα μέσω αυτών να προσδιορίσω την Εθνική μου ταυτότητα ως Έλληνας που ζούσε στη Γερμανία. Βεβαία όλα αυτά ήταν μια αυταπάτη διότι τελικά δεν διέφερα σε τίποτα από τους Γερμανούς ή διέφερα όσο διαφέρω και τώρα από τους Έλληνες. Η όλη διαδικασία ήταν ένα ταξίδι, μια Οδύσσεια με βαπόρι την αναζήτηση της εθνικότητας μου, αλλά αυτό ήταν μόνο μια πρόφαση διότι η πραγματική προσωπική μου Ιθάκη ήταν άλλη.
Κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι αυτή η αναζήτηση της εθνικής μου ταυτότητας, η οποία είχε αρχίσει να με βασανίζει και να με διχάζει ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, ήταν ο λάθος δρόμος και έπρεπε να τελειώσει. Για να ολοκληρωθεί ο κύκλος αυτός, έπρεπε να αφήσω την Γερμανία πίσω μου και να έρθω να ζήσω στην Ελλάδα.

Στην αρχή πίστευα ότι θα μπορούσα να συνδυάσω και τα δύο και να λειτουργώ σαν εκκρεμές ανάμεσα στις δύο χώρες. Αυτό όμως δεν γινόταν και μου κόστιζε. Έπρεπε να κόψω το σχοινί και να αποδεσμευτώ από την Καλυψώ μου, όσο και αν ήμουν ερωτευμένος μαζί της και μαγεμένος από αυτήν γιατί η Ιθάκη μου ήταν αλλού. Έτσι βούτηξα στα βαθειά με όρεξη για ζωή στην πατρίδα. Η μακροχρόνια αναζήτηση για την εθνική μου ταυτότητα ήταν πλέον παρελθόν, απάντηση δεν βρήκα, αλλά ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι είχα συλλέξει έναν ανεκτίμητο πλούτο εντυπώσεων, αναμνήσεων, σκέψεων και συμπερασμάτων για άλλα θέματα. Αναζητώντας την εθνική μου ταυτότητα έβρισκα τον εαυτό μου, έχτιζα την προσωπική μου ταυτότητα. Τα υπόλοιπα απομυθοποιηθήκαν.

Αναγνώρισα τους τρείς από τους τέσσερεις εχθρούς ενός πολεμιστή, γιατί και ο Οδυσσέας πολεμιστής ήταν: το φόβο, τη νηφαλιότητα/διαύγεια, τη δύναμη/εξουσία τους οποίους από εχθρούς, κατάφερα μέρει να τους κάνω συμμάχους. Τον τελευταίο εχθρό, τον Θάνατο δεν τον αναγνώρισα και δύσκολα γίνεται σύμμαχος. Οπότε το ταξίδι συνεχίζεται ώσπου να μπορώ να πω: δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα είμαι ελεύθερος.

Όλα αυτά τα γράφω γιατί ο σύμμαχός μου, η νηφαλιότητα, μου λέει ότι πλησιάζει και πάλι η στιγμή της μετανάστευσής. Επίσης γνωρίζω πολύ καλά το συναισθηματικό κόστος που αυτή συνεπάγεται. Αυτό το συναισθηματικό κόστος μου προκαλεί φόβο, αλλά είπαμε, αυτόν τον έχω δαμάσει.

Vale
Απών/απούσα

[...] Καλό, ε; Καλό, ρε Μανόλη, αλλά λίγο σκληρό. Δηλαδή, κοίτα να δεις [...]

Σημ. Δε γράφω άλλα, είμαι ήδη αρκετά γραφικός, για κλόουν.

Σημ.2 Ναι ρε. Ρε, ρε, ρε, ρε, ρε και πάλι ρε.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Δυό ποιήματα, το Μισεύω και το My desert dream, διαβάζονται μαζί κι ανεξάρτητα μόνα τους. Γράφτηκαν απ’ την Β.Τ, σαν μέρος μιας πολυεπίπεδης διαδικασίας έκφρασης κι ενώ προσπαθούσε να αντιμετωπίσει αυτήν την ανομολόγητη τάση, σχεδόν μανία, να δραπετεύει έξω απ’ τον κόσμο της, έξω απ’ τις σταθερές του, για σεβαστά χρονικά διαστήματα. Μάλλον πρόκειται για μια προσπάθεια εξορκισμού αυτής της μανίας.

μισεύω
και τα μάτια μου δακρύζουν…
my desert dream came back last night...
μισεύω κι ονειρεύομαι τα όσα έχω αφήσει...
when all the sounds
instantly hushed...
τραγούδια ξεπηδούν από τη λήθη των αισθήσεων
πάλουν σαν έγχορδα αρχαίου μυστηρίου
my Bedouin fellow men prepared the journey
and the camels screamed uneasy
and drew their heavy footprints
eager to leave
in the burning sand

μισεύω
και κάθε έχθρα
ανήμπορη αναπαύεται στη φίλια σκιά
I can taste the humid daybreak of the soothing oasis
I can already hear the chorus of the sunbeams
through the palm trees

μισεύω στα χέρια μάγου έρωτα,
που κάθε φορά αλλάζει τη
μορφή του,
με μιαν αλλαγή σαν ισχυρό βοτάνι
my piece of bread well kept in my rag sac
my little leather tank filled with water

δίνες με ρουφάνε ταξιδιών
άδηλης απόστασης

κοντινά όσο η σκέψη μιας τρυφερής ανάσας
αλαργινά όσο
τ’ ανείδωτα άστρα
hiding still the serenity of the nocturnal silence

μισεύω κι αποφασίζω,
κανένα ηπειρώτικο ποτάμι
να μην ξεπλύνει το μαντήλι μου
my white clothing wrapping all over my naked existance

μια ώρα δρόμο ακόμα…
λίγο ακόμα …
όχι ακόμα!

Oh! Dark swallow

μισεύω χωρίς γυρισμό...

facing the sandy infinite...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ακούγοντας τον Τελόνιους στην “Μοναξιά” του Ντιούκ Έλιγκτον, διαβάζω ένα απόσπασμα απ’ το “Θέατρο σκιών” του Πιέρ Μπεττενκούρ. Αυτός λοιπόν, ο Μπεττενκούρ δηλαδή, επινόησε τον Κινέζο ποιητή Λού-Κιάνγκ-Τσέου, για να δώσει πνευματικό πατέρα στην δικιά του σπουδή πάνω σ΄ένα κατά κάποιο τρόπο "κινέζικο” ύφος γραφής κι έκφρασης.

Το Παλάτι.

{Το παλάτι που έχτισα πάνω στο βουνό μόλις είχε τελειώσει, όταν πέθανα. Το ‘φτιαξα για σένα που έρχεσαι τώρα και βλέπεις τη βροχή να δέρνει τα τζάμια του, για σένα μελαγχολική και γλυκειά που ζητάς την αγάπη ενός άντρα δυνατού, ονειροπαρμένου και τρελλού, και που δεν έχεις παρά αυτό το ΠΑΛΑΤΙ για να συλλογιέσαι την αγάπη μας.}

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

εξαφάνισε το βίντεο με τη Μοναξιά του Τελόνιους. Το αντικατέστησα για να μη χαθεί η αίσθηση...

kastellopower
Απών/απούσα

" Έρχεται λοιπόν στο μαγαζί ένα πιτσιρίκι με μια χούφτα χρήματα και ήθελε να βάψει το ποδήλατό του, είχε κάπου 15 ευρώ σε ψιλά...

...αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω με αντάλλαγμα ένα χαμόγελο"

Πόρτο Αλέγκρι, Αύγουστος 2011, Macedo Bike

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η σκηνή λαμβάνει χώρα στην Πλατεία Κυψέλης. Στην κεφαλή της Φωκίωνος Νέγρη. Πρωΐ. Στον ντάλα καλοκαιρινό ήλιο και μ’ ένα ζωογόνο μελτέμι να φυσάει και να αναμαλλιάζει τα πάντα.

Πρωταγωνιστής: Ανάπηρος σε αμαξίδιο, κατάμαυρος απ’ τη συνεχή περιπλάνηση στον ήλιο, πιωμένος στο έπακρο, μάλιστα του πέφτει κι ένα μπουκάλι τσέπης κατάχαμα σχεδόν τελειωμένο. Μεσήλικας.

Δεύτερο πρόσωπο: μια γυναίκα απ’ τις ψυχούλες που δεν θα φύγουν διακοπές ποτέ και κάποια στιγμή, θα τις βρούν να έχουν ξεπνοήσει σε κάποιο καύσωνα ή και όχι, μόνες στο σπίτι, απ’ την δυσοσμία και μόνο. Φοράει φουστανάκι λουλουδάτο απ’ αυτά της λαϊκής. Απ’ τα τιραντάκια του φαίνεται το χειμωνιάτικο μάλλινο φανελάκι της. Το δέρμα της κάτασπρο. Τα μαλλιά της άβαφα κι αδέξια άσπρα. Γλυκιά και φοβισμένη.

Τρίτο πρόσωπο: αναμφίβολα εγώ. Βιαστική και κουρασμένη με τα γνωστά βάρη στα χέρια απ’ τις δουλειές γύρω απ’ το σπίτι. Το μάτι μου κυριολεκτικά σε εγρήγορση ρουφάει ό,τι συμβαίνει γύρω. Μεγάλη ζωντάνια στην διαδρομή μου. Ο ήλιος κι ο αέρας, τα δέντρα του πεζόδρομου, όλα υπέροχα. Σε φάση τεράστιας μοναξιάς. Οι μόνοι με τραβάνε σαν μαγνήτες. Άλλες υποθέσεις δεν θα κάνω για μένα...τις αφήνω στην καλή σας θέληση και επιείκια...

Τέταρτο πρόσωπο: άντρας, στα προχωρημένα του νιάτα, στιβαρός και αρρενωπός, ψηλός κι επιβλητικός...

Πέμπτο πρόσωπο: σχετικά νέα γυναίκα, χωρίς προβλέψιμη συμπεριφορά και μέλλον. Εμφανώς γνωστή του ανάπηρου, μια και του μιλά με κάποιου είδους ασαφή οικειότητα.

Κι άλλα πρόσωπα της συνομοταξίας των Περιέργων, που συσσωρεύονται συνήθως κατά τον ρούντα του γεγονότος.

Το δράμα τώρα, ας το ονομάσουμε “Για την αγάπη του περιστεριού”.

Καθώς βαδίζω βιαστικά μεν αλλά σε απόλυτη εναρμόνηση με ό,τι προσπερνώ και με προσπερνά, αντιλαμβάνομαι το ανορθόδοξο της αρχικής σκηνής και κοντοστέκομαι.

Ο ανάπηρος, καθισμένος στο αμαξίδιό του, βαστάει στα χέρια του ένα περιστέρι. Σφίγγει το λαιμό του έχοντας τις φτερούγες σχεδόν ελεύθερες. Αυτό χτυπάει τις φτερούγες να φύγει, ενώ ο άντρας το σφίγγει όλο και περισσότερο, σχεδόν στραγγαλίζοντάς το. Η γυναίκα στέκεται μπροστά του βουβή, ή τουλάχιστον βουβή την ώρα που εγώ τους συναντώ.

Ρωτώ, τι συμβαίνει; Έχει τραυματιστεί το περιστέρι;
Απαντά η γυναίκα, όχι, το σφίγγει να το σκοτώσει. Δες τα φτερά του, που τα έχει μαδήσει και πετάξει στον κάδο απορριμάτων.

Ο ανάπηρος φωνάζει, θυμωμένος σα φουρτούνα, όχι δεν το σκοτώνω, θέλω να το χαϊδέψω, γιατί το αγαπώ. Εκεί πέφτει η μπουκάλα με το οινόπνευμα, σχεδόν αδειανή στο πεζοδρόμιο. Κανείς δεν ασχολείται μαζί της. Δευτερεύουσας σημασίας. Το πουλί είναι πρωτεύον.

Εμείς εν εξάλλω. Σας παρακαλούμε κύριε, αφήστε το ζωντανό να αναπνεύσει, να πετάξει, το συνθλίβετε.

Το πουλί σαν να κατάλαβε ότι ήρθαμε στην κατάλληλη στιγμή ακινητοποιείται σιγά-σιγά, αλλά αυτός δόστου και το σφίγγει.

Οι πιέσεις μας γίνονται όλο και πιο επιθετικές. Εγώ και η γυναίκα. Και φωνή στη φωνή να κι ό στιβαρός κι επιβλητικός άντρας.

Μας κάνει κρυφό νόημα με τα μάτια, να σταματήσουμε. Αναλαμβάνει αυτός. Άντρας προς άντρα ή κάπως έτσι. Του κάνει ό,τι ερωτήσεις είχαμε κάνει κι εμείς κι αρχίζει να του λέει ό,τι κι εμείς και να πέρνει τις ίδιες απαντήσεις και συμπεριφορές όπως κι εμείς. Εκεί χάνει την ψυχραιμία του, όπως κι εμείς. Το πουλί τρέμει στον κλειό των χεριών του μεθυσμένου ανάπηρου...

Τότε έρχεται η γυναίκα, που τον ήξερε. Και τον αρχίζει στο έτσι και το αλλιώς και τι είναι αυτά που κάνεις;

Πολύ παρατηρητές έχουν ήδη μαγνητιστεί απ’ το όλο σκηνικό. Κάποιος βγάζει το κινητό και καλεί την αστυνομία, κάτι που εμείς δεν είχαμε διανοηθεί να κάνουμε. Η γνωστή του ανάπηρου αρχίζει να σκούζει, ε όχι και την αστυνομία.

Τότε ακριβώς ο ανάπηρος σηκώνει το πουλί ψηλά και το πετάει στον αέρα. Αυτό σχεδόν πάει να πέσει λόγω αδράνειας, αλλά μην πιστεύοντας την καλή του τύχη πετάει κι ακόμα πετάει...

Αυτά έγιναν χτες. Σήμερα το πρωΐ έπεσα πάνω στον ίδιο ανάπηρο και πρόσεξα ανάμεσα στα πόδια του μια τούφα από φτερούγες. Δε ξέρω πώς κι από που πάνω στο κάθισμά του. Ανάμεσα στα πόδια του.

Πως οι ινδιάνοι αφαιρούσαν το πάνω μέρος απ’ το σκάλπ όσων σκότωναν σαν επινίκιο ντοκουμέντο; Κάτι τέτοιο. Ψιλοανατρίχιασα. Αλλά έφυγα. Δεν έκανα κάτι. Τι θα μπορούσα άλλωστε; Δεν υπήρχε πτώμα τριγύρω.

Κι ο ήλιος και το μελτέμι ήταν και σήμερα το ίδιο ζωογόνα. Στην καρδιά της δεύτερης μετά την ΣαΪγκόν πιο πυκνοκατοικημένης μεριάς του πλανήτη.

Της Κυψέλης μου...Αύγουστος λίγο πριν της Παναγίας. Με κάμποσες πυρκαγιές που απλώνουν τις οσμές τους τριγύρω, για να χτίσουν τα φτωχικά τους όσοι ασφυκτιούν στο άστυ κι αποζητούν να κυριεύσουν εκτός από το άστυ και τη φύση κι ένα σεισμό στην Αταλάντη, που μπορεί να μην είναι απ’ το ρήγμα της, αλλά που έκανε τα καμπανάκια του Φεγκ Σούι μου να ηχήσουν...μέρα μεσημέρι απ’ το πουθενά...

7-8 Αυγούστου 2013.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

Μία μέρα πριν εκείνος φώναζε σπάζοντας ότι έβρισκε μπροστά του, ως συνηθως πιωμένος και οργισμένος: «Παλιοπουτάνα που πήγαινες με όλους, μαλακισμένη, θα σε σκοτώσω καριόλα αν ξαναφύγεις χωρίς να μου πεις που πας...» κι εκείνη σε απόλυτη υστερία να ουρλιάζει τρέμοντας και κλαίγοντας σπαρακτικά στην ήσυχη γειτονιά «σταμάατααααααααααααααααααααααααα»...

Τρακόσες μέρες πριν εκείνη ευτυχισμένη μου 'λεγε «άλλαξε η ζωή μου όλη, ερωτεύτηκα!» κι εγώ, κοιτάζοντας την όμορφη τούφα που ανέμιζε ανέμελα αλλά απογοητευμένος από την απόλυτη αθωότητά της και ζηλεύοντας ίσως την πρόσκαιρη μετεφηβική της άνοιξη, την έσπρωξα να ζήσει αυτό που νόμιζε πως θα κράταγε για πάντα...

Μία μέρα μετά εκείνη σκούπιζε τα δάκρυά της φοβισμένη ψελλίζοντας «δεν ήμουν εγώ αυτή που φώναζε, δεν είμαι έτσι εγώ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ πια»...

Μια μέρα από τις επόμενες θα ξυπνήσω απ' τις κραυγές, θα φορέσω τις αρβύλες μου, θα αρπάξω το κουζινομάχαιρο, θα σπάσω τη φαγωμένη απ' τις κλωτσιές πόρτα τους και θα του το καρφώσω εκατό φορές με λύσσα. Μετά θα γυρίσω να πλύνω τα χέρια μου, θα βάλω να παίζουν οι waterboys και θα κοιμηθώ επιτέλους ήσυχος.

Μια δροσερή καλοκαιρινή νύχτα κάπου στην Αθήνα το 2013

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...«Ξού, ξού, ξού», τούς κάνει δυνατά καί τούς κουνάει ἀπειλητικά τά χέρια˙μά τά γεράκια μένουν ἀκούνητα στήν ἴδια θέση καί μέσα στή φοβερή ἡσυχία ἀκούγεται ἕνας μικρός θόρυβος πού γίνεται ἀμέσως ὕστερα ἀγέρας, τοῦ ἀγγίζει τά μάγουλα καί τόν παγώνει˙εἶναι ὁ ἀνασασμός τῶν πουλιῶν, κατάψυχρος καί συρτός.
«Ξού, ξού, ξού», ξανακάνει πιό δυνατά, σηκώνει ἕνα λιθάρι από χάμου καί τούς τό ρίχνει˙τό λιθάρι ἀκούγεται νά χτυπάει βαριά κι ὑπόκωφα πάνω στά βράχια, κι ὕστερα κατρακυλάει πάλι στά πόδια του. Τά μαῦρα πουλιά δέ σαλεύουν καθόλου, μονάχα κλείνουνε διαδοχικά, πότε τό ἕνα τους μάτι πότε τό ἄλλο, σάν νά τόν κοροϊδεύουν˙κι εἶναι τόσο φριχτό ὁταν τό κάνουν αὐτό ὅλα μαζί, χωρίς διακοπή, πού παύει πιά νά τά κοιτάει καί σφίγγοντας μέ τά χέρια τό κεφάλι, τρέχει μπροστά, ἀλλάζοντας τό βῆμα του σέ πήδημα ἄταχτο καί γοργό.

ΚΑΙ ΝΑ, τό σπίτι μέ τούς πέτρινους τοίχους φάνηκε πιά. Είναι χτισμένο σ᾽ἀψηλή μεριά κι ἀνάμεσα ἀπ᾽τά κυπαρίσσια πού φρουροῦνε τήν πρόσοψή του, ξεχωρίζουν οἱ δυό φαρδιοί του ἐξῶστες μέ τά κλειστά σταχτιά θυρόφυλλα. Στό δεύτερο ἐξώστη, ἕνα ψηλό κοντάρι τινάζεται πρός τ᾽ἀψηλά, τό κοντάρι κάποιας σημαίας πού δέν ὑπάρχει.

Η ΜΑΥΡΗ σιδερένια ἐξώπορτα τρίζει καθώς τή σπρώχνει, σάν κάτι νά ᾽ναι σφηνωμένο στούς ἁρμούς της καί τήν ἐμποδίζει ν᾽ἀνοίξει διάπλατα˙ ἀνοίγει σιγά κι ἀργά, κάνοντάς του τόπο νά περάσει. Ξαφνικά, στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ δειλιάζει καί μετανιωμένος διστάζει˙ δέν ξέρει ἄν θέλει νά μπεῖ. Θέλει νά γυρίσει νά φύγει, μά οἱ πράσινες φλόγες πού ἀναβοσβήνουν στά μάτια τῶν πουλιῶν τῶν βράχων, καθώς γυρνάει καί τ᾽ἀντικρύζει μακριά, τόν παγώνουνε ξανά καί τόν κάνουν ν᾽ἀποφασίσει. Μέ βήματα κλονισμένα περνάει τήν πόρτα. »...

Απόσπασμα από τον Ταξιδιώτη του Ε. Χ. Γονατά.

κι ανοίγοντας την πόρτα, γλυστρώντας πίσω της συνάντησε το KAOS...

Ainastros
Απών/απούσα
Vale
Απών/απούσα

“Η φιλοσοφία ως έρευνα και τρόπος ζωής” (& 2 αυγά Τουρκίας)

Να αναστοχαστούν -λέει- και να υποβάλουν σε κριτική εξέταση, το έργο και τους σκοπούς της φιλοσοφίας στο σύγχρονο κόσμο (να τονιστεί και η σπουδαιότητά τους στο δημόσιο λόγο...).
Το ρόλο και τις ευθύνες τους σήμερα (;).
Τρελό καράτε δηλαδή.

Επτά συμπόσια για να αναλύσουν τα μέγιστα: «Ποια αξία ανώτερη; Μία σοφή ερώτηση ή μία σωστή απάντηση θα κερδίσει τους στοχασμούς του σύγχρονου πολιτισμού;»
-Έλα μου ντε.

Είναι η εποχή της πείνας, της γύμνιας. Η ισότητα στην εξαθλίωση και στην εκπόρνευση της ψυχής (ό,τι απέμεινε κι απ' αυτή).
Εδώ, στα καπάκια, θυμήθηκα “τη φθορά” ( Πελεγρίνη) και την υπέροχη βραδινή ιστορία του scrab. Εάν μπορούσαν να το διαβάσουν θα είχαν κερδίσει κάτι, κάτι απλό από εμάς τους μαλάκες.

Σημ. Κωλόφαρδοι οι podilates / έχουν γερά φύλλα.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Σε μια πτυχή του ρούχου του έκρυψε δυο ψίχουλα για ώρα ανάγκης. Δεν το’πε πουθενά τότε. Όλοι νόμιζαν πως στον καιρό της ευφορίας δεν υπήρχε χρεία για τέτοιου είδους πρόνοια.

Μια μέρα ξύπνησε κι όταν άνοιξε τις γρίλιες του παραθύρου του, αποκαλύφθηκε μια σκοτεινιά αναπάντεχη, εκεί που ο ήλιος φρέσκος,λίγο μετά την ανατολή του θα έλαμπε εκκωφαντικά πάνω στα λερά τζάμια. Μύριες τρομπέτες σε φοβερό κρεσέντο να ηχούν, μιλάμε. Τόσο εκκωφαντική λάμψη. Αντ’ αυτού σιγή. Πλήρης σιγή και σκοτεινιά. Πουθενά ο φρέσκος ήλιος και τα κρεσέντα του.

Τράβηξε την κουρτίνα ως να μη συνέβαινε τίποτα. Γύρισε στη ρουτίνα του πρωϊνού του, ποδέθηκε τα ωραία του υποδήματα, κάτω απ’ τα καθαρά του ρούχα, έλεγξε τα ψίχουλα, ΟΚ, όλα στη θέση τους κι εξήλθε όλος φρεσκάδα στη ζωή.

Ο δρόμος έσφιζε από ακινησία. Ήταν τόσο σίγουρα όλα αυτά. Μα τόσο λιτά και σίγουρα...Ο ήλιος που δεν ανέτειλε, ο έρημος δρόμος, η ακινησία, η σιγή...όλα τόσο σίγουρα κι αλάνθαστα...ο φούρνος κλειστός. Χωρίς ψωμί. Έφαγε τότε το ένα ψίχουλο κι έλεγξε, πώς το άλλο θα ήταν και θα παρέμενε στη θέση του.

Πόσες φορές θα επαναλαμβανόταν αυτή η σκηνή, αναλογίσθηκε. Πρέπει επιτακτικά να αναπληρώσω το φαγωμένο ψίχουλο...Κι ενώ τραβούσε για τη δουλειά του, άλλαξε γνώμη. Έπρεπε να αντικαταστήσει το φαγωμένο ψίχουλο. Όλη του η μέριμνα ήταν να αντικαταστήσει το φαγωμένο ψίχουλο στην πτυχή του ρούχου του.

Ξάφνου αυτή η τόσο σίγουρη ιστορία με τα προνοημένα ψίχουλα έγινε η μόνη πηγή ανασφάλειας κι αβεβαιότητας... Ενώ όλα απόπνεαν μέσα απ’ την παράξενη ανατροπή μιας συμβατικής μέρας ασφάλεια και βεβαιότητα, η έλλειψη αυτού που είχε προϋπολογισθεί, να εγγυάται την ασφάλεια και τη βεβαιότητα στην ώρα της κρίσης, τα χάλασε όλα.

Κάθησε κατάχαμα στην άκρη του πεζοδρομίου. Εκεί που τρέχουν τα νεύρα της πόλης. Δεν υπήρχε κανείς να ξαφνιαστεί από το θέαμα που προσέφερε, καθώς άνοιγε την πτυχή του ρούχου του κι έντρομος από ανασφάλεια και αβεβαιότητα έτρωγε, σχεδόν κατασπάραζε το μοναδικό, το τελευταίο ψίχουλο.

Τώρα δεν έχω τίποτα συλλογίστηκε με έναν ήρεμο τρόπο. Λυτρωμένος πια. Τώρα πια κι αν ήταν βέβαιος και σίγουρος και ασφαλής.

Χωρίς τίποτα. Έρημος, στην ερημιά.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ναί, εἶναι ἀλήθεια, πώς κάπως ἔτσι πέρασαν τά χρόνια Τζών...εἶπε ἡ Ἕλεν...εἴμαστε αἰσίως νά γερνάμε παρέα στά 3012.

…> μέ τήν ἀνάμιξί μου σ᾽ αύτήν ὑπόθεσι!
Ὁ Γκρήκ ἀνάβει τἠν πίπα του:
- Δέν βαρυέσαι...Οἱ καλοί ψαράδες στή > ψαρεύουνε...
- Γιατί; Οἱ > δηλαδή ποῦ πιάνουνε τά ψάρια;
- Στήν ἀγορά Ἑλεν...>>

Περιπέτειες του Τζών Γκρήκ, Ραντεβού στό σκοτάδι, του Νίκου Β. Ρούτσου.

από τέτοια...
κούτες και κούτες γεμάτες...

Vale
Απών/απούσα

«Κουλτούρα να φύγουμε»
«Γιατί τόσο σκληρός; Η ζέστη θέλει ανάσες. Στάσου ρε!»
«Όταν πίνεις γίνεσαι κάτι άλλο. Δε λέω, βίαιος δεν ήσουν ποτέ, ούτε άδικος, αλλά να, ξεφεύγεις και χάνεις τη σειρά σου, παραλογίζεσαι»
«Θολωμένος είναι ο νους με μέτρο, συμφώνησες σ' αυτό, τώρα είναι οι στιγμές που λείπουν, όλα αυτά που βάζουμε στην άκρη για μετά. Τόσο δύσκολο είναι; Τώρα μπορώ, τώρα έχω.»
«Καλά»
«Όχι καλά, εδώ να πεις το παρακάτω. Ένα λάθος, δύο, τρία, όσα θες, τόσα βάλε, ποτέ δεν είναι αρκετά»
«Καλά. Τράβα τώρα στις πουτανίτσες σου, μέχρι να βρω τις κασέτες που μου ζήτησες»

Η κουβέντα η ίδια, ένα τέταρτο της ώρας ήταν πάντα αρκετό.
(Κέντρο Αθήνας, 02:00-02:15 καλοκαίρι του '95)

-Κούκλε. Εάν δεν έχεις το “Ο άγιος της μοναξιάς” (Καρυστιάνη) δεν μπορώ να πω περισσότερα για τη φθορά του, βαθιά, αγράμματου Vale. Ένα από τα βιβλία που δε γουστάρω καθόλου και το έχω σκανάρει αρκετά. Αγαπημένη η Ιωάννα.

Σημ. Υπέροχη Καραμελένια. Το πιο θαυμαστό μέρος που έχω δει μέχρι τώρα. Ευχαριστώ γλυκιά μου.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Πέρναγε βιαστικός μέσ’ τό καταμεσήμερο, Κυριακή 3ης Σεπτεμβρίου. Τό Club σκοτεινό μέν, άνοιχτό δέ. Δυό νύχτες πρίν χώθηκε μέσα πάλι βιαστικά κι ἐκεῖ ἦταν ἡ Ροζάνα με τον Ἰβάν της. Τούς εἶδε σέ μιάν ἀπελπισμένη σκηνή ζηλοτυπίας. Την φοβερότερη πού εἶχε δεῖ στη ζωή του. Αὐτή οὔρλιαζε βρισιές σέ ἑλληνικά μέ ρώσικη προφορά. Κλώτσαγε, χτύπαγε παντού. Αὐτός μιά ρώσικα, μιά σπασμένα ἑλληνικά, την εἶχε κλεισμένη στήν τεράστια ἀγκαλιά του, όρθιος και τεράστιος από πίσω της, το πρόσωπό του γλυκά στον λαιμό της, που τιναζόταν σαν αντάρα, αὐτήν, μιά σταλίτσα ὀργισμένη και της ἔλεγε τίς ἀγάπες τοῦ Θεοῦ. Μπήκε μέσα. Μια γυναίκα καθάριζε και τραγουδούσε Σουραμπάγια Τζώνυ (ἀπ᾽τήν Ὄπερα της πεντάρας; Μά ναί ἀπ᾽τήν Ὄπερα τῆς πεντάρας! Ἥμαρτον Θεέ μου! Προσκυνῶ τό μεγαλεῖο σου!).

Κι ἐσείς πού διαβάζετε, ἄν δεῖτε ἀνοιχτά, ἀκόμα κι ἄν εἶναι σκοτεινά, μήν το σκεφτεῖτε. Εἰσέλθετε. Κάτι μαγικό μπορεῖ νά σᾶς συμβεῖ, ἀλλά πάνω ἀπ᾽ὅλα γράψτε κάτι ἀπ᾽τήν ψυχή σας. Ἔστω καί μιά γραμμούλα ταπεινή. Ἔστω μιά λεξούλα. Μιά χαλεπή συλλαβούλα...

Έμμεση ἀπάντηση στό προηγούμενο πόστ, ἀφού δέν ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες ντιρέκτ.

Surabaya Johnny by I was young, I was just sixteen then, when you came up from Burma one day. And you told me to pack up my suitcase, and I did, and you took me away. I said, "Do you work nice and steady, or do you go sailing and roving out to sea?" And you said, "I have a job on the railroad, and baby, how swell it's all gonna be." You said a lot, Johnny. It was all lies. You sure had me fooled, right from the start. I hate you when you laugh at me like that. Take that pipe out of your mouth, Johnny. Surabaya Johnny. Is it really the end? SurabayaJohnny. Will the hurt ever mend? Surabaya Johnny. Ooh, I burn at your touch. You got no heart, Johnny, but oh, I love you so much. Thought at first you were kind and gentle, 'til I packed up and went off with you. And it lasted two weeks until one day you laughed at me and hit me too. You dragged me all over the city, up the river and down to the sea. Now I look at myself in the mirror and some old woman looks back at me. You didn't want love, Johnny, you wanted money. I gave you all I had. You wanted more. Oh, don't look at me that way. I'm only trying to talk to you. Wipe that grin off your face, Johnny. >Surabaya Johnny. Is it really the end? SurabayaJohnny. Will the pain never mend? Surabaya Johnny. How I burn at your touch. You got no heart, Johnny, but oh, I love you so much. When we met I forgot to ask you why they called you that funny name, but in every hotel on the seacoast I found out, and I loved you all the same. I'm tired. I'm worn out. The sea's pounding in my ears. And I reach out my arms to hold you. You're not here and who even cares? You got no heart, Johnny. You're just no good. You going now? Oh, tell me why. I love you after all, Johnny, like that very first day. Don't laugh at me no more, Johnny. Surabaya Johnny. Is it really the end? SurabayaJohnny. Will the hurt ever mend? Surabaya Johnny. Oh, I burn at your touch. You got no heart, Johnny, but oh, I love you, I love you, I love you so much.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

kastellopower wrote:
" Έρχεται λοιπόν στο μαγαζί ένα πιτσιρίκι με μια χούφτα χρήματα και ήθελε να βάψει το ποδήλατό του, είχε κάπου 15 ευρώ σε ψιλά...

...αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω με αντάλλαγμα ένα χαμόγελο"

Πόρτο Αλέγκρι, Αύγουστος 2011, Macedo Bike

Ελάτε πίσω εικόνες! Είσασταν τόσο πολύτιμες!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Αυτή η μαζούρκα στη μνήμη του αγαπημένου D., που υπηρετούσε με ευφυία κι ευρηματικότητα την αρχιτεκτονική, αγαπούσε το ποδήλατο και είχε αστείρευτες δυνάμεις με τα πετάλια του, όπως και με την ιστιοπλοΐα του στα μανιασμένα νερά της Μάγχης, όπως και με τ’ ακορντεόν του, όταν έπαιζε για να χορεύουν οι θαμώνες των μικρών καμπαρέ του Παρισιού, στον D. που το οινόπνευμα έκαψε τη μνήμη του, αλλά κυρίως τη μνήμη και τη γνώση όσων αγαπούσε κι έπραττε κι αυτό δεν το άντεξε και άγγιξε τα 220V και έγινε παρανάλωμα. Στον D. για την αγάπη του στους σφιχταγγαλιαστούς χορούς, που αποπειράθηκε να μου μάθει κι εμένα ακόμα, της άσχετης και άχαρης...

Στην υπέροχη χαμένη του μνήμη, όπου κι αν αυτή υφίσταται...

παραμένει βαθιά μεσ’ την καρδιά μας...

...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Καλώς όρισες στη ζωή μικρό αγόρι της Γ. και του Σ. κι εσείς μοίρες να κάνετε καλά τη δουλειά σας αυτές τις μέρες για το νέο άνθρωπο ανάμεσά μας...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Vale
Απών/απούσα

.
[Το τελευταίο φιλί]

Το τελευταίο που σου χρωστώ φιλί, πώς να στο δώσω;
Με τί να στο πληρώσω; Τί, στον κόσμο αξίζει τόσο;
'Ολη η ψυχή μου ένα φιλί, τώρα για σε έχει γίνει·
ένα φιλί που πάει βουβά να σβήσει και δεν σβήνει!

Ζάμπα Μ.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

καίγεται ο τόπος κι εύχομαι,
όπου καίγεται να είναι οι φίλοι αλλά κι οι άγνωστοι καλά!

να είμαστε όλοι καλά...

και χρόνια πολλά στους που γιόρταζαν, Μαρίες, Παναγιώτες,

αλλά κυρίως Παναγιώτηδες,

Μάριους κι όλους τέλος πάντων...

χτες δεν ξεχάστηκα, μόνο δεν μπόρεσα...φόρτωμα μεγάλο...συναισθηματικό, αυτό το απεχθές και απευκτέο, βαρύ κι ασήκωτο...

δεν μπορώ τις γιορτές...

υποφέρω με την άδεια πόλη...υποφέρω όταν χάνεται ο σφυγμός της...

κι η γειτονιά μου εντελώς άδεια...

χαράματα μεθυσμένος άντρας φώναζε στη γυναικεία συντροφιά του, “έλα ‘δω ΕΙΠΑ” επιτακτικά δυο-τρεις φορές κάτω απ’ το παράθυρό μου, κάτω απ’ το κρεβάτι μου...εντελώς μέσα στο σπίτι μου...

κι οι γνωστοί μακριά στις διακοπές τους...

ευτυχώς η σκυλίσια παρέα μου είχε καλύτερα κέφια από μένα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μέρες που’ναι, η μητέρα μου που είχε έρωτα για το νησί της, δεν παρέλειπε ακόμα κι όταν εκείνη δεν μπορούσε να με “εγκαταλείπει” στα χέρια των συγγενών όλο σχεδόν το καλοκαίρι, με τα πανηγύρια του και τα παραλειπόμενά τους...

Και να, τι βρήκα! Φοβερή σύναξη αγαπημένων. Γιατί με τον Βαλμά και τον Πατήρη είχα περάσει μέρες και νύχτες γλεντιού, ως παιδάκι που προσπαθούσα να τιθασεύσω τη νύστα μου μέσα στις υπέροχες εικόνες ευωχίας των τραγουδιών και των χορών, των κρυφών ερώτων που δεν ήταν και τόσο κρυφοί, αφού μια οικογένεια ήταν όλοι...

Σπάνιο ντοκουμέντο, ραδιοφωνική εκπομπή του Σίμωνα Καρά, του μεγάλου εθνομουσικολόγου, που σαν μερμήγκι έχει περισυλλέξει με δική του λατρευτική, ανιδιοτελή πρωτοβουλία τους μουσικούς ανθούς, απ’ άκρου εις άκρον όλης της Ελλάδας κι αισίως και της Άνδρου μου. Ιδιόμορφη μουσική παράδοση, με ζυμωμένα Ιωνικά ιδιώματα. Δικό της εντελώς ιδίωμα μέσα στο φαινομενικά όμοιο μουσικό συνοθύλευμα των Κυκλάδων.

Εδώ οι μουσικοί παρουσιάζουν την εθιμοτυπία της έναρξης του χορού. Παρεμβάλλεται δε αμανές με ρίμα, που μου είναι γνωστή απ’ τη γιαγιά μου, όταν την είπανε σε πανηγύρι, για χάρη της και του πάπου μου...πανύψηλοι κι οι δυό...την εποχή που έπλεκαν τον έρωτά τους...”για δες τα πώς ταιριάξανε, τα δυό τους ένα μπόϊ, σαν το κυπαρισσόμηλο, που’ναι στο περιβόλι”...Γιατί οι έρωτες ήταν μεν κρυφοί, αλλά κοινοποιούνταν και με τις μεταφορές της ρίμας σ’ έναν αμανέ, την ώρα που η κοινότητα γλεντούσε, πιωμένη, με τα αισθήματα σε πλήρη ανάπτυξη κι έκφραση...

Σαν τέτοιες μέρες λοιπόν...

Γιώργος Βαλμάς στο βιολί, Γιάννης Πατήρης στο σαντούρι, Γιάννης Ψαρρός στον αμανέ...βοήθειά μας, της Παναγίας, αλλά και στα εννιάμερά της, μεγάλα Πανηγύρια τότε σε σπίτια συγγενικά...εμπειρίες που δεν ξαναγυρνούν...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ολονύκτιο ταξίδι. Κουκέτα πίσω στην πρύμνη. Θάλασσα με κάμποσα μποφώρ. Πορεία στο σταυρό του Καβοντόρου. Βόρειες Κυκλάδες. Σύρος, Τήνος, Άνδρος. Ακίνητοι, ξαπλωμένοι ως το τέλος του ταξιδιού, ν’ ακούμε την προπέλα ν’ απονεριάζει (να γυρίζει δηλαδή έξω απ’ το νερό).

Οι καμαρώτοι στο πόδι, με τις ολόλευκες στολές τους και τα χρυσά κουμπιά τους με τις άγκυρες και τα σκοινιά σαν σύμβολο πάνω τους, να γιατροπορεύουν όσους υπέφεραν απ’ τη ναυτία. Εμείς ν’ αντέχουμε. Με τα γιατροσόφια της μάνας...αλμυρές αντζούγιες με ψωμί (δεν κατάλαβα ποτέ τη δράση του περίεργου φαρμάκου). Διαχρονική θεραπεία της ναυτίας με αντζούγιες! Πάντα ένα σαρδελοκούτι με παστά ψαράκια μαζί μας στο ταξίδι. Δραμαμίνες, πού; Δεν υπήρχαν.

Άφιξη στο Κόρθι. Ανοιχτά στον Όρμο. Οι λάντζες που έρχονταν με τις φωνές των βαρκαραίων (sic προσφώνηση ντόπιων) να συννενοούνται με το πλήρωμα, για το πώς θα πλασαριστούν για να αποβιβάσουν εμάς (πού πας βρε μάνα χειμώνα καιρό με το μωρό στη μια μασχάλη και τη βαλίτσα στην άλλη; πάμε για χοιροσφάγια=γλέντια και χαρές κι εμείς πρώτες).

Η μυρωδιά του καύσιμου, που ανέβαινε σ’ όλους του χώρους, απ’ τις μηχανές του πλοίου σε πλήρη λειτουργία και μετά η φρεσκαδούρα της γαλαζοπράσινης θάλασσας, που πάφλαζε και μας έστελνε τις πιτσιλιές στη μούρη.

Η επιβίβαση στις λάντζες από μια σκαλίτσα ξύλινη, στο πλάϊ του πλοίου, μια να βουτάει στο νερό, μια να σηκώνεται, ακολουθώντας το μπότζι. Έτσι να έκανες η θάλασσα έβρεχε τα παπουτσάκια σου. “Νά , Βαγγελίτσα μου, εδώ βάλε το ποδαράκι σου, να μη βραχείς μωρό μου...έλα γιόκα μου και σ’ έπιασα!¨και τσούπ απ’ τα χέρια της μάνας στα στιβαρά και σίγουρα χέρια του βαρκάρη κι από κάτω η φουσκωμένη θάλασσα.

Κάθισμα μισοβρεγμένο στη λάντζα. Κωπηλασία κατά πλάτος του Όρμου προς τη σκάλα της Αγίας Κατερίνας, με το στομάχι στο στόμα απ’ το μπότζι. Βρέξει χιονίσει απάνεμη σκάλα. Αδάκρυτη η θάλασσα σ’ εκείνο το σημείο.

Μετά, πορεία ως την σκάλα την κανονική, όπου το ξενοδοχείο και το εστιατόριο της νονάς της μάνας. Πλύσιμο του προσώπου και των χεριών με γλυκό νερό και σαπούνι της νονάς. Μας φίλευε με του Θεού τα καλούδια και φυσικά ζεστό μυρωδάτο τσάϊ Κευλάνης, ώσπου να έρθουν οι θείοι με τα μουλάρια, να μας ανεβάσουν δυό- τρεις ώρες δρόμο ανάβασης στα κατσάβραχα, κατάβασης στις μοσχομυρωδάτες ρεματιές, πολλά πάνω και κάτω, ώσπου να βρεθούμε στα 650 μέτρα υψόμετρο του μητρώου χωριού...Δήμος Παλαιοκάστρου. Βουνί. Χαρές και πανηγύρια. Κι όταν φεύγαμε κλάμματα και δόστου ξανά κλάμματα...

δεν είναι τυχαίο ότι πάντα χαιρόμουνα να πηγαίνω στην Άνδρο και στο Λονδίνο το ίδιο και πάντα λυπόμουν να φεύγω από ‘κει το ίδιο...Αυτοί οι δύο προορισμοί ήταν το αληθινό μου σπίτι πάντα...Είναι ακόμα...Η Μικρά και η Μεγάλη Αγγλία...

Όλα τα άλλα είναι ενδιάμεσα στάδια...Δυστυχώς πιο μακροχρόνια απ’ τα στάδια που διέμεινα σ’ αυτά που θεωρώ ως πραγματικά μου σπίτια.

Και οι δυο τόποι έχουν ένα μαγνητισμό, που το σώμα και το μυαλό μου έρχονται στα ίσια τους. Μη με ρωτήσετε πώς και γιατί...

Το Μοσχάνθη.[/quote]

Vale
Απών/απούσα

Ξέρω-ξέρω, δεν είναι στους κανόνες του θέματός σου, καλή μου Καραμελένια.
Όμως δεν μπορώ να μη ρωτήσω.
-Μου επιτρέπεις να κρατήσω το παραπάνω;

Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΗ

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Ξέρω-ξέρω, δεν είναι στους κανόνες του θέματός σου, καλή μου Καραμελένια.
Όμως δεν μπορώ να μη ρωτήσω.
-Μου επιτρέπεις να κρατήσω το παραπάνω;

Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΗ

Μ’ έχετε αφήσει και μονολογώ, η μόνη, βρε...μόνη μου...

Κράτησέ τα όλα, αν νομίζεις, γι’ αυτό τα μοιράζομαι μαζί σας. Μην τα πάρω και στο κιβούρι μου, μυστικά κι αμοίραστα...Θα μου πεις γιατί εδώ; Γιατί εδώ υπάρχουν άνθρωποι που είναι όλα όσα μ’ αρέσουν. Γι’ αυτό...

Vale
Απών/απούσα

Νιώθω μικροσκοπικός.

Ευχαριστώ, θα το προσέξω.

Χριστέ μου. Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΗ.

Σημ. Ποτέ δε θα 'σαι μόνη. ;)

Μια γλυκιά καληνύχτα, σαν εσένα.

Vale
Απών/απούσα

Σημ. Ζητώ συγγνώμη για το βραδινό σπάσιμο του κανόνα, όμως έτσι είναι τα συναισθήματα, άτακτα κι επιθετικά, προς πάσα κατεύθυνση.
Η ολογραφία της φύσης, εκεί είναι η συγγενική ομορφιά. Το “Ολονύκτιο ταξίδι” με έπιασε απροετοίμαστο και...χάθηκε ο ύπνος του αστού.
Εάν υπάρχουν κι άλλα τέτοια ταξίδια, υπάρχουν φιλολογικές στέγες που θα υποκλιθούν.
.
[...] Και νά που είδα γύρω μου καινούριο ουρανό καινούρια γη· επειδή ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γης εχάθηκαν· και η θάλασσα και αυτή δεν υπάρχει.

Και την αγία πολιτεία την Ιερουσαλήμ την είδα νέα κι εκείνη να σιγοκατεβαίνει από τους ουρανούς έτοιμη και στολισμένη σαν τη νύφη που περιμένει το γαμπρό. [...]

Ιωάννης
Η αποκάλυψη
(Μορφή στα Νέα Ελληνικά: Οδυσσέας Ελύτης)

[...] Φιλιά μες στα μούτρα [...]
Vale

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

..."Κι ο παλιός κόσμος του πλανήτη Γη τέλειωσε μετά από μια καταστροφική σύγκρουση με τον πλανήτη Αχαιρούσιο, έναν περίεργο πλανήτη που ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά. Ονομάστηκε Αχαιρούσιος, γιατί τον ισημερινό του ολοστρόγγυλου σώματός του διαπερνούσε ένα ποτάμι κυκλικό, χωρίζοντάς το σε άνω και κάτω. Η αλήθεια είναι ότι είχαμε αντιληφθεί μια μεγάλη έκκρηξη, που είχε βίαια κι αιφνίδια προηγηθεί και συμπεράναμε, πως ο Αχαιρούσιος, στην πραγματικότητα, εξωθήθηκε στην έκτροπη κίνηση, που τον οδήγησε να συγκρουστεί με την Γη. Προϋπήρξαν απανωτές εκκρήξεις του ηλιακού συστήματος στο οποίο ανήκε, παρήχθησαν νέα πλανόμενα σώματα που αρχικά κινούνταν κάπως άτακτα. Συγκρούσεις απανωτές οδήγησαν σε μια ενεργειακή έκκληση μοναδική στο στερέωμα και η αλήθεια είναι, πως ακόμα κι αν δεν εκτρέπετο ο Αχαιρούσιος καταπάνω στο ηλιακό σύστημα που ανήκε η Γη, καταπάνω στην ίδια τη Γη, κάποιος άλλος νέος πλάνης θα είχε την ίδια πιθανότητα να διαλύσει τον Γήινο κόσμο.

Αυτός ο γέρικος πλανήτης όμως ήταν παράξενος και πρέπει να πω εξ αρχής, ότι μας ταλαιπώρησε, μας βασάνισε μερικές φορές, όσο υπήρξε ζωή πάνω του. Εδώ, από τα μεγάλα, γαλαξιακά κέντρα, εμείς, τα όντα τους, παρατηρούσαμε αυτή τη ζωή και τις εκφάνσεις της ανελλιπώς. Παρεμβαίναμε κρυφά όσο μπορούσαμε να διασώσουμε διάφορες ζωτικές ισορροπίες, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντα. Πλειστάκις χρειάστηκε, οι παρεμβάσεις μας να γίνουν με βίαιο τρόπο. Για καλό όμως. Ο συναισθηματισμός των όντων του πλανήτη Γη ήταν πάντα για μας μια ψευδής κατάσταση, που όμως δεν μπορούσε να γίνει πιο πραγματική και πιο καθοριστική σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους. Ξέρω. Αντιφατικό είναι αυτό, αλλά δεν παύει να είναι και αληθινό. Ο συναισθηματισμός δημιουργούσε μιαν αχλή γύρω απ’ τις υπάρξεις, που κανείς μας δεν μπόρεσε να διαπεράσει. Κανείς δεν μπόρεσε να διαλύσει. Τώρα βρισκόμαστε έχοντας εμπρός μας έναν ασύλληπτο αριθμό από κείμενα. Αυτό το τόσο αντιφατικό έμβιο είδος, λίγο πριν αφανιστεί, είχε επιδοθεί σε μιαν ακατάσχετη συγγραφή κειμένων. Το να αποκωδικοποιήσουμε αυτά τα κείμενα είναι μια σοβαρή υπόθεση, για να κατανοήσουμε την επίδραση του γήινου περιβάλοντος στη διαμόρφωση όχι μόνο του σώματος, αλλά και της συμπεριφοράς του. Έχουμε την τεχνολογία που θα το κάνει φυσικά. Το θέμα δεν είναι ο όγκος του υλικού που κατέχουμε αυτή τη στιγμή. Το θέμα είναι να διαβάσουμε πίσω απ΄τις γραμμές του.”...

Απόσπασμα απ’ την εισαγωγή στο πρώτο μέρος ενός κειμένου σαφούς ορίζοντα, ασαφούς περιεχομένου, πολύ δε περισσότερο τίτλου. Βρίσκεται στο πρώτο στάδιο γραφής (άρα αρκετά παρορμητικά τα κίνητρα και τα εργαλεία προσαρμοσμένα σ’ αυτό) και ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2012.

Δηλαδή πολύ πριν εγερθεί στη ζωή μου το πρόσφατο ζήτημα της άνεξέλεγκτης τάσης μου για υπερευαισθησία, αλλά κυρίως εκείνης για την υπερεκτίμηση του ρόλου των συναισθημάτων στον καθημερινό βίο. Ζήτημα που ομολογουμένως με βασανίζει, αλλά κι ως φαίνεται πιστή στην ομοιοπαθητική προσπαθώ να θεραπεύσω με τα όμοια. Άκρατο συναισθηματισμό δηλαδή...

Συμπτωματικά ταυτόχρονη απάντηση και στο προηγούμενο κείμενο, εμπνευσμένο απ’ την Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Επίσης πειθαρχημένη επαναφορά στους κανόνες συγγραφής σ’ αυτό το νήμα, που μια κι επίκαιρη είναι η κουβέντα περί κανόνων στο φόρουμ, εδώ θεσπίστηκε έτσι για να περιφρουρήσει τη δημιουργικότητα των συμμετεχόντων, να εντείνει την ευστροφία στον τρόπο απάντησης σε όσα τους διεγείρουν όποια συναισθήματα τους διεγείρουν, πέρα από ευκολίες και νεταρισμένες θέσεις, αμετακίνητες κι άκαμπτες...

Η νύχτα όντως μας έβγαλε κάπως έξω απ’ τους κανόνες. Τα κάνει αυτά η νύχτα. Γι’ αυτό προσοχή όσοι νυχτολατρεύουν.

Ας αφήσουμε όμως τη μέρα να κάνει κι αυτή τη δουλειά της. Να μας βάλει δηλαδή σε τάξη...

φωτιά στην πέτρα

“φωτιά σε πέτρινο έδαφος”: αμφίβολη η επιβίωσή της. Δέον να ληφθεί υπ’ όψιν η ιδιαιτερότητα του εδάφους. Πέρνει πολύ χρόνο η κατανόησή της. Χρόνο και πόνο...έχετε πρόχειρο μέσον ανανέωσης της φλόγας. Συχνά η φωτιά τρώει τα δικά της αποθέματα και χρειάζεται βοήθεια ετερόκλητη. Ας κάνουμε λοιπόν τους από μηχανής θεούς, για να διατηρείται η φλόγα της άσβεστη...

kastellopower
Απών/απούσα

seco

agua

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

PAUL CLAUDEL, Το πνεῦμα καί τό νερό. σέ μετάφραση τοῦ Θανάση Χατζόπουλου. Απόσπασμα.

...” Θεέ μου, λυπήσου αὐτά τά νερά πού ἐπιθυμοῦν!

Θεέ μου, βλέπεις ὅτι δέν εἶμαι μόνο πνεῦμα, ἀλλά νερό! Λυπήσου αὐτά τά νερά μέσα μου πού πεθαίνουν ἀπό δίψα!

Καί τό πνεῦμα ἐπιθυμεῖ, ἀλλά αὐτό πού ἐπιθυμεἲται εἶναι τό νερό.

Ὦ Θεέ μου, μοῦ ἔδωσες αὐτή τή στιγμή φωτός γιά νά δῶ,

Ὅπως ὁ νέος ἄνθρωπος ρεμβάζοντας στόν κῆπο του μήνα Αὔγουστο βλέπει κατά διαστήματα ὅλο τόν οὐρανό καί τήν γῆ διαμιᾶς,

Τόν κόσμο νά γεμίζει μονομιᾶς μέ μιά μεγάλη χρυσή ἀστραπή!

Ὧ ἄστρα δυνατά περίλαμπρα καί τί καρποί μισοειδωμένοι μέσα στή μαύρη ἄβυσσο! Ὧ τόξο ἱερό τοῦ μεγάλου βραχίονα τῆς Μικρῆς Ἄρκτου!

Δέν θά πεθάνω!

Δέν θά πεθάνω πιά, εἶμαι ἀθάνατος!

Κι ὅλα πεθαίνουν, ἀλλά ἐγώ μεγαλώνω σάν ἕνα φὢς πιό καθαρό!
Καί ὅπως ἀπό τόν θάνατο θάνατο φτιάχνουν, ἀπ᾽τόν ἀφανισμό του φτιάχνω τήν ἀθανασία μου.

Ἄς πάψω ἐπί τέλους νά εἶμαι σκοτεινός!

Χρησιμοποίησέ με!

Σφῖξε με στό πατρικό σου χέρι!

Βγάλε ἐπί τέλους

Ὅλον τόν ἥλιο πού ὑπάρχει μέσα μου καί εἶναι ἱκανότητα τοῦ φωτός σου, πού σέ βλέπω

Ὄχι πιά μέ τά μάτια μόνο, ἀλλά μέ ὅλο μου τό σῶμα καί τήν ὑπόστασή μου
καί τό συνολικό μου ἄρθροισμα πού λαμποκοπάει καί ἠχεῖ!

Τό νερό πού μπορεἲ νά χωριστεῖ καί δίνει τό μέτρο τοῦ ἀνθρώπου
Δεν χάνει τή φύση του πού εἶναι ὐγρή
Κι εξαίσια καθαρή πού μές ἀπ᾽αὐτήν κάθε πράγμα ἀντανακλᾶται.

Ὅπως αὐτά τά νερά πού ἔφεραν τόν Θεό στήν ἀρχή,
Ἔτσι αὐτά τά ὑποστατικά νερά μέσα μας
Δεν παύουν νά τόν ἐπιθυμοῦν, δέν ὑπάρχει ἐπιθυμία πού νά μήν ἔρχεται ἀπ᾽αὐτόν καί μόνον!

Ἀλλά ὅ,τι ἐπιθυμητό ὑπάρχει μέσα μου δέν ἔχει ὡριμάσει!

Ἄς μένει λοιπόν ἡ νύχτα περιμένοντας τόν κλῆρο μου ὅπου ἀργά σχηματίζεται ἀπό τήν ψυχή μου

Ἡ σταγόνα ἕτοιμη νά πέσει μέ ὅλο της τό βάρος.

Ἄσε με νά σοῦ κάνω χοές μές στά σκοτάδια,
Ὅπως ἡ βουνίσια πηγή πού δίνει στον Ὠκεανό νά πιεῖ μέ τό μικρό κοχύλι της! ”...

κοχύλι

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

ἀπόσπασμα ἀπό το “Ἡ κραυγή σου Παγώνι” τῆς κ. Μάτσης Χατζηλαζάρου...

...” φθορά
τα κοτσάνια
όταν πέφτουν μαλακά
ἀπό ἕνα δέντρο ἤ μιά γραφή
γιά ν᾽ἀγγίξουνε τόν κισσό πού σέρνεται
τόν κισσό τόσο πράσινο σά νά μαυρίζει
σκισμένο
τό λαμπερό φύλλο
φαγωμένο ἀπ᾽τίς κάμπιες καί τούς γυμνοσάλιαγκες
μές στή σκιά τοῦ δάσους
καί ξαπλώναμε ἀνάσκελα
στά ξέφτια τῆς ἡμέρας
καί τή μυρουδιά τῆς ὑγρασίας
πάνω στόν κισσό καί στά κλαδάκια
καί στά μικρά σκληρά κοτσάνια
ἀπαράλλαχτα
με κεῖνα του Α ἤ τοῦ Χ ἐδῶ ”...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Αγάπη

Ευχαριστώ τον Ageras που μου δάνεισε το ποίημά του για την Αγάπη του.
@ http://www.podilates.gr/node/31229

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Γιατί η γενιά του Πολυτεχνείου δεν τα εξαγόρασαν όλοι, όλα, όσο όσο...

Μήτσος 1

Μήτσος 2

kastellopower
Απών/απούσα
Topic locked